Εν μέσω αναπόδεικτων μέχρι στιγμής φημών και μιας ακατάσχετης σπερμολογίας και εικοτολογίας, το όνομα της Ρωσίας πρωταγωνιστεί σε όλες τις μεγάλες υποθέσεις επικοινωνιακών πολέμων της τελευταίας δεκαετίας, τάση που ενισχύθηκε από την φημολογούμενη παρέμβασή της στις τελευταίες προεδρικές εκλογές.
Αναμφίβολα, μέσα στο πνεύμα του «Δόγματος Γκεράσιμοφ» οι επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης των δυνητικών αντιπάλων της Ρωσίας, κατέχουν θεμελιώδη σημασία, πράγμα που ενισχύει παρά αμβλύνει τις υποψίες.
Ανάμεσα στους Ρώσους ειδικούς που ασχολούνται με αυτό το θέμα, εξέχουσα θέση κατέχει ο Αντρέι Μανοΐλο, καθηγητής της Σχολής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Μόσχας «Λομονόσοφ» και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσικής Προεδρίας.
Ο Αντρέι Μανοΐλο, έχει ένα εντυπωσιακό βιογραφικό παρά το νεαρό της ηλικίας του, η δε παρουσία του σε κρίσιμα όργανα λήψης αποφάσεων της ρωσικής ηγεσίας, είναι ένα παράδειγμα για τη συμμετοχή νέων επιστημόνων στα ανώτερα στρώματα της πολιτικής, διπλωματικής και στρατιωτικής ελίτ της χώρας.
Ο Αντρέι Βίκτωροβιτς Μανουΐλο, γεννήθηκε το 1975. Το 1998 αποφοίτησε από την Σχολή Φυσικών Επιστημών του Πανεπιστημίου «Λομονόσοφ» της Μόσχας. Την ίδια χρονιά, άρχισε να υπηρετεί στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας (FSB). Τον Ιανουάριο του 1999 αποφοίτησε από την Σχολή Εκπαίδευσης Ανώτερων Στελεχών της FSB Ρωσίας με την ειδικότητα «Επιχειρησιακή Δράση».
Το 1999 – 2003 υπηρέτησε σε αποστολές στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Νορβηγία και την Δανία. Ενώ υπηρετούσε στην FSB ξεκίνησε την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής στην Σχολή Φυσικής του Πανεπιστημίου «Λομονόσοφ» της Μόσχας, την οποία και υποστήριξε επιτυχώς. Το 2001 αναγορεύτηκε υφηγητής στην ειδικότητα «Ο αγώνας κατά των απειλών της κρατικής και κοινωνικής ασφάλειας». Το 2003 ξεκίνησε τις μεταδιδακτορικές του σπουδές στην έδρα Επικοινωνιακής Πολιτικής της Ακαδημίας Κρατικών Στελεχών της προεδρίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Το 2003 έγινε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Ασφάλειας, Άμυνας και Τάξης. Το 2008 υποστήριξε στην Διπλωματική Ακαδημία του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας διατριβή επί καθηγεσία με τίτλο «Ο ρόλος των επικοινωνιακών – ψυχολογικών τεχνολογιών στην επίλυση των σύγχρονων συγκρούσεων». Ένα χρόνο αργότερα, στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας «Λομονόσοφ» υποστήριξε διατριβή επί καθηγεσία με τίτλο «Ο ρόλος των πολιτισμικών μοντέλων και των τεχνολογιών επικοινωνιακής – ψυχολογικής επίδρασης στην επίλυση διεθνών προβλημάτων». Από το 2012 είναι καθηγητής της έδρας Ρωσικής πολιτικής στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Μόσχας «Λομονόσοφ». Έχει γράψει περισσότερες από 90 δημοσιευμένες εργασίες με θέματα γύρω από τη σύγχρονη ρωσική πολιτική, τις διεθνείς σχέσεις, τη διπλωματία, τη διαχείριση πολιτικών κρίσεων, τον φεντεραλισμό, τους επικοινωνιακούς πολέμους, τις ψυχολογικές επιχειρήσεις, τις «έγχρωμες» επαναστάσεις, τις επιδρομές, πολλές από τις οποίες έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Γερμανικά, Φινλανδικά, Λιθουανικά και Φαρσί.
