Συμπληρώθηκαν αυτές τις ημέρες 20 χρόνια από τη στιγμή που ο Βλαντίμιρ Πούτιν έλαβε το δαχτυλίδι της διαδοχής από τον εξαντλημένο σωματικά και πνευματικά Μπορίς Γιέλτσιν. Η διαδοχή αυτή ήταν η νομοτελειακή κατάληξη του πλήρους μετασχηματισμού του παλαιού κομματικού μηχανισμού του ΚΚΣΕ και των μυστικών υπηρεσιών, κυρίως της μετεξέλιξης της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ στη νέα της μορφή FSB, στη νέα, μετακομμουνιστική ελίτ της χώρας. Σήμερα, ο Ρώσος πρόεδρος είναι ένας από τους μακροβιότερους ηγέτες, ενώ με τη λήξη της θητείας του το 2024 θα είναι ο μοναδικός στην Ευρώπη ως προς τα χρόνια παραμονής του στην εξουσία. Εκείνο, ωστόσο, που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι η εικοσαετία αυτή κλείνει για τη Ρωσία τον μεγάλο ιστορικό κύκλο που ξεκίνησε με την επανάσταση του 1905 και με μία σειρά μικρότερων κύκλων ρήξεων και παλινορθώσεων, έφτασε στον 21ο αιώνα.

Το 2000 ήταν μία χρονιά που έβρισκε τη Ρωσία αποδυναμωμένη οικονομικά και πολιτικά. Αξίζει απλά να αναφέρουμε πως μόλις πριν δύο χρόνια, το 1998 η ρωσική οικονομία είχε καταρρεύσει, ενώ η ανεπούλωτη πληγή του πολέμου της Τσετσενίας συνέχιζε να αιμορραγεί τόσο στα πολεμικά θέατρα, όσο και στην εσωτερική τρομοκρατία. Ταυτόχρονα, ήταν η περίοδος απότομης μείωσης των τιμών των ενεργειακών πρώτων υλών, γεγονός που επιβάρυνε ακόμη περισσότερο την οικονομία, αλλά και την κοινωνική συνοχή της χώρας. Τα δύο αυτά γεγονότα έκλεισαν τον μικρό ιστορικό κύκλο που είχε ξεκινήσει με τη διάλυση της ΕΣΣΔ στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Αναλαμβάνοντας τα ηνία της χώρας, ο Βλαντίμιρ Πούτιν δήλωνε στόμφο πως «το μέλλον της χώρας, η κατάσταση και η ποιότητα της ρωσικής οικονομίας κατά τον 21ο αιώνα, θα εξαρτηθεί κατά κύριο λόγο από την πρόοδο που θα επιτευχθεί στους τομείς της υψηλής τεχνολογίας και την οικονομία της γνώσης», ενώ λίγο παρακάτω σημείωνε με νόημα «Σήμερα είμαστε υποχρεωμένοι να δηλώσουμε άπαξ δια παντός πως ο Ψυχρός πόλεμος έχει τελειώσει οριστικά. Θα απορρίψουμε τα στερεότυπα και τις φιλοδοξίες του παρελθόντος και από τώρα και στο εξής από κοινού θα εργαστούμε για ην ασφάλεια του πληθυσμού της Ευρώπης και το κόσμου συνολικά». (http://www.ng.ru/politics/1999-12-30/4_millenium.html).

Η αίσθηση που είχαν δημιουργήσει αυτές, και άλλες, δηλώσεις το Βλαντίμιρ Πούτιν, την εποχή εκείνη δημιούργησαν την εντύπωση πως οι επερχόμενες δεκαετίες θα είναι για τη Ρωσία ένας νέος Χρυσός αιώνας, κατά τη διάρκεια του οποίου η χώρα θα ανακτήσει το χαμένο έδαφος και θα ξαναγίνει μία από τις ηγέτιδες δυνάμεις σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο στον κόσμο.

