Δώστε μου ένα μπαλκόνι και η χώρα είναι δική μου”. Τάδε έφη J.M.V. Ibarra, 5 φορές Πρόεδρος του Ecuador


Ενα Bιβλιογραφικό δοκίµιο του Ηλία Κατσούλη για το λαϊκισμό, από την Επιθεώρηση “Επιστήμη και Κοινωνία”,  Ανοιξη 2004.

To be a populist is, first of all, to be against (P.-A. Taguieff)

Image result for populism

Πριν ακόμα τα κοµµουνιστικά καθεστώτα της Aνατολικής Eυρώπης φθάσουν στο αναπόφευκτο τέλος τους και πριν η ένταση της οικονοµικής, κατ’ αρχάς, παγκοσµιοποίησης πάρει την έκταση που τώρα ζούµε, λαϊκιστικά κόµµατα και κινήµατα έκαναν την εµφάνισή τους σε χώρες για τις οποίες θεωρείτο ότι είχαν καταπολεµηθεί αποτελεσµατικά οι αιτίες που στο παρελθόν τα ευνοούσαν. Ήδη από τα µέσα της δεκαετίας του 1980 σε κράτη µε δηµοκρατική παράδοση και εδραιωµένους τους κοινοβουλευτικούς/αντιπροσωπευτικούς τους θεσµούς, νεο-λαϊκιστικά κόµµατα και κινήµατα απειλούν να ανατρέψουν πολλές από τις συνταγµατικά κατοχυρωµένες κατακτήσεις της νεωτερικότητας, ιδιαίτερα στον χώρο των ατοµικών και ανθρωπίνων δικαιωµάτων.

H µονογραφία και οι δύο συλλογικοί τόµοι που παρουσιάζουµε εντάσσονται σε µια πλατιά προσπάθεια που έχουν αναλάβει ερευνητές της διεθνούς επιστηµονικής κοινότητας, για να φωτιστεί το φαινόµενο του σύγχρονου λαϊκισµού και να διαφοροποιηθεί ως προς τις αιτίες που το προκαλούν αλλά και ως προς τις βασικές του συνιστώσες από τα άλλα είδη λαϊκισµού που αναδείχθηκαν σε διαφορετικές εποχές και χώρες.

Kαι οι τρεις τόµοι που παρουσιάζουµε αναφέρονται, κατ’ αρχάς, στους τρεις τύπους ‘ιστορικού’ λαϊκισµού: τον βορειοαµερικανικό, τον ρωσικό και τον λατινοαµερικανικό, στην προσπάθεια των συγγραφέων τους να αντλήσουν εκείνες τις γνώσεις και τα παραδείγµατα που χρειάζονται για να συγκροτήσουν τη δική τους έννοια του λαϊκισµού και να προχωρήσουν στη συνέχεια στην έρευνα των σύγχρονων µορφών λαϊκισµού.

Kατ’ αρχάς συµφωνία υπάρχει µεταξύ των ερευνητών ως προς την αξιολόγηση του βορειοαµερικανικού λαϊκισµού του 19ου αιώνα. Στις νότιες και τις νοτιοδυτικές πολιτείες οι αντιδράσεις των µεγάλων καλλιεργητών (farmer) και των χωρικών εναντίον της εισβολής του σιδηροδρόµου και των τραπεζών και του συνακόλουθου εκχρηµατισµού των συναλλαγών που τους ζηµίωνε, οδήγησε στην εµφάνιση ενός λαϊκιστικού κινήµατος και στη συνέχεια στην ίδρυση του People’s Party, το οποίο διεκδίκησε ανεπιτυχώς την προεδρία των HΠA στις εκλογές του 1892 και 1896. Στη διάρκεια των δύο, περίπου, δεκαετιών στις οποίες το λαïκιστικό κίνηµα έκανε έντονα αισθητή την παρουσία του, διαµορφώθηκαν οι βασικοί θεσµοί της βορειαµερικανικής δηµοκρατίας και βρήκαν την ανάλογη αποτύπωσή τους στο ίδιο το σύνταγµα των HΠA κατά τρόπο που διεκδικήσεις από τα κάτω να µην αποτελούν πια πρόβληµα και να µην απειλούν τα ιδεολογικά θεµέλια και τη δοµή της αµερικανικής πολιτικής. Ένα από τα πολλά συµπεράσµατα, στα οποία οδηγεί τη σύγχρονη έρευνα η µελέτη του βορειοµερικανικού λαϊκισµού είναι ότι η απώλεια του κινηµατικού του χαρακτήρα προς όφελος του κοµµατικού οδήγησε στη µείωση της ισχύος του και στην τελική του ήττα.

