Κλείνοντας φέτος είκοσι χρόνια από τα τότε που ανέλαβε τις τύχες της Ρωσίας στα χέρια του, ο πρόεδρος της χώρας Βλαντίμιρ Πούτιν δείχνει να αλλάζει ρόλο και από εκεί που προβαλλόταν από την προπαγανδιστική μηχανή του Κρεμλίνου ως η μοναδική εγγύηση, μετατρέπεται σε μέρος του προβλήματος.
Αρχής γενομένης από το 2008, το επίθετο του Πούτιν είχε καταστεί συνώνυμο της πολυπόθητης πολιτικής σταθερότητας, της προβλέψιμης συμπεριφοράς και της απουσίας ριζοσπαστικών αλλαγών στη ρωσική κοινωνία, πράγμα που βόλευε τόσο τον ίδιο, όσο και τη ρωσική κοινωνία, η οποία είχε κουραστεί από την δεκαετία του 1991-2000.
Το 2020 όμως, σε μία ακατανόητη αλλαγή στάσης και συμπεριφοράς ο Βλαντίμιρ Πούτιν δείχνει να μετατρέπεται σε πολέμιο αυτής της πολυδιαφημισμένης σταθερότητας αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες αυξημένης πολιτικής διακινδύνευσης, οι οποίες αποσκοπούν τόσο στη διασφάλιση του ιδίου, όσο και του στενού κύκλου του.
Ορισμένοι πολιτικοί αναλυτές μάλιστα, δεν διστάζουν να χαρακτηρίσουν τον σημερινό Βλαντίμιρ Πούτιν, ως αντί-Πούτιν, ο οποίος έχει χάσει την αίσθηση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας στη χώρα του και λαμβάνει αποφάσεις υπό καθεστώς συναισθηματικής φόρτισης.
Αρχικά, ο πρόεδρος Πούτιν επέδειξε ασύγγνωστη σπουδή στην έγκριση των αλλαγών στον βασικό νόμο του κράτους, το ρωσικό Σύνταγμα, με τις οποίες αποκτά, χωρίς περιστροφές ισόβια εξουσία. Επέμενε μάλιστα σε αυτό, υποχρεώνοντας την Κάτω Βουλή (Δούμα) αλλά και το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας να συνεδριάσουν ασθμαίνοντας και να εγκρίνουν τις αλλαγές.
Στόχος του ήταν η διεξαγωγή, αρχικά, δημοψηφίσματος, το οποίο στη συνέχεια ονομάστηκε «παλλαϊκή ψηφοφορία» και παρά τις αντιρρήσεις του κρατικού μηχανισμού, ο οποίος φοβόταν το ξέσπασμα και την εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού. Όταν πια ο αριθμός των κρουσμάτων είχε φτάσει μερικές εκατοντάδες, τόσο μόνο αποφάσισε να αναβάλει τη διεξαγωγή της «παλλαϊκής ψηφοφορίας», αλλά και αυτό με έκδηλη επιφυλακτικότητα ως προς την ανάληψη της ευθύνης για τα μέτρα κατά της πανδημίας. Επέμενε να αποκαλεί την εβδομάδα της καραντίνας ως «μη εργάσιμη εβδομάδα» και, ταυτόχρονα, μετέφερε στους επικεφαλείς των περιφερειών την οργάνωση των μέτρων μετακίνησης, κοινωνικής αποστασιοποίησης κ.λπ. παρόλο που οι αρμοδιότητες τους παραμένουν αδιευκρίνιστες και νομικά αμφισβητήσιμες με ευθύνη του ιδίου.
Πολλοί συμφωνούν πως το κατώφλι της νέας πουτινικής εποχής ήταν οι αλλαγές στον συνταγματικό χάρτη της χώρας. Η ρωσική κοινωνία επί δύο δεκαετίες είχε δεχτεί τα καταιγιστικά πυρά του προπαγανδιστικού μηχανισμού του Κρεμλίνου με βασικό σύνθημα την σταθερότητα ως βασική κοινωνική, οικονομική και πολιτική αξία της νέας ιστορικής περιόδου.
