Το 1986 ο Carlo Petrini με αφορμή τα εγκαίνια ενός McDonald στην Piazza di Spagna στη Ρώμη, δημιούργησε τον όρο slow food για να υποστηρίξει την αρχή ενός κινήματος σε αντιδιαστολή με το fast food. Με τον καιρό, ο επιθετικός προσδιορισμός slow εξελίχθηκε σε μια κουλτούρα που ήθελε να αντιπαρατεθεί ειρηνικά στην κυριαρχία της ταχύτητας σε πολλά και διαφορετικά πεδία της καθημερινής ζωής. Εγεννήθη το slow movement. Ετσι εμφανίστηκε το slow cities, γιγαντώθηκε το κίνημα slow food δημιουργώντας μεγάλες ομάδες υποστηρικτών σε πολλές χώρες και το 1999 ο Geir Berthelsen παρουσίασε το όραμά του για μια συνολική αντιμετώπιση της ζωής με πιό αργούς ρυθμούς: slow planet. Το 2004 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Carl Honore In praise of Slowness και οι Financial Times έγραψαν ότι «το βιβλίο είναι για τα slow κινήματα ό,τι το ΚΕΦΑΛΑΙΟ του Μαρξ για τον κομμουνισμό»!
Παρά τον κανόνα που θέλει την ταχύτητα να χαρακτηρίζει τη δημοσιογραφία ή ίσως και εξαιτίας αυτού, ο επιθετικός προσδιορισμός slow εμφανίστηκε δίπλα στη δημοσιογραφία μόλις τo 2007 στο βρετανικό περιοδικό Prospect, σε ένα άρθρο υπογεγραμμένο από την Susan Greenberg, η οποία περιέγραψε τη διαφορά της αξιόπιστης, φροντισμένης δημοσιογραφίας από τις «καθημερινές ειδήσεις» ορίζοντας την πρώτη ως είδος πολυτελείας: «Ως πολυτέλεια εννοώ το χρόνο. Χρειάζεται χρόνος για να ανακαλύψεις πράγματα, για να τα σκεφτείς και να τα καταλάβεις, χρειάζεται χρόνος για να κάνεις κάτι καινοφανές στη δουλειά σου και χρειάζεται χρόνος για να καταφέρεις να το κάνεις γνωστό, να το επικοινωνήσεις με τον τρόπο που του αξίζει».
Από το 2010 αρκετά Μέσα, κυρίως διαδικτυακά, αυτοπροσδιορίστηκαν ως slow media στην Αμερική και στην Ευρώπη ορίζοντας ως στόχο τον κριτικό επαναπροσδιορισμό των αποτελεσμάτων της ταχύτητας στην άσκηση της δημοσιογραφίας, επιθυμώντας να λειτουργήσουν περισσότερο ως μια δύναμη εξισορρόπησης παρά ανατροπής των καθιερωμένων αρχών. Αν και στο μεταξύ υπάρχουν καταγεγραμμένοι ακαδημαϊκοί προβληματισμοί σχετικά με την αξία του χρόνου στη δημοσιογραφία οι οποίοι χρησιμοποιούν τον όρο slow journalism, μόλις το 2015 ο όρος υιοθετείται επισήμως από το ακαδημαϊκό περιβάλλον δίνοντας…γρήγορα πολλές και ενδιαφέρουσες μελέτες γύρω από το θέμα προερχόμενες, κυρίως, από τον Αγγλοσαξωνικό κόσμο. Μελέτη σταθμός θεωρείται αυτή της Le Masurier ή οποία, το 2015, διατύπωσε την ουσιαστική διάκριση για το slow journalism ως είδος και ως προσέγγιση. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για τη φόρμα και το στυλ ενώ στη δεύτερη αναφερόμαστε, πέρα από τη φόρμα, στις αρχές και τις μεθόδους. Σχεδόν όλοι οι σχολιαστές και μελετητές χρησιμοποιούν το παράδειγμα του slow food για να περιγράψουν την αναπόδραστη ανάγκη συμμετοχής του κοινού σε αυτήν τη δημοσιογραφική διαδικασία: Οπως υπάρχει ένα ενημερωμένο κοινό που στηρίζει τις βιώσιμες διαδικασίες παραγωγής και κατανάλωσης τροφής έτσι όπως αυτές υποστηρίζονται, διαδίδονται και ασκούνται από το κίνημα slow food, έτσι ακριβώς και η δημοσιογραφία που προσφέρει αξιοπιστία, ανάλυση και συνδέσεις με ιστορικά και κοινωνικοπολιτικά πεδία (που χρειάζεται, δηλαδή, χρόνο προκειμένου να παράξει αποτέλεσμα), δεν μπορεί να ζήσει εάν δεν υποστηριχθεί από ένα κοινό που μοιράζεται τις ίδιες ανησυχίες. Εάν ξεπερνώντας τους κανόνες μαζικής προσφοράς και ζήτησης, δεν αναζητηθεί ένας χώρος «πολυτελούς» δημοσιογραφίας όπου ενημερωμένοι και εγγράμματοι ως προς τα Μέσα (media literated) πολίτες θα υποδέχονται το δημοσιογραφικό προιόν που τους αξίζει. Πολίτες, δηλαδή, που δεν θέλουν να καταναλώνουν καθημερινά McJournalism (Franklin 2005) ή Mc News (Rosenberg and
Feldman 2008) αλλά επιθυμούν να φροντίσουν αφενός μεν τη δική τους πνευματική και ψυχική υγεία αφετέρου δε να ανταποκριθούν με υπευθυνότητα στον κοινωνικό τους ρόλο, υποστηρίζοντας ενεργά τις διαδικασίες που εξασφαλίζουν στο όποιο πεδίο της κοινωνικής καθημερινότητας (πριν ή μόλις εμφανιστεί η προφανής ανάγκη) τη βιωσιμότητα και εξέλιξη του πολιτισμού των βασικών αρχών: σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα, ανοχή, ανεξιθρησκεία, ελευθερία κοκ.
ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
Πόσες ειδήσεις χρειάζομαι; Πότε τις χρειάζομαι; Τί πραγματικά έχει σημασία στις ειδήσεις; Αυτές είναι μερικές από τις ερωτήσεις που αν θέσουμε στον εαυτό μας μπορεί να μας οδηγήσουν σε μια πιό αργή, πιό κριτική κατανάλωση ειδήσεων. Και τέτοιου είδους ερωτήσεις προκύπτουν όχι μόνο κατόπιν… εμβριθούς ανάλυσης και διανοητικής προσπάθειας αλλά εμπειρικά: Πόσες και ποιές ειδήσεις θυμόμαστε απ΄όλα αυτά που διαβάζουμε καθημερινά; Πόσα κλικ δίνουμε σε sites τρομολαγνικών εντύπων και ηλεκτρονικών μέσων, σε ειδήσεις τύπου “παπαγαλάκι έφαγε κροκόδειλο που είχε φάει πριν ένα μωρό μιας ορφανής μάνας”, σε sites που κλέβουν τη δουλειά άλλων χωρίς αναφορά και παραπομπή στην πηγή, την ίδια στιγμή που κατηγορούμε τους δημοσιογράφους συλλήβδην για αναξιοπιστία και χυδαιότητα;
Οσοι είδαν την ταινία spotlight με θέμα την, βραβευμένη με Πούλιντζερ, έρευνα της εφημερίδας Boston Globe σχετικά με την παιδοφιλία στους κόλπους της Καθολικής εκκλησίας, μπορεί να θυμούνται τη φράση του αρχισυντάκτη (Michael Keaton): “Τον περισσότερο καιρό ψαχουλεύουμε στο σκοτάδι και ξαφνικά βλέπουμε ένα φως και καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει ένα θέμα που μπορεί να μας ξέφυγε η σημασία του όταν δημοσιεύσαμε μια σχετική είδηση στα “ψιλά” για να προλάβουμε”. Η συγκεκριμένη εφημερίδα έχει δημοσιεύσει 102 έρευνες στη διάρκεια 45 ετών! Οσοι θαύμασαν την ταινία και την έρευνα θαύμασαν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα slow journalism. Πιθανώς, μετά βγήκαν από την αίθουσα και άνοιξαν για να δουν στο κινητό τους ή στον υπολογιστή δεκάδες ή εκατοντάδες «ειδήσεις» οι οποίες είχαν ανακύψει στη διάρκεια των 2 ωρών παρά κάτι που έβλεπαν την ταινία… και δεν τους κατηγορούμε γι΄αυτό. Στην πραγματικότητα η καταναλωτική ισορροπία ανάμεσα στην είδηση- θέαμα του δευτερολέπτου και σε ένα θέμα-είδηση με τα χαρακτηριστικά του slow journalism θα έδινε το χρήμα και το χρόνο για να υπάρξουν και τα δύο. Το πρόβλημα είναι ότι σε όλες τις σχετικές μετρήσεις καταγράφονται, καθοριστικά για την ποιότητα του δημοσιογραφικού περιεχομένου ,υψηλά ποσοστά προς την πρώτη προτίμηση (είδηση-θέαμα).
Στο στρατόπεδο του slow journalism, ένα σημαντικό επιχείρημα που αναπτύσσεται είναι ότι η προσπάθεια να μεταδοθούν όσο γίνεται πιό γρήγορα ακόμα και οι σοβαρές ειδήσεις από αξιόπιστα μέσα οδηγεί στη δημοσίευση μικρών κειμένων, εν είδει «μπουκιάς», που δίνει μεν την εντύπωση της άμεσης ενημέρωσης στον καταναλωτή ειδήσεων αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται περί ενημέρωσης χωρίς το βάθος και την ουσία που θα έδινε η σύνδεση και ανάλυση των γεγονότων. Διότι μπορεί, βεβαίως, να είναι εξαιρετικά σημαντική είδηση η κήρυξη ενός πολέμου ή της πτώχευσης μιας χώρας και να πρέπει γρήγορα να ανακοινωθεί και σε επόμενες δημοσιεύσεις να αναλυθεί αλλά αυτή η διαδικασία συμβαίνει για το παραμικρό. Αυτές οι μικρές, αξιόπιστες ειδήσεις δημιουργούν μια ψευδαίσθηση ενημέρωσης και συμμετοχής στην παγκόσμια και εγχώρια πραγματικότητα. Το πιό γνωστό περιοδικό slow journalism, το τετραμηνιαίο βρετανικό Delayed Gratification, υπογραμμίζει τα παραπάνω με το σύνθημα «Είμαστε περήφανοι που δημοσιεύουμε τελευταίοι την επικαιρότητα»! Η εφημερίδα Guardian και ο Economist έχουν γράψει τα καλύτερα για το συγκεκριμένο περιοδικό, αλλά δεν είναι αρκετά για να εξασφαλίσουν την εμφάνιση και βιωσιμότητα και άλλων τέτοιων Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας. Αυτό, μόνον η εκπαίδευση ως προς την έννοια της ενημέρωσης, η συμμετοχή και απαίτηση των… βασικών μετόχων μπορεί να το επιτύχει: των ίδιων των πολιτών.