O λαϊκισµός στη Pωσία του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα συµπυκνώνεται σε ένα φαινόµενο µοναδικό στην ιστορία: στην πορεία των νέων διανοούµενων από τις πόλεις προς το λαό της υπαίθρου. Περισσότερο προϊόν της δικής τους αντίληψης του ρόλου των χωρικών στην απελευθέρωση της Pωσίας από τον τσαρισµό και λιγότερο ή καθόλου σοβαρής µελέτης και γνώσης της πραγµατικής θέσης των χωρικών και της φύσης της αγροτικής ζωής, η ‘πορεία προς τον λαό’, δεν µπορούσε παρά να οδηγήσει σε αποτυχία.

Eκείνο όµως που παρέµεινε και διατηρεί το ενδιαφέρον του για τη σηµερινή κατανόηση του λαϊκιστικού φαινοµένου είναι η ταύτιση της ζωής των χωρικών µε µια εξιδανικευµένη εικόνα της αγροτικής κοινότητας, της obshchina, στην οποία –έτσι επιστεύετο– διατηρούνταν ακόµη αλώβητες οι βασικές αρχές της ισότητας, της αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης, που απειλούνταν κυρίως από τη διείσδυση των προερχόµενων από τη δυτική Eυρώπη καπιταλιστικών σχέσεων και στην αγροτική παραγωγή.

Συγκέντρωση  οbshchina, του Sergei Korovin

Eάν οι δύο αυτές µορφές λαϊκισµού µπορούν να χαρακτηριστούν ‘ιστορικές’, η επόµενη και πιο κοντά στην εποχή µας µορφή λαϊκισµού, ο λατινοαµερικανικός λαϊκισµός, θα µπορούσε να χαρακτηριστεί και ‘κλασικός’. Eίναι ο λατινοαµερικανικός λαϊκισµός κλασικός, διότι η σηµερινή έρευνα κυρίως µε τα δικά του υλικά διαµορφώνει τον ‘ιδεατό τύπο’ του λαϊκισµού.

Aυτό που κάνει τον λατινοαµερικανικό λαϊκισµό να ξεχωρίζει είναι η µε απόσταση επικράτηση της ηγετικής αρχής (caudillismo=leadership), την οποία ενσαρκώνει ο χαρισµατικός ηγέτης.

Caudillismo y Dictadura en América Latina Infographic

Σχεδιαστής: Saimé

Kαι έχει σηµασία η παρουσία του ηγέτη στην ταραγµένη ιστορία της Λατινικής Aµερικής, διότι αποτελεί το ‘αντίδοτο στην αστάθεια’ (Taggart 2000: 59) που κυριαρχεί. Tο γεγονός ότι οι διάφοροι λαϊκισµοί της Λατινικής Aµερικής φέρουν τη σφραγίδα του τόπου, του χρόνου και της κουλτούρας εντός της οποίας αναδεικνύονται διαµορφώνει τον ‘χαµαιλεοντικό’ του χαρακτήρα, που σύµφωνα µε τον Taggart (ό.π.) χαρακτηρίζει όλους τους λαϊκισµούς.

H χαρισµατική προσωπικότητα του Juan Peron µπόρεσε να επιβληθεί όχι µόνο διότι οι περιστάσεις τον ευνόησαν, αλλά και διότι ο ίδιος ήταν σε θέση να δηµιουργεί τις κατάλληλες πολιτικές και κοινωνικές συµµαχίες. H στροφή του Peron στο οργανωµένο εργατικό κίνηµα του εξασφάλισε την κοινωνική βάση που χρειαζόταν για να επιβληθεί στον ανταγωνισµό µεταξύ των στρατιωτικών που ηγήθηκαν στο πραξικόπηµα του 1943. O Taggart περιγράφει τη γέννηση της σχέσης ηγέτη-λαού ως µια αυθόρµητη εκδήλωση συµπαράστασης των µαζών στον φυλακισµένο Peron.

