Etiam si omnes, ego non (Ακόμα και αν όλοι, εγώ όχι) είναι μιά φράση από το Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο η οποία στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί πιό κατανοητά ως «Ακόμα κι αν όλοι Σε προδώσουν εγώ δεν θα το κάνω». Είναι η φράση που ενέπνευσε τον τίτλο για το βιβλίο του Γερμανού συγγραφέα, ιστορικού και δημοσιογράφου Joachim Fest: «ΟΧΙ ΕΓΩ-ο ναζισμός μέσα από τα μάτια ενός παιδιού». Είναι επίσης η φράση την οποία ο πατέρας του συγγραφέα, Johannes Fest, επιθυμούσε να γράφουν και να ξαναγράφουν τα παιδιά του για να μην την ξεχάσουν ποτέ. Αν και πιστός Πρώσος ρωμαιοκαθολικός, την αξιολογούσε ως σημαντική, όχι τόσο για το αυστηρά θρησκευτικό της περιεχόμενο, αλλά για τη δύναμη και τη σημασία της προσωπικής αντίστασης απέναντι στην προδοσία του όποιου νοήματος δίνει ο καθένας σε ό,τι γενικώς ονομάζουμε «ηθικές αρχές». Ακόμα περισσότερο επειδή προκρίνει την αξία της κριτικής σκέψης απέναντι στις αντιδράσεις της μάζας.

Joachim Fest

Γεννημένος το 1926 στο Βερολίνο, ο συγγραφέας ζει μέχρι την ενηλικίωσή του μέσα στις συνθήκες που δημιούργησε στη Γερμανία και τον υπόλοιπο κόσμο η εμφάνιση και η άνοδος του Ναζισμού. Οπως ο ίδιος σημειώνει στην εισαγωγή του «δεν γράφει την ιστορία της χιτλερικής εποχής, γράφει απλώς για το αντικαθρέφτισμά της σε ένα οικογενειακό περιβάλλον». Βέβαια, αυτό το «απλώς» δεν είναι και τόσο απλό. Για την ακρίβεια περιγράφει την ιδιαίτερα σύνθετη και δύσκολη κατάσταση στην οποία βρέθηκαν οι πιστοί υπερασπιστές της Δημοκρατίας της Βαιμάρης με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Τις συνθήκες εξοστρακισμού που δημιουργήθηκαν για τους ίδιους και τις οικογένειές τους όταν, σώφρονες Γερμανοί, αντιστέκονταν στην πίστη του όχλου απέναντι στον εθνικό σωτήρα. Οι συναισθηματικές συγκρούσεις, οι φιλίες που μετά από χρόνια διαλύονται αφού κάποιοι προσχωρούν στις τάξεις του ναζιστικού εθνικοσοσιαλισμού είτε λόγω πίστης είτε λόγω αδυναμίας ή λόγω οπορτουνισμού, γίνονται οι καθημερινές δυσάρεστες εκπλήξεις, οι συγκλονιστικές ανατροπές στη ζωή αυτών που αντιστέκονται.

Οι αμφισβητήσεις στο εσωτερικό της οικογένειας Fest για την αξία μιάς τόσο επώδυνης, ως προς τα αποτελέσματά της, αντίστασης βρίσκουν βράχο, οδηγό και μέντορα, τον πατέρα Johannes. Τον δάσκαλο, ενεργό μέλος του κόμματος Zentrum (κέντρο) που μάχεται με σθένος υπέρ της Βαιμάρης αλλά και πολύ νωρίς αντιλαμβάνεται το επερχόμενο τέλος και την αδιανόητη, για τους πολλούς, καταστροφή. Μέχρι το 1936, ο Johannes έχει απολυθεί από τη δουλειά του, η οικογένεια έχει περιθωριοποιηθεί κοινωνικά και στα ειδυλλιακά προάστια του  Βερολίνου που σε μερικά χρόνια θα είναι ερείπια, προς το παρόν παρελαύνουν παιδιά με ναζιστικές στολές.