Παράλληλα, είναι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Συμβουλίου Ασφαλείας της προεδρίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Σύμφωνα με τον Μανοΐλο, οι επικοινωνιακοί πόλεμοι είναι μία διεθνής σύγκρουση, η οποία διεξάγεται στο επικοινωνιακό και ψυχολογικό επίπεδο με την χρήση των επικοινωνιακών όπλων. Αναφέρει μάλιστα ως παραδείγματα επικοινωνιακού πολέμου τα Panama Papers και τα πρόσωπα που συνδέονται με αυτά ή το, φημολογοούμενο κατά τον ίδιο, σκάνδαλο με τις κυβερνοεπιθέσεις που είχαν στόχο την ανάμειξη στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Ο ίδιος όμως, προσεγγίζει το ζήτημα με μεγαλύτερη αυστηρότητα, τονίζοντας πως ο επικοινωνιακός πόλεμος είναι μία ένοπλη σύγκρουση στην οποία μπορούν να μετέχουν μόνο κράτη.
Ως προς το ρόλο των ελίτ, ο Μανοΐλο, επιβεβαιώνει πως εντός των ελίτ διεξάγονται επικοινωνιακοί πόλεμο μεταξύ των διαφόρων ομάδων, γιατί παλεύουν για την εξουσία, η οποία έχει πάντα περισσότερους από έναν διεκδικητές. Ωστόσο, οι ελίτ, συνεχίζει, δεν διαθέτουν ούτε το δυναμικό ούτε τους πόρους που απαιτούνται για έναν επικοινωνιακό πόλεμο, γιατί οι στόχοι αυτού του είδους πολέμου είναι οι ίδιοι με εκείνους ενός συμβατικού. Με άλλα λόγια, στόχος του συμβατικού πολέμου είναι η ήττα του αντιπάλου, πράγμα που μπορεί να σημαίνει την φυσική του εξόντωση, είτε την υποταγή του. Ως εκ τούτου είναι τουλάχιστον αστείο, κατά την γνώμη του, να μιλάμε για πολεμική ήττα, όταν αναφερόμαστε στην αντιπαλότητα δύο εχθρικών μεταξύ τους ομάδων μίας ελίτ. Ορθότερο θα ήταν να μιλάμε για επικοινωνιακή αντιπαλότητα, όχι όμως για πόλεμο, λόγω των διαφορετικών μεγεθών.
Η ιδιομορφία του επικοινωνιακού πολέμου, έγκειται στη διαφορά του από τον παραδοσιακό, στον οποίο συμμετέχουν τουλάχιστον δύο πλευρές και είναι εύκολο να διακρίνεις τον αμυνόμενο από τον επιτιθέμενο. Στον επικοινωνιακό πόλεμο, είναι δύσκολος ο προσδιορισμός του αντιπάλου, εφόσον η δράση του συχνά εκτυλίσσεται ως ανώνυμη εκστρατεία. Η επικοινωνιακή επίθεση ή μία επιχείρηση επικοινωνιακού – ψυχολογικού πολέμου μπορεί να προέλθει από «το πουθενά». Επίσημες πηγές της μπορεί να είναι μη κυβερνητικές οργανώσεις ή κάποιες άλλες άτυπες ομάδες πολιτών. Εξίσου δύσκολος είναι ο προσδιορισμός του επιτιθέμενου, των στόχων του, γιατί μπορεί φαινομενικά η επιχείρηση να στρέφεται προς συγκεκριμένους στόχους, στην πραγματικότητα όμως πλήττει άλλους και εξ αντανακλάσεως πλήττει τους πρωτογενείς.
Ως εκ τούτου είναι σημαντικός ο προσδιορισμός του αντιπάλου και η λήψη των κατάλληλων επικοινωνιακών μέτρων, ώστε ο πληθυσμός να αρχίσει να τον αντιμετωπίζει αρνητικά είτε να τον φοβάται πού και ως εκ τούτου να είναι ώριμος να δεχτεί αποφασιστικά μέτρα. Καθοριστικό ρόλο σε τέτοιους είδους επιχειρήσεις διαδραματίζουν παλιά στερεότυπα περί Απόλυτου Καλού και Κακού, ώστε η δαιμονοποίηση του αντιπάλου να δημιουργεί πρόσφορα έδαφος για την ανάπτυξη και εξέλιξη των επικοινωνιακών επιχειρήσεων.