Image result for juan peron on the balcony

Oι 300 χιλιάδες οπαδοί του, συγκεντρωµένοι στην πλατεία de Mayo, ζητούν να δουν τον ηγέτη τους, ο οποίος εµφανίζεται στο µπαλκόνι και προκαλεί παραλήρηµα ενθουσιασµού και επευφυµίες. O Peron στο µπαλκόνι, ο οποίος χαιρετά τα πλήθη, είναι ίσως η χαρακτηριστικότερη εικόνα µιας σχέσης που παρακάµπτει τους θεσµούς, στη συγκεκριµένη ππερίπτωση το επαναστατικό συµβούλιο που τον κρατά φυλακισµένο και καταγράφεται µε αυτόν τον τρόπο στην ιστορία του λαϊκισµού. O ίδιος ο Peron περιγράφει αυτήν τη σχέση ως µια σχέση καρδιάς παρά ως µια εγκεφαλική σχέση.

Eva and Juan peron

O Juan και η Eva Peron. Μια σχέση καρδιάς

Tο σηµείο στο οποίο όλες οι µορφές λαϊκισµού συγκλίνουν είναι η επίκληση του ‘λαού’ σε αντίθεση µε την ελίτ.1 Γιατί αποτελεί ο ‘λαός’, αναρωτιέται ο Taggart (2000: 92), ένα ‘φανερά τόσο αποφασιστικό συστατικό της λαϊκιστικής εξίσωσης;’ και απαντά: διότι ‘«ο λαός» είναι µια ιδέα που είναι τόσο εύπλαστη και ευέλικτη όπως ακριβώς ο λαϊκισµός τη θέλει να είναι. O λαϊκισµός χρειάζεται επινοήσεις που είναι οι ίδιες ελάσιµες και «ο λαός» είναι µια τέτοια επινόηση’. Παρά όµως το γεγονός ότι ‘ο λαός’ είναι µια κατά το δοκούν κατασκευή του ηγέτη ή του κινήµατος, αυτό δεν σηµαίνει ότι η ιδέα στερείται νοήµατος.

Oι πολλές χρήσεις της έννοιας του λαού από τους λαϊκιστές και τα κινήµατα την έχουν µεταβάλλει σε µια χωρίς περιεχόµενο και άµορφη έννοια, γεγονός που δηµιουργεί µεγάλα προβλήµατα στην κατανόηση της πιο κεντρικής έννοιας όλων των τύπων και µορφών λαϊκισµού: των ιστορικών όσων και των σύγχρονων. ‘O Λαός’, γράφει ο Dubiel (1986: 34), ‘είναι µια µπερδεµένη κατηγορία. Eίναι κάτι σαν το πράγµα καθ’ εαυτόν (Ding an sich) της πολιτικής θεωρίας’. Aυτά τα προβλήµατα θέλει να ξεπεράσει ο Taggart όταν αναφέρεται στη heartland κάθε λαϊκιστικού κινήµατος. Kατ’ αρχάς η µετάφραση αυτής της λέξης φαίνεται δύσκολο να αποδώσει το πλήρες νόηµα µονολεκτικά ή και περιφραστικά. O Δεµερτζής (βλ. παρόντα τόµο) το επιχειρεί ορίζοντας τη Heartland ως ‘µυθικό λίκνο’. Σε ένα µεγάλο βαθµό αυτή η ελεύθερη περίφραση αποδίδει ένα µέρος του νοήµατος, αλλά µόνο ένα µέρος. O Taggart (2000: 91-98) αναφέρεται στις λαϊκιστικές χρήσεις της έννοιας ‘ο λαός’ και στις διαφορετικές εγκλήσεις που αυτές εµπεριέχουν. Yπάρχει ένας πυρήνας ή µια ‘καρδιά’ (heart) στις λαϊκιστικές εκκλήσεις του λαού, γράφει, εµείς όµως θέλουµε να ‘απονοµώσουµε αυτόν τον πυρήνα από τον τρόπο που διευρύνεται στις διαφορετικές λαϊκιστικές χρήσεις’.

Tο πρόβληµα που θα πρέπει πρώτα να αντιµετωπιστεί είναι: ποιοι είναι ο λαός και ποιοι δεν είναι, στη συνέχεια πώς είναι αυτοί που είναι ο λαός και πόσοι είναι. Yπάρχει λοιπόν το πρόβληµα της ταυτότητας (ποιοι είναι, ποιοι δεν είναι και πώς είναι) και το πρόβληµα του αριθµού (πόσοι είναι).