Οποιαδήποτε νύξη ή αναφορά στην αναγκαιότητα αλλαγών, αυθωρεί κηρύσσονταν εκτός νόμου ως ύποπτη και υποβολιμαία από το εξωτερικό με σκοπό τη δημιουργία συνθηκών για «έγχρωμες επαναστάσεις».
Ο ίδιος ο Πούτιν, κατά τα προηγούμενα χρόνια πολλές φορές δήλωσε πως δεν σκοπεύει να αλλάξει τίποτα στο Σύνταγμα, υπογραμμίζοντας πολύ περισσότερο πως δεν θα το κάνει για ίδιο όφελος. Ως εκ τούτου η έκπληξη που δοκίμασαν όλοι ακούγοντας το ετήσιο διάγγελμά του προς το έθνος και την ομοσπονδία τον προηγούμενο Ιανουάριο θα πρέπει να είχε όλα τα χαρακτηριστικά της υπαρξιακής αγωνίας.
Σε μια στροφή 180 μοιρών με το διάγγελμά του κατέστρεψε κυριολεκτικά την τεχνητά διαμορφωμένη εικόνα σταθερότητας σε πολιτικό επίπεδο. Σε αντίθεση με την πολιτική των προηγούμενων χρόνων όπου βασική επιδίωξη ήταν η αποπολιτικοποίηση του δημόσιου χώρου και λόγου, με μία μόνο του κίνηση έδωσε το σύνθημα για την πολιτικοποίησή τους. Ωστόσο, παραμένουν αναπάντητα πολλά ερωτήματα, στα οποία λόγω της φύσης του πολιτικού συστήματος της Ρωσίας, μόνο αυτός μπορεί να απαντήσει. Είναι προφανές ότι ο μηχανισμός του Κρεμλίνου του πρότεινε σειρά σεναρίων, από τα οποία έπρεπε να διαλέξει ένα.
Έτσι, ενώ από τις αρχές του χρόνου είχαμε παρατηρήσει μια σπουδή στην δημιουργία νέων πολιτικών κομμάτων, τα οποία θα λειτουργούσαν ως μαριονέτες και σκηνικό «πολιτικής συναίνεσης» στην πολιτική του προέδρου, ξαφνικά η πολιτική αυτή αναστέλλεται μέχρι νεωτέρας διαταγής. Ανάλογη ήταν και η τύχη του σεναρίου για πρόωρες κοινοβουλευτικές εκλογές μέσα στο 2020.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ομάδας εργασίας για τις αλλαγές στο Σύνταγμα, όπου συμμετείχαν άνθρωποι πιστοί στον ίδιο και στο καθεστώς του και ετέθησαν ζητήματα όπως η προσθήκη αναφοράς στο θεμελιώδες κείμενο της χώρας, σύμφωνα με την οποία οι Ρώσοι αποτελούν τον βασικό κορμό του κράτους. Έτσι, όμως προκάλεσε την αντίδραση των υπολοίπων εθνοτήτων, ενισχύοντας τις φυγόκεντρες τάσεις.
Η μεγάλη μεταστροφή όμως ήταν η απόρριψη του σεναρίου των πρόωρων εκλογών και η επιλογή της μηδένισης των θητειών του προέδρου, πράγμα που του δίνει τη δυνατότητα να επανεκλεγεί άλλες δύο φορές. Αξίζει να σημειωθεί πως σήμερα ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι 68 ετών, ενώ κατά τη λήξη της προεδρικής του θητείας θα είναι 72 ετών. Παράξενη προσέγγιση της αιωνιότητας ή μήπως αναγκαία περίοδος προετοιμασίας για τη μεταβίβαση της εξουσίας σε πρόσωπο που θα διασφαλίζει τα συμφέροντα αλλά και τις εσωτερικές ισορροπίες της πουτινικής ελίτ;
Ο μηδενισμός των μέχρι σήμερα θητειών και η συνταγματική κατοχύρωση νέων, προκάλεσε πολιτικό σεισμό και σοκ στη Ρωσία. Με μία κίνηση ακύρωσε όλη τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, η οποία στηριζόταν στην ιδέα «ενίσχυσης της κληρονομιάς του Πούτιν» με στόχο τη δέσμευση του επόμενου προέδρου να συνεχίσει την ίδια ολιγαρχική πολιτική. Ταυτόχρονα, εξέθεσε και όλους εκείνους που με ζήλο περισσό προπαγάνδιζαν την αναγκαιότητα αυτής της μετάβασης, την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού και συστήματος σε ελεγχόμενες και κεντρικά κατευθυνόμενες δόσεις. Το αποτέλεσμα ήταν να ανατραπεί το σκηνικό που μόλις είχε αρχίσει να σταθεροποιείται και η ευαίσθητη ισορροπία στο εσωτερικό των ρωσικών ελίτ.