Η εξέλιξη της ιστορίας κατά την τελευταία εικοσαετία δικαίωσαν τους σκεπτικιστές και απογοήτευσαν τους αισιόδοξους.Επιχειρώντας μία αποτίμηση της πολιτικής του Βλαντίμιρ Πούτιν στις παρακάτω γραμμές, θα προσπαθήσουμε, τουλάχιστον αδρά, να περιγράψουμε τα επιτεύγματα ή τις αποτυχίες του σε ορισμένους τομείς κλειδιά της σημερινής Ρωσίας.

Ως προς την κατάσταση της οικονομίας της Ρωσίας στις αρχές της δεκαετίας 2000-2010 θα πρέπει αρχικά να σημειώσουμε το χαμηλό κόστος της εργατικής δύναμης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ρωσικής Στατιστικής Υπηρεσίας, ο μέσος μισθός το 2000 ήταν 78 δολάρια το μήνα. Την ίδια στιγμή οι τιμές των ενεργειακών πρώτων υλών στη Ρωσία ήταν 7 με 10 φορές χαμηλότερες της Ευρώπης. Οι δύο αυτές συνθήκες καθιστούσαν αδήριτη την ανάγκη προσέλκυσης ξένων επενδύσεων. Η Ρωσία έπρεπε απλά να μιμηθεί ή, αν θέλετε, να υιοθετήσει το μοντέλο των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης, οι οποίες στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του νέου αιώνα, κατάφεραν να μετασχηματίσουν την οικονομία τους και να ενισχύσουν τη βιομηχανική τους βάση. Το παράδειγμα της Škoda και του εκσυγχρονισμού των εργοστασίων της είναι χαρακτηριστικό.

Η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν ωστόσο, πήρε τον αντίθετο δρόμο. Η πολιτική που υιοθέτησε δεν ήταν άλλη από την επιβολή περιορισμών στην πρόσβαση των ξένων κεφαλαίων στους στρατηγικούς τομείς της βιομηχανίας και της οικονομίας εν γένει. Οι πρώτες αποφάσεις του νέου προέδρου αφορούσαν την επανεθνικοποίηση των επιχειρήσεων που είχαν ιδιωτικοποιηθεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Αντί να αυξήσει τους φόρους των εταιρειών που ανήκαν στους Ρώσους ολιγάρχες, η νέα εξουσία εγκαινίασε πολιτική εξαγοράς τους, αυξάνοντας διαρκώς την αξία τους.

Αρκεί να θυμίσουμε την εξαγορά της ΤΗΚ-ΒΡ κόστισε στο ρωσικό κράτος 61 δισεκατομμύρια δολάρια το 2013. Ουσιαστικά όμως έτσι είχαμε μία περίεργη ανακατανομή του πλούτου, κατά την οποία τα έσοδα από τη φορολογία του ανταγωνιστικού τομέα της οικονομίας, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού κατευθύνονταν στην εξαγορά επιχειρήσεων πρώτων υλών και σε επενδύσεις αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Αυτό είχε μία απλή μα και συνάμα καταστροφική συνέπεια στη ρωσική οικονομία: στις αρχές της δεκαετίας του 2010 το μερίδιο των πρώτων υλών στις ρωσικές εξαγωγές έφτασε στο δυσθεώρητο ύψος του 79-80%, όταν κατά την περίοδο της ΕΣΣΔ και συγκεκριμένα το 1989 ήταν μόλις 50,4% (αναλυτικές πληροφορίες μπορεί ο αναγνώστης να βρει εδώ: http://istmat.info/files/uploads/18164/vneshnie_ekonomicheskie_svyazi_sssr_v_1990_g.pdf) Ουσιαστικά, η Ρωσία επέλεξε να γίνει ο ενεργειακός τροφοδότης όχι μόνο της Ευρώπης, αλλά και ολόκληρου του κόσμου, ιδίως μετά την πολυετή συμφωνία πώλησης φυσικού αερίου στην Κίνα πριν λίγα χρόνια. (Σχετικά με την εν λόγω συμφωνία βλέπε: https://tass.ru/ekonomika/1560521) (Σχετικά με το εξωτερικό εμπόριο βλέπε: https://russian-trade.com/reports-and-reviews/2016-01/vneshnyaya-torgovlya-rossii-v-2011-godu/) .