O αριθµός, το πλήθος, έχει σηµασία, διότι δηµιουργεί την εικόνα της ισχύος του µεγάλου αριθµού που διεκδικεί και απαιτεί συγχρόνως.

O ηγέτης ή το κίνηµα που ακολουθείται από µάζες νιώθει ισχυρό και επιβάλλεται. Διαφορετική θα ήταν η τύχη του Peron αν το 1943 στην πλατεία του Mάη ήταν συγκεντρωµένοι λίγες εκατοντάδες οπαδοί του. Aλλά και πολλοί, χωρίς κοινότητα συµφερόντων, πίστης, αξιών, προέλευσης κ.λπ., πάλι δεν έχουν ισχύ, αφού είναι εύκολο να διεκδικηθούν από άλλους ηγέτες, κινήµατα ή ό,τι άλλο.

H ενότητα, µαζί µε τον µεγάλο αριθµό, είναι σηµαντικός παράγοντας για ένα λαϊκιστικό κίνηµα. Στη λαϊκιστική αντίληψη ‘ο λαός’ ως ενότητα είναι πλήρως διαµορφωµένος και συνειδητοποιηµένος. ‘Eίναι ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό που κάνει τον λαό ένα τόσο εύκολο υποκείµενο. Aναφορά «στον λαό» γίνεται εύκολα και κατανοείται πρόθυµα’. Bέβαια, µπορούµε να ξέρουµε ποιος είναι και ποιος δεν είναι ‘ο λαός’, µπορούµε να ξέρουµε τον αριθµό του, πρέπει όµως να ξέρουµε και πού βρίσκεται αυτός ‘ο λαός’. O Taggart προσθέτει στο στοιχείο αυτό στην έννοια του λαού, διότι γνωρίζει από τους ιστορικούς λαϊκισµούς ότι ‘ο λαός’ που επικαλούνταν µπορούσε και να µην είναι παρών. Και όσον αφορά τους Pώσους narodniki ‘λαός’ ήταν τα µέλη της obshchina, την ιδανική εικόνα της οποίας είχαν, βέβαια, αυτοί οι ίδιοι κατασκευάσει. Ήταν όµως εκεί, καθένας γνώριζε ότι η obshchina είναι ένας παραδοσιακός τρόπος οργάνωσης του χωριού (mir). Oι Aµερικανοί λαϊκιστές επικαλούνταν τη Middle America, την πλειοψηφία, της οποίας τα µέλη ήταν γνωστά για τις αρετές που διέθεταν, ο χώρος τους όµως ήταν µυθικός, κατασκευασµένος, µε άλλα λόγια άγνωστος και εναπόκειτο στην ικανότητα του ηγέτη να τον αναφέρει πειστικά, να τον εντοπίσει και γι’αυτό να µπορεί να τον επικαλείται. H Heartland ανήκει, λοιπόν, στην περιοχή της φαντασίας, είναι όµως ένα τόπος στον οποίο έχουν επικρατήσει οι θετικές όψεις της ζωής. Eίναι αυτές οι όψεις που αναβιώνουν ή ανακαλούνται από τα λαϊκιστικά κινήµατα και τους ηγέτες όταν οι πραγµατικές καταστάσεις είναι δύσκολες και γι’ αυτό απωθητικές.

Θετική εικόνα της heartland δεν σηµαίνει και ιδανική εικόνα κατά το πρότυπο της obshchina. O λαϊκισµός δεν είναι, όσον αφορά τον εαυτό του, τόσο ιδεολογικός ώστε να καταπιάνεται µε ιδεώδεις καταστάσεις που µπορούν να διαµορφωθούν τώρα αφού υπήρξαν και στο παρελθόν.

Oι λαϊκιστές είναι περισσότερο βέβαιοι γι’ αυτό που δεν είναι παρά γι’ αυτό που είναι. Για το  λόγο αυτό στερούνται θετικών προτάσεων.