Η Ρωσία από την πλευρά της ακολουθεί τη δική της προπαγανδιστική πολιτική. Τον ρόλο της βασικής προπαγανδιστικής μηχανής έχουν αναλάβει διάφορες δομές των υπηρεσιών ασφαλείας ώστε εγκαίρως να απαντούν στις επικοινωνιακές επιθέσεις της Δύσης. Μόνο που αυτό δεν αρκεί κατά τον Αντρέι Μανοΐλο. Η ρωσική προπαγάνδα δεν είναι ευέλικτη και φαίνεται στα μάτια τρίτων ως χοντροκομμένη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η επίσημη ρωσική προπαγάνδα τα τελευταία χρόνια έχει επικεντρωθεί στην διαμόρφωση μίας τρομακτικής εικόνας της Δύσης, η οποία ύπουλα υποστηρίζει τη διεθνή τρομοκρατία, διεξάγει μυστικές επιχειρήσεις, απειλεί με την διεύρυνση του ΝΑΤΟ κλπ.
Πρόκειται όμως για προπαγάνδα που απευθύνεται στο εσωτερικό κοινό, στον πληθυσμό της ίδιας της Ρωσίας. Αυτό συμβαίνει, προκειμένου να εξασφαλιστεί με κάθε τρόπο η πίστη του πληθυσμού στη ρωσική ηγεσία και η υποστήριξή του στις αποφάσεις της. Οι Η.Π.Α., αντιθέτως, δόμησαν και υλοποιούν την επικοινωνιακή τους πολιτική απευθυνόμενες στο ρωσικό πληθυσμό. Τα λάθη της ρωσικής επικοινωνιακής στρατηγικής εντοπίζονται στην προσπάθεια διαμόρφωσης μίας κοινής εικόνας για όλη τη Δύση ως θεμελιώδη απειλή της ρωσικής ελευθερίας και δημοκρατίας. Το δεύτερο λάθος είναι ότι παρουσιάζει την ίδια την Ρωσία ως ένα πολιορκημένο κάστρο, γύρω από το οποίο υπάρχουν μόνο εχθροί.
Παρά το γεγονός ότι οι επικοινωνιακές επιχειρήσεις ψυχολογικού επηρεασμού έχουν μεγάλη αξία στην σύγχρονη γεωπολιτική διελκυστίνδα, τα λεγόμενα troll ως εργαλείο προπαγάνδας, έχουν περιορισμένης εμβέλειας επιρροή, κρίνει ο Μανοΐλο και αυτό γιατί απλά ειρωνεύονται από μακριά τον αντίπαλο, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία ενός κλίματος υποτίμησης των πραγματικών του δυνατοτήτων.
Η ρωσική πλευρά έχει πλήρη συνείδηση των διαφορών της στους επικοινωνιακούς πολέμους σε σχέση με την αμερικανική. Μια κλασική επικοινωνιακή επιχείρηση των Αμερικανών, σχεδιάζεται και υλοποιείται από ένα ολόκληρο σύστημα, στο οποίο εν μέρει συμμετέχουν και οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας από κοινού με το Υπουργείο Εξωτερικών. Πρόκειται για έναν τεράστιο μηχανισμό που λειτουργεί σε εξαιρετικό οργανωτικό και τεχνολογικό επίπεδο. Μπορεί να σχεδιάζει και να υλοποιεί επιχειρήσεις, στις οποίες συμμετέχει ένας τεράστιος αριθμός εκτελεστικών στελεχών ταυτόχρονα. Απεναντίας, η ρωσική πλευρά υστερεί, λειτουργεί ερασιτεχνικά και αυτοσχεδιάζει. Για τον λόγο αυτό η σημερινή ρωσική ηγεσία έχει επιταχύνει τους ρυθμούς οικοδόμησης ενός αντίστοιχου μηχανισμού, συνειδητοποιώντας ότι μόνο έτσι μπορεί διατηρήσει τις θέσεις της ή και να τις επεκτείνει στη διεθνή σκηνή. Έτσι, εξηγείται η μαζική πρόσληψη στελεχών διαφόρων επιστημών και ειδικοτήτων στις μυστικές υπηρεσίες αλλά και το ρωσικό ΥΠΕΚ τα τελευταία χρόνια, καθώς και οι διαρκείς οργανωτικές αλλαγές σε αυτές τις υπηρεσίες.
Η ρωσική πλευρά, θεωρεί πως στο σύγχρονο επικοινωνιακό πόλεμο είναι η αμυνόμενη πλευρά. Αυτό την υποχρεώνει να αναστοχάζεται διαρκώς την εμπειρία που έχει αποκτήσει, αλλά και να «δανείζεται» τεχνικές και μεθόδους από τους Αμερικανούς. Χαρακτηριστική είναι η επιχείρηση κατά των δυτικών αθλητών και την WADA που πραγματοποιήθηκε μέσω μίας ιστοσελίδας παρόμοιας με τα Wikileaks.