Πετρέλαιο: η μαύρη κατάρα
Στο ίδιο διάστημα, η πολυδιαφημιζόμενη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος της Ρωσίας, δέχτηκε ένα ακόμη συντριπτικό χτύπημα από το δημιουργό του. Παρά τις συμβουλές των ολιγαρχών του ενεργειακού τομέα, αλλά και αξιωματούχων του Κρεμλίνου, ο πρόεδρος της χώρας υιοθέτησε την πρόταση του πανίσχυρου άντρα της κρατικής εταιρείας πετρελαίου Ίγκορ Σετσίν σχετικά με τις διαπραγματεύσεις στον ΟΠΕΚ, με αποτέλεσμα την κατάρρευση της συμφωνίας των χωρών μελών του οργανισμού ως προς την ποσόστωση στην εξόρυξη του μαύρου χρυσού. Η Σαουδική Αραβία αύξησε κατακόρυφα την παραγωγή της σε μία εποχή μειωμένης ζήτησης, με αποτέλεσμα να κατρακυλήσουν οι τιμές. Στόχος του Σετσίν ήταν η πτώση των τιμών να αποβάλει από την αγορά τους Αμερικανούς με τα αποθέματά τους σε σχιστολιθικό αέριο. Το αποτέλεσμα όχι μόνο δεν δικαίωσε τις προσδοκίες του, αλλά επέφερε ένα συντριπτικό πλήγμα στην χειμάζουσα ρωσική οικονομία, η οποία εδώ και 8 χρόνια βρίσκεται στο καθοδικό σπιράλ θανάτου της παρατεταμένης κρίσης.
Σταθερότητα: φάντασμα ή πραγματική απειλή;
Είναι προφανές ότι ο Πούτιν προσπαθεί να απαλλαγεί από το ρόλο που έπαιζε μέχρι τώρα ως εγγυητής της σταθερότητας του πολιτικού και οικονομικού συστήματος, ή τουλάχιστον έτσι όπως το αντιλαμβανόταν αυτό η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών. Οι δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος δείχνει μία σταθερή πτωτική τάση της δημοτικότητας του Ρώσου προέδρου, πράγμα που εξηγείται με τις προσδοκίες της κοινωνίας να δει μία αλλαγή, η οποία θα συνοψιζόταν στην αντικατάσταση της λέξης «σταθερότητα» με τη λέξη «ανάπτυξη».
Ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του Κρεμλίνου όλα αυτά τα χρόνια, λειτουργούσε με βάση μια βασική παραδοχή: το παρελθόν (δηλαδή η δεκαετία των ’90) ήταν άσχημο, το μέλλον μπορεί να επιστρέψει στο παρελθόν, άρα μόνο το παρόν είναι καλό. Στο μεταξύ όμως συνέβησαν δύο καθοριστικής σημασίας γεγονότα, τα οποία υπέσκαψαν αυτό το φαινομενικά ακλόνητο θέσφατο.