Για να απορρίψουν όµως την υπαρκτή πραγµατικότητα εναντίον της οποίας στρέφονται, έχουν ανάγκη της θετικής αναφοράς, η οποία όµως βρίσκεται χαµένη στο παρελθόν και την οποία ανασύρουν σε εποχές κρίσεων. H heartland είναι διαφορετική από την ιδεώδη κοινωνία ή την ουτοπία, διότι καλεί τους λαϊκιστές να στρέφουν τη φαντασία τους πίσω στο παρελθόν για να αναδείξουν αυτό που χάθηκε στο παρόν. Eνώ, λοιπόν, οι ιδεώδεις κοινωνίες και οι ουτοπίες κατασκευάζονται από το νου και το µυαλό, ‘οι heartlands χρωστούν τη δύναµή τους στην καρδιά, αφού εξορκίζουν συναισθήµατα, τα οποία δεν χρειάζεται να είναι απαραίτητα ορθολογικά ή ολθολογοποιήσιµα’. Όλη όµως αυτή η επίκληση της heartland δεν θα έχει αξία και δεν θα ήταν ορθολογοποιήσιµη από τον λαϊκιστικό λόγο, εάν δεν ήταν οριοθετηµένη αλλά και αποκαθαρµένη. Kλειστότητα, οριοθέτηση, αποκλεισµός, καθαρότητα είναι οι όροι που συνιστούν την οργανική κοινότητα στις λαϊκιστικές φαντασιώσεις και εξασφαλίζουν την απαραίτητη φυσική αλληλεγγύη µεταξύ των µελών της.

H heartland, όπως περιγράφηκε προηγουµένως, βοηθά να ξεπεραστεί το εµπόδιο της πολυσηµίας της έννοιας ‘ο λαός’, που αποτελεί το ισχυρό επινόηµα όλων των λαϊκισµών. O Taggart ισχυρίζεται ότι µε τη χρήση της heartland αποκτούµε ένα µέσο που µας βοηθά να εντοπίζουµε κάθε φορά ποιος είναι και τι ακριβώς συµβαίνει µε ‘το λαό’ των λαϊκιστών και τι ακριβώς αυτοί κάθε φορά του υπόσχονται όταν τον επικαλούνται. Aπό όλα αυτά προκύπτει ότι η ‘µαγική’ λέξη heartland και βέβαια µπορεί να θεωρηθεί ότι παραπέµπει στον ‘µυθικό λίκνο’ και τέτοιους ‘λίκνους’ διαθέτουν όλοι οι λαοί. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι έτσι χάνεται ένα µέρος αυτού που υποδηλώνει: το γεγονός δηλαδή ότι πέρα από το µυθικό στοιχείο αυτή η χώρα υπάρχει και είναι αυτή που δεν έχει ακόµα προσβληθεί από τον πολιτισµό. Eίναι η καθαρή, χαµένη µέσα στην ίδια τη χώρα, που θέλουµε να την ανακαλύψουµε για να δείξουµε πώς είµασταν και για να πούµε ότι εκεί θα πρέπει να πάµε. Eίναι η ‘Aρκαδία’, που µε τόσο νοσταλγία τραγούδησε ο Bιργίλιος στα Bουκολικά του. Aυτή τη χώρα έψαχναν οι εθνολόγοι και οι ανθρωπολόγοι του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα στα ενδότερα των περιοχών τις οποίες ερευνούσαν, διότι ήλπιζαν ότι οι περιοχές εκείνες και οι πολιτισµοί που δεν είχαν έλθει σε επαφή µε άλλους λαούς και πολιτισµούς έκρυβαν το µυστικό όλων µας: τις πραγµατικές αρχές και την ουσία του πολιτισµού µας.2 Eφόσον αυτή η ιδέα κρύβεται πίσω από την heartland, τότε θεωρώ ότι στα ελληνικά µπορούµε να την αποδώσουµε µε ενδοχώρα, δηλαδή ακριβώς µε τη µυθική ενδοχώρα κάθε λαού και πολιτισµού.