Η πολιτική σύνδεσης της ρωσικής οικονομίας με τις εξαγωγές πρώτων υλών όμως οδήγησε στη ραγδαία αποβιομηχανοποίηση της, με αποτέλεσμα την απότομη μείωσης της ζήτησης σε εκπαιδευμένα και εξειδικευμένα στελέχη, τα οποία θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την ανάπτυξη της οικονομίας και της χώρας. Σύμφωνα με διάφορους υπολογισμούς, από το 2000 μέχρι το 2018 έκλεισαν δεκάδες χιλιάδες βιομηχανικές επιχειρήσεις (οι αριθμοί κυμαίνονται από 16.000 έως 30.000), στις οποίες εργάζονταν περισσότεροι από 13.000.000 άνθρωποι. Το 2017 ο αριθμός των εργαζομένων στην μεταποιητική βιομηχανία της Ρωσίας ήταν 9.900.000 άνθρωποι, ποσοστό υποδιπλάσιο των 21.700.000 ανθρώπων που απασχολούνταν στον συγκεκριμένο τομέα το 1989 (βλέπε σχετικά https://www.gks.ru/bgd/regl/b15_11/IssWWW.exe/Stg/d01/06-04.htm και http://istmat.info/files/uploads/15863/narhoz_rsfsr_1990_mater._proizvodstvo.pdf). Ένα άλλο χαρακτηριστικό της οικονομίας αυτής της περιόδου ήταν η χαμηλή παραγωγικότητα. Πολλές από τις επιχειρήσεις αυτές όντως ήταν μη ανταγωνιστικές, ωστόσο ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό κανενός να βγουν σε πλειστηριασμό και να πωληθούν σε ξένους αλλοδαπούς. Σημαντική παράμετρος στην πολιτική αποθάρρυνσης των ξένων επενδύσεων ήταν η μη παροχή κρατικών εγγυήσεων για την επανεπένδυση των κεφαλαίων σε νέες τεχνολογίες και εξοπλισμό. Κοντολογίς, η πολιτική επιλογή ήταν η απλοποίηση της δομής της παραγωγής και η αύξηση της εξάρτησης από τις εισαγωγές. Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα την ερήμωση ολόκληρων πόλεων, οι οποίες κατά το παρελθόν ήταν σημαντικά βιομηχανικά κέντρα. Ουσιαστικά, το κύριο τμήμα των βιομηχανιών της Ρωσίας καταστράφηκε όχι κατά τη διάρκεια της «καταραμένης δεκαετίας του 1990», όπως ισχυρίζεται η προπαγάνδα του Κρεμλίνου τα τελευταία χρόνια, αλλά κατά τη διάρκεια της πρώτης εικοσαετίας του 21ου αιώνα.

Η αποβιομηχανοποίηση της οικονομίας και η ερήμωση των πόλεων, ήταν μέρος μίας «πολιτικής» η οποία δύσκολα μπορεί να κατανοηθεί από τον δυτικό παρατηρητή και συγκεκριμένα η παντελής αδιαφορία για τις υποδομές της χώρας, αλλά και της αξιοποίησης των τεράστιων εκτάσεων της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι από το 2000 μέχρι το 2010 έκλεισαν περίπου 700 αεροδρόμιο της Ρωσίας ( βλέπε σχετικά: https://newizv.ru/article/general/29-12-2017/vo-vsey-rossii-aeroportov-ostalos-menshe-chem-na-alyaske) Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος σημειώνουμε πως το 1991 στη Ρωσία λειτουργούσαν 1450 αεροδρόμια, ενώ το 2017 μόνο 228, τη στιγμή που μόνο στην Αλάσκα υπάρχουν 282 αεροδρόμια σε λειτουργία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η εσωτερική επιβατική κίνηση να είναι μικρότερη της διεθνούς. Ως προς τους εθνικούς δρόμους, η Στατιστική Υπηρεσία κατέφυγε στο τέχνασμα να προσμετράει τους δρόμους των πόλεων, προκειμένου να «βελτιώσει» τους στατιστικούς δείκτες. Η πολιτική των υποδομών εστιάστηκε μόνο στη Μόσχα, λιγότερο στην Πετρούπολη και στα δυτικά σύνορα, ενώ ιδιαίτερη φροντίδα επέδειξαν οι αρχές σε γεωγραφικές περιοχές με ιδιαίτερη συμβολική φόρτιση όπως το Σότσι λόγω των Ολυμπιακών αγώνων, η Τσετσενία λόγω της ιδιαίτερης θέσης και σχέσης που έχει στο ομοσπονδιακό σύστημα διοίκησης, της Κριμαίας για προφανείς λόγους και το Βλαδιβοστόκ ως πύλης της Ανατολής).