Κατά τον Αντρέι Μανοΐλο, είναι αδύνατον να διεξάγεις μία επικοινωνιακή επιχείρηση χωρίς να αφήσεις ίχνη. Αυτό σου δίνει τη δυνατότητα, μέσω ενός κατάλληλου μηχανισμού και των αντίστοιχων αλγορίθμων να δημιουργήσεις ένα σύστημα παρακολούθησης, καταγραφής και προσδιορισμού του χρόνου έναρξης, των στόχων και των παράπλευρων απωλειών. Σε δεύτερο στάδιο, μπορείς να σχεδιάσεις και να εξαπολύσεις την δική του αντεπίθεση. Βέβαια, αναγνωρίζει πως η αμυνόμενη πλευρά, έχει λιγότερες πιθανότητες να ανατρέψει την κατάσταση, αφού είναι υποχρεωμένη να απολογείται και να δικαιολογείται, πράγμα που την κάνει να χάνει πολύτιμο χρόνο.
Για την Ρωσία, ο μεγάλος αντίπαλος είναι οι Η.Π.Α. οι οποίες κατέχουν σχεδόν μονοπωλιακή θέση στο τομέα διεξαγωγής επικοινωνιακών επιχειρήσεων. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των «έγχρωμων επαναστάσεων». Οι Αμερικανοί, κατά την ρωσική ηγεσία, διεξάγουν πολύπλοκες και πολυεπίπεδες επικοινωνιακές επιχειρήσεις, με πολλαπλούς στόχους, διαφορετικής έκτασης που καταλήγουν σχεδόν πάντα σε ένα περίπλοκο σχήμα. Το πλεονέκτημά τους είναι η τεράστια εμπειρία που διαθέτουν, τα άπειρα σενάρια που έχουν επεξεργαστεί, το σχεδόν οικουμενικό μοντέλο που έχουν επιβάλει.
Στην δεύτερη θέση είναι οι Γάλλοι, οι οποίοι όμως σπανίως διεξάγουν τέτοιου είδους επιχειρήσεις κατά της Ρωσίας, αφού από την εποχή του Ντε Γκολ υπάρχει ένα ιδιαίτερο modus viventi.
Η Γερμανία λειτουργεί με μεγαλύτερη λεπτότητα και διακριτικότητα. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στις αρχές του 21ου αιώνα, όταν δεν είχε ακόμη διευκρινιστεί αν η Ρωσία θα συνεχίσει την διαλυτική της πορεία ή αν θα αλλάξει πολιτική, στην περιοχή του Καλίνινγκραντ, υπήρχαν εν ενεργεία πράκτορες πολλών ξένων υπηρεσιών, εκτός της Γερμανικής, πράγμα που δείχνει τις ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Για τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, η Ρωσία θεωρεί πως είναι ιδανικές για τη διαρροή πληροφοριών και υλικού που έχουν ετοιμάσει οι Αμερικανοί.
Η ρωσική πλευρά, θεωρεί πως πρέπει να περάσει στην επικοινωνιακή αντεπίθεση. Αυτό δεν αφορά μόνο στους μεγάλους διεθνείς ειδησεογραφικούς της οργανισμούς όπως το Russia Today και Sputnik, αλλά πιο εξειδικευμένες επιχειρήσεις όπως για παράδειγμα, η περίπτωση της διεθνούς τρομοκρατίας. Έτσι, ενώ μέχρι πριν μερικά χρόνια τα εθνοτικά προβλήματα στον Βόρειο Καύκασο παρουσιάζονταν σαν αποσχιστικά κινήματα, η ρωσική πλευρά, εντασσόμενη στη διεθνή κοινότητα και στον αγώνα κατά της διεθνούς τρομοκρατίας, άρχισε να παρουσιάζει δημοσίως συλληφθέντες μαχητές της Αλ Κάιντα στην Τσετσενία και τις όμορες δημοκρατίες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χαλαρώσουν οι πιέσεις προς την ρωσική ηγεσία για μια ειρηνική και δημοκρατική διευθέτηση των προβλημάτων της περιοχής.