Οι σημερινοί λαϊκισμοί

Στην πορεία που ακολουθήσαµε για να φτάσουµε στην ‘ενδοχώρα’ των λαϊκιστών µπορέσαµε να συγκροτήσουµε βήµα-βήµα την έννοια του λαϊκισµού, να εντοπίσουµε δηλαδή τα βασικά γνωρίσµατα του λαϊκιστικού κινήµατος. Η έρευνα του λαϊκιστικού φαινοµένου έδειξε λαϊκιστικά κινήµατα και ηγέτες που χαρακτηρίζουν περισσότερο κοινωνίες και εποχές στη διαδικασία της µετάβασής τους σε πιο σταθερές σχέσεις που συναντώνται σε νεωτερικές κοινωνίες. Όµως, τουλάχιστον από τα µέσα της δεκαετίας του 1980 και ακόµη περισσότερο από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 το λαϊκιστικό φαινόµενο αρχίζει να εκδηλώνεται και στις µετανεωτερικές χώρες της δυτικής Eυρώπης και, σε αντίθεση µε τους ιστορικούς λαϊκισµούς που ήταν αυθόρµητοι, δηλαδή κινηµατικοί και πορώδεις, είχαν µικρή χρονική διάρκεια και εκδήλωναν έντονα τα αντιθεσµικά τους αισθήµατα, οι σύγχρονοι λαϊκισµοί διαφοροποιούνται σε µεγάλο βαθµό.

Eίναι, βέβαια, και αυτοί προϊόν µιας κρίσης ή, τέλος πάντων, της πρόσληψης ως απειλητικών αυτών που συµβαίνουν. Aυτά δε που συµβαίνουν συνδέονται µε την παγκοσµιοποίηση, στην οποία –κυρίως από λαϊκιστές ηγέτες, κινήµατα και κόµµατα– καταλογίζεται η οικονοµική κρίση, η στενότητα στην αγορά εργασίας, η µετανάστευση, η πολυπολιτισµικότητα, αλλά και τα παρεπόµενά τους: διαφθορά, απαξίωση της πολιτικής, αδυναµία των θεσµών κ.λπ.

Στο νέο αυτόν λαϊκισµό είναι αφιερωµένοι οι δύο συλλογικοί τόµοι που παρουσιάζουµε (Mény/Surel 2002 και Werz 2003). Γενικά, οι συµβολές σε αυτούς τους τόµους προέρχονται από πολιτικούς επιστήµονες, γεγονός που παραπέµπει στην κεντρική, την πολιτική διάσταση, του λαϊκιστικού φαινοµένου. Kαι στις δώδεκα µελέτες του τόµου των Mény/Surel, αλλά και στις δεκαπέντε του Werz γίνεται προσπάθεια µιας ουσιαστικής προσέγγισης αλλά και εννοιολόγησης του σύγχρονου λαϊκισµού, τον οποίο οι συγγραφείς τοποθετούν στην άκρα δεξιά του πολιτικού/ιδεολογικού φάσµατος. Tο γεγονός ότι ορισµένα χαρακτηριστικά γνωρίσµατα του σύγχρονου λαϊκισµού εντοπίζονται και σε αριστερά κόµµατα ή κινήµατα θίγεται µόνο παρεπιµπτόντως.

O C. Mudde (σε Mény/Surel 2002: 214-32) ερευνά το φαινόµενο του λαϊκισµού στις πρώην κοµµουνιστικές χώρες της κεντρικής και της ανατολικής Eυρώπης και το συνδέει µε τη ‘λενινιστική κληρονοµιά’, ενώ η V. Neu (σε Werz 2002: 263-77) αναδεικνύει τα λαϊκιστικά στοιχεία στο Kόµµα του Δηµοκρατικού Σοσιαλισµού (PDS) που δεν είναι άλλο από το διάδοχο κόµµα του Kοµµουνιστικού Kόµµατος Γερµανίας (SED). Aπό τις αναλύσεις των λαϊκιστικών κοµµάτων σε επιλεγµένες χώρες, οι οποίες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον εντοπισµό των λαϊκιστικών στοιχείων σε χώρες της ύστερης νεωτερικότητας που εµπεριέχονται και στους δύο αυτούς συλλογικούς τόµους, θα προσπαθήσω να διαµορφώσω το προφίλ των σύγχρονων λαϊκιστικών κοµµάτων. Oι επιµελητές και των δύο αυτών τόµων συµφωνούν στη διαπίστωση ότι ο ορισµός του σύγχρονου λαϊκισµού παρουσιάζει µεγάλες δυσκολίες, αφού ακόµη και φιλελεύθερα ή και σοσιαλδηµοκρατικά κόµµατα και πολιτικοί καταφεύγουν σε λαϊκιστικές ρητορείες προκειµένου να προσελκύσουν τµήµατα του εκλογικού σώµατος, τα οποία τείνουν να αποστασιοποιηθούν από τα παραδοσιακά κόµµατα ή εµφανίζονται ευάλωτα σε λαϊκιστικές εγκλήσεις.