Εξίσου απογοητευτική είναι η κατάσταση στις ρωσικές περιφέρειες, κύριο χαρακτηριστικό των οποίων είναι ο θάνατος των αγροτικών κοινοτήτων. Από το 2000 μέχρι σήμερα, έχουν εξαφανιστεί από το χάρτη περισσότερα από 30.000 χωριά, ενώ σήμερα περίπου 10.000 χωριά έχουν μέχρι 8 κατοίκους. Αντίστοιχη ήταν η μείωση του πληθυσμού σε πόλεις με πληθυσμό από 50.000 μέχρι 200.000. Η μείωση αυτή αγγίζει πολλές φορές το 75%. Η περιοχή της ρωσικής Άπω Ανατολής είναι η πρωταθλήτρια στην εσωτερική μετανάστευση.

Η κατάσταση στη διαχείριση των βιομηχανικών, πυρηνικών και άλλων αποβλήτων, δεν δημιουργεί αισιοδοξία. Τα τελευταία χρόνια οι ρωσικές υποδομές βρίσκονται πολύ κοντά στην κατάρρευση. Τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι απαξιωμένα κατά 70%, των δικτύων θέρμανσης κατά 75% (βλέπε σχετικά: https://newsland.com/user/4297655705/content/iznos-elektrosetevoi-infrastruktury-v-rossii-masshtaby-i-perspektivy/6096567). Μόλις το 52% των συγκοινωνιακών δικτύων τοπικού χαρακτήρα μπορούν να χαρακτηριστούν κατάλληλες για οδικές μεταφορές.

Το πρόβλημα του ανθρώπινου δυναμικού της Ρωσίας έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις. Εκτός από τη μετανάστευση και το brain drain η χώρα αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα ως προς την ψυχική και σωματική υγεία του γενικού πληθυσμού. Από το 2000 έως το 2018 ο αριθμός των ασθενών με HIV αυξήθηκε κατά 12 φορές και σήμερα είναι καταγεγραμμένοι 1,.060.000 άνθρωποι, αριθμός που είναι πολύ κοντά στο να χαρακτηριστικό ως επιδημία. Ωστόσο, οι δαπάνες στον τομέα της υγείας παραμένουν εξαιρετικά χαμηλές. Το 2019 το ρωσικό κράτος δαπάνησε μέσω του κρατικού προϋπολογισμού και των ασφαλιστικών ταμείων 23,200 ρούβλια, δηλαδή 330 ευρώ. Το ποσό αυτό είναι κατά 14,2 φορές μικρότερο από την αντίστοιχη κρατική δαπάνη στη Γερμανία και κατά 29 φορές μικρότερο του αντίστοιχου ποσού στις Η.Π.Α. (σχετικά με τις δημόσιες δαπάνες για την υγεία στη Ρωσία βλέπε: (https://vademec.ru/news/2018/07/09/raskhody-federalnogo-byudzheta-na-zdravookhranenie-sokratyatsya-v-2019-godu/).