Στο σπίτι των Fest, εκτός από τα πέντε παιδιά, τη σύζυγο και μητέρα, τους ελάχιστους πλέον πολιτικούς συνοδοιπόρους και τους εβραίους φίλους, φιλοξενείται ο φόβος και οι τεράστιες ελλείψεις όχι μόνο σε υλικά αγαθά: « Οι παραδοσιακές αξίες, που ως τότε έδιναν στήριγμα και κατεύθυνση στη ζωή των ανθρώπων, άρχισαν να καταρρέουν μπροστά στα μάτια μας. Και πολλοί συνέπρατταν στο έργο της καταστροφής παρακινούμενοι από τα συνθήματα της εποχής, που έλεγαν για το χάος και την ερήμωση: το λυκόφως της ανθρωπότητας, η καταιγίδα, η αποκάλυψη ή η παρακμή της Εσπερίας. Οι διαδικασίες αποσύνθεσης, έλεγε ένας φίλος των γονιών μου, ο βουλευτής του κόμματος του Κέντρου Ρίχαρντ Σένμπορν, προαναγγέλονται στον κόσμο των εννοιών: μια χώρα και μια κοινωνία όπου ένα τέτοιο λεξιλόγιο γίνεται της μόδας δεν είναι δυνατόν να επιβιώσουν”.

Η οικογένεια του συγγραφέα, με εξαίρεση τον μεγαλύτερο αδελφό που πέθανε, είκοσι χρονών, σε ένα νοσοκομείο τις τελευταίες μέρες, επιβίωσε. Και η Γερμανία επιβίωσε. Αφησε πίσω της εκατομμύρια νεκρούς, δικούς της και ξένους, ξανάχτισε τα ερείπια και βρήκε το δρόμο για μιά στιβαρή Δημοκρατία. Κάτι που εδώ ακόμα ψάχνουμε.

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ

Ιστορικός, δημοσιογράφος και συγγραφέας μιάς από τις πλέον σημαντικές βιογραφίες του Χίτλερ και βιβλίων μεταξύ των οποίων ένα για τον Αλμπερτ Σπέερ και ένα, επίσης σημαντικό, για τη Γερμανική αντίσταση στο ναζισμό. Μέχρι το 1993 ήταν ο διευθυντής του πολιτιστικού τμήματος στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung. Πρωταγωνίστησε στη διαμάχη ιστορικών και διανοουμένων ως προς το ζήτημα της μοναδικότητας των ναζιστικών εγκλημάτων, το σημαντικότερο ιστορικό διακύβευμα των νεότερων Γερμανών . Εχοντας ως βασική του αρχή, όπως φαίνεται, το etiam si omnes ego non, διατύπωσε τη ρηξικέλευθη άποψη της μη μοναδικότητας διαφωνώντας με την ελίτ της Γερμανικής Αριστεράς, της οποίας κατά τα άλλα υπήρξε υποστηρικτής. Στις πρώτες δεκαετίες μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο. Υποστήριξε ότι τα εγκλήματα των Ερυθρών Χμερ και του Στάλιν μπορούσαν να μπούν στην ίδια πλευρά της ζυγαριάς που μετρά τα όρια του ανθρώπου. Η σκέψη του δεν φαίνεται να έχει σχέση με τα επιχειρήματα για την «Κοινοτοπία του κακού» που διατυπώθηκαν από την Χάνα Αρεντ. Ηθελε, μάλλον, να επισημάνει κάτι πιό απλό: Οτι το βάρος της ιδιαιτερότητας της ενοχής ελαχιστοποιείται ή και καταργείται την ίδια στιγμή της δημόσιας αποδοχής του ενώ ταυτόχρονα «εξυψώνει» σε μοναδικά ικανό το υποκείμενο της ενοχής. Οτι αυτό το αίσθημα της μοναδικότητας υποθάλπει σοβαρούς κινδύνους για τις κοινωνίες ακόμα κι αν αφορά εγκλήματα ή κυρίως τότε. Η αξία που δίνει ο δολοφόνος στην πράξη του, υποσυνείδητα ή ανομολόγητα- ένας ιδιόμορφος εγωισμός- δεν πρέπει να ενισχύεται από την αναγνώριση της μοναδικότητας. Πέθανε το Σεπτέμβριο του 2006.

Διαβάστε ακόμα: 

Ολοκαύτωμα: στα μονοπάτια της θηριωδίας του Auschwitz

Τριακόσια όνειρα στη ναζιστική Γερμανία

Βερολίνο 1933: Η στάση του διεθνούς Τύπου μπροστά στον Χίτλερ

Ο φωτογράφος του Μαουτχάουζεν