Το πρώτο ήταν η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, η οποία παρουσιάστηκε ως απόκριση στο λαϊκό αίτημα για επιστροφή των χαμένων πατρίδων, επ’ αγαθώ της κοινωνίας. Η κίνηση βρήκε πάνδημη υποστήριξη. Δεν συνέβη όμως το ίδιο όταν το συγκεκριμένο σενάριο πήγε να επαναληφθεί στις ανατολικής επαρχίες της Ουκρανίας. Η κοινωνία άρχισε να αμφιβάλει για την σκοπιμότητα της συγκεκριμένης σύγκρουσης με αποτέλεσμα το Κρεμλίνο να υποχωρήσει και να αφήσει την υπόθεση «να σέρνεται», προκαλώντας ταυτόχρονα μία ακόμη αιμορραγία στη δοκιμαζόμενη οικονομία του.
Το δεύτερο καθοριστικής σημασίας γεγονός ήταν η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος της χώρας, η οποία κυριολεκτικά υπέσκαψε την εμπιστοσύνη των πολιτών στην κυρίαρχη πολιτική ελίτ. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως ένα από τα βασικά επιχειρήματα υπέρ της «πουτινικής» σταθερότητας ήταν το αμετάβλητο των ορίων συνταξιοδότησης. Η εφαρμογή της οδήγησε σε δημοσκοπική κατάρρευση των ποσοστών τόσο του Βλαντίμιρ Πούτιν, όσο και του κόμματος «Ενιαία Ρωσία» τα τελευταία δύο χρόνια.
Τέλος, η αμφίθυμη πολιτική τοποθέτηση του Βλαντίμιρ Πούτιν στο θέμα του κορονοϊού, προκάλεσε μία σχετική παγωμάρα στον επιχειρηματικό κόσμο, αλλά και την κοινωνία. Είχε προηγηθεί το λάθος του να αναγορεύσει σε μεσαία τάξη τα εισοδήματα των 17.000 ρουβλίων μηναίως, δηλαδή των 180 ευρώ, πράγμα που προκάλεσε θυμηδία και αγανάκτηση. Στην ίδια συνέντευξή του, αποκάλεσε απατεώνες τους επιχειρηματίες των μικρών και μεσαίων, κυρίως, επιχειρήσεων, εξαιρώντας τους ολιγάρχες φίλους του.
Η περίφημη «μη εργάσιμη εβδομάδα» ήταν το τελευταίο του λάθος, αφού προχώρησε αυτό χωρίς την λήψη παράλληλων μέτρων για την ενίσχυση των επιχειρήσεων, οι οποίες καλούνται να πληρώσουν το μάρμαρο. Δεν έφτανε όμως αυτό, εξήγγειλε τη φορολόγηση των τόκων των καταθέσεων για ποσά άνω του 1 εκατομμυρίου ρουβλίων. Θα νόμιζε κανείς πως δεν υπάρχει μεγάλος αριθμός τέτοιων καταθετών, ωστόσο εκ του αποτελέσματος αποδείχτηκε λάθος αυτή η παραδοχή, καθώς ένας μεγάλος αριθμός πολιτών αποταμιεύει για την αγορά διαμερίσματος, κυρίως, αλλά και καταναλωτικών αγαθών μακράς διάρκειας.
Μπορεί το σύστημα εξουσίας να δείχνει ακλόνητο, είναι όμως έτσι τα πράγματα; Προφανώς, το σύστημα προσπαθεί να αντισταθεί στη φθορά. Δύο είναι οι βασικοί ελιγμοί που καταγράφηκαν το τελευταίο διάστημα: ο πρώτος έχει να κάνει με την μετάθεση της ημερομηνίας της «παλλαϊκής ψηφοφορίας» για την έγκριση των αλλαγών στο Σύνταγμα και ο δεύτερος με την προσπάθεια αποτροπής της εξόδου της Ρωσίας από τις συμφωνίες του ΟΠΕΚ. Ο πρώτος επετεύχθη, ο δεύτερος έμεινε θανάσιμα μετέωρος.
Το συμπέρασμα ωστόσο είναι πως η ρωσική κοινωνία παρακολουθεί μία γεμάτη εκπλήξεις παράσταση: τον Πούτιν, να καταστρέφει με τα ίδια του τα χέρια την μοναδική αξία του συστήματος που ο ίδιος δημιούργησε, την σταθερότητα.