Το θέμα της μείωσης των δαπανών για την υγεία του πληθυσμού είχε, όπως ήταν φυσικό, επιπτώσεις στη μείωσή του. Παρά τις αυξημένες μεταναστευτικές ροές και χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν μας τον πληθυσμό της Κριμαίας, από το 2000 μέχρι το 2019, ο γενικός πληθυσμός της Ρωσίας μειώθηκε κατά 2.700.000 άτομα. Οι ειδικοί επισημαίνουν το ανησυχητικό φαινόμενο του θανάτου από ναρκωτικά που έχει λάβει ενδημικές διαστάσεις μεταξύ του αστικού πληθυσμού.

Την ίδια στιγμή για κάποιο λόγο οι αρχές μειώνουν τις εισαγωγές φαρμακευτικών σκευασμάτων αντιμετώπισης του HIV, προτείνοντας ως αντίδοτο την υιοθέτηση υγειούς και ηθικού τρόπου ζωής, σύμφωνα με τις χριστιανικές παραδόσεις της χώρας.

Τέλος από το 2000 μέχρι σήμερα μειώθηκε κατά 2 φορές ο αριθμός των νοσοκομείων και κατά 40% ο αριθμός των πολυκλινικών. Το ερώτημα που απασχολεί πολλούς στο δημόσιο διάλογο στο εσωτερικό της Ρωσίας είναι: τι θα γίνει σε λίγο καιρό, όταν λόγω της οικονομικής δυσπραγίας και της εξάντλησης των αποθεματικών του κράτους με το ζήτημα της χρηματοδότησης του δημόσιου συστήματος υγειονομικής περίθαλψης;

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ρωσία, είναι η εκτεταμένη διαφθορά, η οποία έχει λάβει ενδημικές διαστάσεις. Την τελευταία εικοσαετία έχει διαμορφωθεί μία ολιγαρχία των αξιωματούχων, η οποία ανεξέλεγκτα αποκτάει καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ζωή μέσω του ελέγχου των κρατικών εταιρειών. Την ίδια στιγμή, ακριβώς λόγω αυτής της διαφθοράς, η οικονομία της χώρας κάθε άλλο παρά ανταγωνιστική είναι, ανεξάρτητα από τις διαρκείς εισροές χρήματος εν είδη επιχορηγήσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι δαπάνες για τη διαστημική δραστηριότητα της Ρωσίας, όπου από 9,4 δισεκατομμύρια το 2000 έφτασαν τα 260 δισεκατομμύρια ρούβλια το 2019, ενώ ταυτόχρονα μειώθηκαν οι εκτοξεύσεις από 34 σε 22. Η ίδια περίπου κατάσταση παρατηρείται στον τομέα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνικούς σταθμούς. Παρά το γεγονός ότι είχαν προγραμματιστεί 20 νέοι πυρηνικοί σταθμοί, τελικά η Ρωσία κατάφερε να φτιάξει μόνο 12, ενώ το 2010 η κυβέρνηση είχε ανακοινώσει την κατασκευή 60. Οι καθυστερήσεις αυτές δεν μπορούσαν να μην επηρεάσουν την λειτουργία του κεντρικού τομέα της ρωσικής οικονομίας που είναι εκείνος των στρατιωτικών εξοπλισμών. Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα πως η παραγωγή νέων εξοπλιστικών συστημάτων αγγίζει μόλις το 10%-20% των αντίστοιχων σοβιετικών. Η Ρωσία σήμερα διαθέτει μόνο ένα πυρηνοκίνητο αεροπλανοφόρο, το οποίο μετράει ήδη 30 χρόνια ζωής, από τα οποία μόλις τα 6 ήταν αξιόπλοο. Το «Ναύαρχος Κουζνετσόφ» για δεύτερη φορά υπέστη ανυπολόγιστες ζημιές, όχι κατά τη διάρκεια πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά κατά τη διαδικασία εκσυγχρονισμού του, ενώ το μοναδικό καταδιωκτικό της γενιάς 4+ κατέπεσε κατά τη διάρκεια των δοκιμών του.