Βασικός στόχος της σύγχρονης ρωσικής επικοινωνιακής στρατηγικής είναι η αποτροπή εκδήλωσης επικοινωνιακών επιθέσεων όταν αυτές βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της επεξεργασίας και προετοιμασίας. Συγκυριακά, η ρωσική πλευρά αντιλαμβάνεται πως οι Η.Π.Α. σήμερα είναι πολύ απασχολημένες με τον εσωτερικό επικοινωνιακό τους πόλεμο μεταξύ διαφορετικών τμημάτων της ελίτ και στόχο τον Ντόναλντ Τραμπ.
Έχει, ωστόσο, ενδιαφέρον να δούμε πως αντέδρασε η ρωσική ελίτ στην υπόθεση με τα Panama Papers. Δεδομένης της ύπαρξης χιλιάδων συμμετοχών σε offshore που ανήκουν σε επιφανή μέλη της ρωσικής ελίτ, η τελευταία αντέδρασε σπασμωδικά, σχηματίζοντας δύο διαφορετικές μεταξύ τους ομάδες: η πρώτη που έσπευσε να υπογραμμίσει την αναγκαιότητα διευθέτησης των σχέσεων της Ρωσίας με την Δύση και την μείωση της έντασης και, η δεύτερη, η οποία υιοθέτησε μία ηρωικού τύπου υστερία, ζητώντας σκλήρυνση της στάσης και επιδείνωση των σχέσεων.
Εκείνο όμως που πραγματικά συγκλονίζει τον παρατηρητή είναι η ανάλυση του κύματος διαδηλώσεων διαμαρτυρίας κατά της διαφθοράς στη Ρωσία τους τελευταίους μήνες. Σύμφωνα με την ρωσική σχολή σκέψης, πρόκειται για μια αμερικανικής εμπνεύσεως επικοινωνιακή επιχείρηση που αντλεί τα διδάγματα και την εμπειρία της από τις «έγχρωμες επαναστάσεις» της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Σύμφωνα με αυτή την ανάλυση, εντοπίζονται δύο ιδιαιτερότητες: η πρώτη είναι ότι κατάφεραν να ενώσουν τις διαμαρτυρίες σε πολλές πόλεις κάτω από το σύνθημα του αγώνα κατά της διαφθοράς και με τον ίδιο συμβολισμό, και η δεύτερη, ότι η αστυνομία συμπεριφέρθηκε με πολλή προσοχή, πράγμα που έκανε τους χιλιάδες νέους να πιστέψουν ότι μπορούν να συμμετέχουν σε μη εγκεκριμένες από τις αρχές διαδηλώσεις ατιμωτητί. Τέλος, η επιλογή του Ντμίτρι Μεντβέντεφ ως στόχου της επικοινωνιακής αυτής επιχείρησης, οφείλεται στο χαμηλό ποσοστό δημοτικότητας του, μόλις 12%, πράγμα που σημαίνει ότι εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε αποδιοπομπαίο τράγο.
Τα πολλά ανοιχτά επικοινωνιακά μέτωπα, η φιλόδοξη εξωτερική πολιτική, η συνεχιζόμενη εσωτερική οικονομική κρίση, υποχρεώνουν αυτή την περίοδο την Ρωσία, να εντείνει τις επικοινωνιακές – ψυχολογικές της επιχειρήσεις εναντίον της Δύσης συνολικά, αλλά και μεμονωμένων χωρών ειδικότερα. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτόν τον τομέα έχει αναλάβει το Υπουργείο Άμυνας που λειτουργεί ως «θερμοκοιτίδα» δημιουργίας δομών και μηχανισμών επικοινωνιακού πολέμου, ενώ οι υπόλοιπες μυστικές υπηρεσίες της χώρας αντιλήφθηκαν πως πρέπει να παραμερίσουν τις επί μέρους μεταξύ τους διαφορές και να ενταχθούν σε ένα ενιαίο σύστημα, ώστε να είναι αποτελεσματικό.
Ιδιαίτερο ρόλο, όπως πάντα, έχει η FSB, η οποία ανέλαβε τη δημιουργία παρατηρητηρίου του επικοινωνιακού χώρου, με αποστολή την πρόληψη και καταστολή επικοινωνιακών επιχειρήσεων που στοχεύουν στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για «έγχρωμες επαναστάσεις». Ανάλογες επιχειρήσεις διεξάγει και η νεοσύστατη Εθνική Φρουρά. Προφανώς όλες αυτές οι κινήσεις θα συγκλίνουν στην δημιουργία ενός υπερ-μηχανισμού, οι διαστάσεις του οποίου είναι δύσκολο να προβλεφθούν σε αυτό το στάδιο.