Σε άμεση συνάφεια με τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, είναι το θέμα της υστέρησης που παρουσιάζει η Ρωσία στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας και της Τεχνητής Νοημοσύνης. Το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ανάπτυξη των δύο αυτών ζωτικών κλάδων είναι η γραφειοκρατία και η ανάμειξη των μυστικών υπηρεσιών της χώρας, οι οποίες θέλουν να επιβάλουν ασφυκτικό έλεγχο.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του νέου για το «Ρωσικό διαδίκτυο», δηλαδή για την προσπάθεια απομόνωσης της χώρας από το WEB. Κατά την πρόσφατη δοκιμή του συστήματος, κατέρρευσαν μαζικά ιστοσελίδες δημοσίων υπηρεσιών, προκαλώντας προβλήματα στις σιδηροδρομικές μεταφορές, τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος και αλλού. Ο «ηγεμονικός» ρόλος των μυστικών υπηρεσιών στους κλάδους αυτούς αποθαρρύνει τόσο τις ξένες όσο και τις εγχώριες επενδύσεις με αποτέλεσμα όχι μόνο την υστέρηση της Ρωσίας έναντι των διεθνών ανταγωνιστών της, αλλά και την διαρκή διαρροή υψηλού επιπέδου ειδικών που αναζητούν μία καλύτερη ζωή στις χώρες της Δύσης.

Στη διαρροή του ανθρώπινου δυναμικού, έρχεται να προστεθεί η διαρκής εκροή κεφαλαίων από τη Ρωσία. Ενδεικτικοί είναι οι αριθμοί: από το 2009 μέχρι το 2019 είχαμε εκροή κεφαλαίων ύψους 780 δισεκατομμυρίων δολαρίων, όταν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας οι εκροές είχαν περιοριστεί στα 120 δισεκατομμύρια. Η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στο νόμο, σύμφωνα με τον οποίο επιβλήθηκε φόρος ύψους 9% στα μερίσματα που καταβάλλονται σε ξένους επενδυτές και συγκεκριμένα στους μετόχους Offshoreεταιρειών, οι οποίες φέρονται ιδιοκτήτες ρωσικών περιουσιακών στοιχείων. Ο εν λόγω νόμος καταργήθηκε το 2015, ωστόσο η ζημιά είχε ήδη γίνει, το επενδυτικό κλίμα είχε διαταραχθεί και έτσι δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα μέχρι σήμερα.

Η Ρωσία είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που επιτρέπει στον εαυτό της ιλιγγιώδεις δαπάνες σε δύο τομείς: στον στρατιωτικό τομέα δαπανά το 4.5% του Α.Ε.Π. της, ενώ λίγο μεγαλύτερες είναι οι δαπάνες, στο 4.7% για τις μυστικές της υπηρεσίες. Τέτοιου ύψους δαπάνες δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους οι βασικοί ανταγωνιστές της, όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ, παρά το γεγονός πως οι δύο τελευταίες καταγράφουν σημαντική σταθερότητα και ανάπτυξη των οικονομιών τους.

Η Ρωσία θεωρεί πως βασική αποστολή του κράτους είναι η ασφάλεια του από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, βασική προσταγή του δόγματος «Η Ρωσία νησί». Ας δούμε όμως τι πραγματικά ισχύει: οι πύραυλοι «Προτόν» που χρησιμοποιούνται για την εκτόξευση δορυφόρων είναι της γενιάς του 1960. Το τελευταίο στρατηγικό βομβαρδιστικό της Ρωσίας, το TU-22Mέχει κατασκευαστεί το 1993. Το SU-57 δεν είναι τίποτα άλλο παρά βελτιωμένο μοντέλο του SU-47 που κατασκευάστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Ο πολυδιαφημισμένος πύραυλος «Ανγκάρα» είναι εξελιγμένο σοβιετικό μοντέλο του προγράμματος «Άμπατρος» της περιόδου 1987-1991. Τέλος, ως προς την αποτελεσματικότητα των μυστικών της υπηρεσιών και ιδίως της Ρωσικής Στρατιωτικής Κατασκοπίας, διάφορες αποτυχημένες μυστικές επιχειρήσεις και η ανακάλυψη των πρακτόρων από επιμελείς δημοσιογράφους, οι οποίοι χρησιμοποίησαν υλικό ελεύθερης πρόσβασης από το Διαδίκτυο για να τους εντοπίσουν και ταυτοποιήσουν, μαρτυράει μάλλον για την κατώτερη των προσδοκιών αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών αυτών.

Το 2011 εγκρίθηκε το Κρατικό Πρόγραμμα Εξοπλισμών, διάρκειας μέχρι το 2020 και συνολικού κόστους 1,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Στόχος αυτού του προγράμματος είναι να ανανεωθούν σε ποσοστό 70% οι εξοπλισμοί των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, πράγμα που σημαίνει ριζικό εκσυγχρονισμό όχι μόνο των τελευταίων, αλλά και ολόκληρου του στρατιωτικού βιομηχανικού συμπλέγματος της οικονομίας, το οποίο παραδοσιακά, άλλωστε, κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας. Το προηγούμενο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, 2006 – 2015, κρίθηκε επιτυχημένο μερικώς, παρόλο που είχε χρηματοδοτηθεί με 5 τρισεκατομμύρια ρούβλια. Η χρηματοδότηση του νέου προγράμματος ανέρχεται σε 19 τρισεκατομμύρια, πράγμα που ανάγκαζε τον πρόεδρο της χώρας να δηλώσει πως «είναι τρομακτική και μόνο η προφορά αυτού του αριθμού». Σύμφωνα με το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού 2006 – 2015 οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις έπρεπε να παραλάβουν και να θέσουν σε επιχειρησιακή ετοιμότητα πέντε ταξιαρχίες πυραυλικών συστημάτων «Iskander», 116 νέα πολεμικά αεροσκάφη, 156 ελικόπτερα διαφόρων τύπων, 18 συστοιχίες αντιαεροπορικών συστημάτων S-400, 24 πλοία επιφανείας διαφόρων τύπων, επτά πυρηνικά υποβρύχια τύπο 995 και άλλα έξι υποβρύχια μη στρατηγικού χαρακτήρα. Αντ’ αυτών, μέχρι το 2011 οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις παρέλαβαν: μία ταξιαρχία Iskander, 22 πολεμικά αεροσκάφη, 60 ελικόπτερα, τέσσερις συστοιχίες S-400, δύο πλοία επιφανείας, ένα πυρηνικό υποβρύχιο και κανένα συμβατικό υποβρύχιο.

Αυτή ήταν η αιτία, για την οποία η ηγεσία του Κρεμλίνου, αποφάσισε να αναθεωρήσει το πρόγραμμα εξοπλισμών και να  εγκρίνει ένα καινούργιο πέντε χρόνια πριν την λήξη του προηγούμενου. Σοβαρά προβλήματα αντιμετωπίζει ο κλάδος λόγω των κυρώσεων που έχει επιβάλει η Δύση στην Ρωσία. Αυτό δημιουργεί προβλήματα συμβατότητας σε πολλά εξοπλιστικά προγράμματα. Σήμερα, 640 είδη ρωσικών εξοπλισμών, χρησιμοποιούν εξαρτήματα και ανταλλακτικά που κατασκευάζονται στις χώρες του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το πρόγραμμα, το 2025 ο αριθμός αυτός θα φτάσει τα 826. Ωστόσο, το 2016 παρά τις υπογεγραμμένες συμβάσεις οι εταιρείες που βρίσκονται σε χώρες του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους μόνο για 7 εξαρτήματα από τα 127. Αυτό υποχρεώνει την Ρωσία να επαναπροσανατολίσει τον κλάδο της πολεμικής της βιομηχανίας, να δαπανήσει τεράστια ποσά και χρόνο, στοιχεία που προφανώς δεν διαθέτει λόγω του διαρκώς αυξανόμενου ανταγωνισμού.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά το 2014 και τις κυρώσεις, ιδίως όμως η ρήξη στις σχέσεις με την Ουκρανία, η οποία ήταν ο κύριος κατασκευαστής τουρμπινών για πολεμικά πλοία και ένας από τους τρεις παίκτες που μονοπωλούν την διεθνή αγορά. Η προσπάθεια να επιλυθεί το πρόβλημα με την ανάθεση της παραγγελίας στη ρωσική εταιρεία «Saturn» είχε ως αποτέλεσμα οι τουρμπίνες να έχουν υποδιπλασία ισχύ των ουκρανικών. Αντίστοιχο είναι το πρόβλημα με τους ουκρανικές κατασκευής κινητήρες για πολλά είδη ελικοπτέρων, όπως τα ΤΒ3-117, ΒΚ-25000, D-136, αλλά και τα Mi-8, Mi-14, Mi-17, Mi-171.

Τέλος, στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, ο Ρώσος πρόεδρος έχει να επιδείξει την διατάραξη των σχέσεών του με παραδοσιακά φίλιες χώρες όπως η Ουκρανία και η Γεωργία, ενώ τα παραδείγματα των δύο αυτών χωρών φαίνεται πως αυξάνουν την επιφυλακτικότητα πολλών νεόκοπων δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας. Η διαβόητη Ευρασιατική Τελωνιακή Ένωση δεν έχει προχωρήσει ουσιαστικά, παραμένει στο πλαίσιο των διακηρύξεων, χωρίς απτά αποτελέσματα. Η πρόσφατη πρόταση «ενσωμάτωσης» της Λευκορωσίας ξύπνησε τις μνήμες του 2014 με την «προσάρτηση» της Κριμαίας, αλλά και την έναρξη των αποσχιστικών εχθροπραξιών στις ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας.

Οι σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκονται, ουσιαστικά, στην κατάψυξη, παρά την εκπεφρασμένη βούληση ορισμένων ηγετών (πχ. Μακρόν και Μέρκελ) να ξεκινήσει ένας διάλογος με στόχο να βρεθούν δίαυλοι επικοινωνίας. Μια πρώτη προσπάθεια ήταν η απόπειρα εφαρμογής της «Φόρμουλας Στάινμαγιερ» για το ζήτημα των ανατολικών περιοχών της Ουκρανίας, μένει όμως να δούμε πως θα εξελιχθεί στη συνέχεια.

Οι σχέσεις με το ΝΑΤΟ διακρίνονται για τις πολικές τους θερμοκρασίες, αφού και οι δύο πλευρές, στα δημοσιοποιημένα και επικαιροποιημένα στρατιωτικά τους δόγματα, θεωρούν τον άλλο ως βασικό εχθρό. Αυτό σημαίνει ότι η Ρωσία θέλοντας και μη θα μπει στον ανταγωνισμό των εξοπλισμών, πράγμα που θα οδηγήσει σε περαιτέρω αιμορραγία της χειμαζόμενης οικονομίας της.

Η ρωσική προεδρία, συνεπικουρούμενη από τη ρωσική ελίτ, γιόρτασε τα 20 χρόνια από την ανάληψη της εξουσίας από τον Πούτιν με την έκδοση ενός λευκώματος με σπάνιες φωτογραφίες του προέδρου για αυτό το διάστημα. Την ίδια στιγμή ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του Κρεμλίνου ενισχύει με κάθε τρόπο την κυρίαρχη ιδεολογία που στηρίζεται στο ρωσικό εθνικισμό, την χριστιανική θρησκεία, όπως την κατανοούν οι Ρώσοι και το μοντέλο της αυταρχικής διακυβέρνησης. Το αν αυτό θα φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα είναι κάτι που μόνο στο μέλλον θα πάρουμε την απάντηση.

πηγή κεντρικής φωτογραφίας

.