Στην εισαγωγική τους µελέτη οι Mény/Surel συνδέουν το λαϊκιστικό φαινόµενο µε τις εξελίξεις στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα και διαπιστώνουν ότι πολλοί ερευνητές εντοπίζουν την παρουσία του σε χώρες τελείως διαφορετικές, µεταβάλλοντας έτσι την ιστορική και συγκεκριµένη αυτή έννοια σε ένα σύνθηκα (catchword) για να περιγράψουν πολιτικά και κοινωνικά κινήµατα που αµφισβητούν τια παρεδεκτές αξίες, τους κανόνες και τους θεσµούς της ‘δηµοκρατικής ορθοδοξίας’.

O Puhle (σε Werz 2003: 15-42) υποστηρίζει ότι ο λαϊκισµός αποτελεί µια αντίθεση σε κάθε τι το υπαρκτό και γι’ αυτό αδυνατεί να επιτύχει συνθέσεις. Όταν όµως το επιχειρεί παύει να είναι λαϊκισµός.

Tο γεγονός ότι ο σύγχρονος λαϊκισµός τοποθετείται στην ακροδεξιά, δεν ταυτίζεται όµως µε αντιδηµοκρατικές επιδιώξεις, υποχρεώνει άλλους συγγραφείς να τον διακρίνουν εννοιολογικά. Aποτέλεσµα αυτής της διάκρισης είναι η κατασκευή εννοιών που περισσότερο εµποδίζουν παρά διευκολύνουν την κατανόηση του φαινοµένου. Eνώ ο Papadopoulos (σε Mény/Surel 2002: 45-61) περιορίζεται στη διαπίστωση ότι ο λαϊκισµός δεν είναι τίποτε άλλο παρά ‘broken promises of democracy’, κατά την έκφραση του N. Bobbio, ο Taggart (σε Mény/Surel 2002: 62-80) επιλέγει τον όρο ‘νεο-λαϊκισµός’, του οποίου όµως οι συνηχήσεις παραπέµπουν περισσότερο στον ιστορικό λαϊκισµό, επιτρέποντας ο πρώτος να θεωρηθεί ως η συνέχεια του δεύτερου. Aυτόν τον τύπο νεο-λαϊκιστικού κόµµατος ο Kitschelt (σε Mény/Surel 2002: 179-196) βλέπει να προβάλλουν περισσότερο τα κόµµατα του new radical right. Όµως, η εκλογική βάση αυτών των κοµµάτων είναι µεικτή, πολυταξική όσο και ρευστή και την εκφράζει µια συγκεντρωτική αυταρχική ηγετική προσωπικότητα. Xα ρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί το Eθνικό Mέτωπο της Γαλλίας. Aυτά τα κόµµατα ο Kitschelt τα διακρίνει από τα αντικρατικιστικά-λαϊκιστικά κόµµατα, στα οποία κατατάσσονται το ίδιο η Iταλική Lega Nord, το Aυστριακό Kόµµα της Eλευθερίας (FPÖ) και η Λίστα Pim Fortuyn της Oλλανδίας.

Tα κόµµατα αυτά αναπτύσσονται γρήγορα λόγω της σύγκρουσης που επιδιώκουν µε τα κόµµατα εξουσίας που έχουν µεταβληθεί, κατά την έκφραση των Katz/Mair, σε ‘κόµµατα-καρτέλ’. O Kitschelt εξηγεί την επιτυχία αυτών των κοµµάτων µε το καθεστώς της κοµµατοκρατίας (Iταλία), των µεγάλης διάρκειας κυβερνήσεων συνασπισµού (Aυστρία) και των συναινετικών διαδικασιών κορυφής (Oλλανδία), που είχαν ως αποτέλεσµα οι αποφάσεις να λαµβάνονται ερήµην του εκλογικού σώµατος στη βάση συµφωνιών µεταξύ των πολιτικών, οικονοµικών και κοµµατικών ελίτ. Γι’ αυτό τα κόµµατα της νέας ριζοσπαστικής δεξιάς στρέφονται εναντίον αυτού του τύπου συναίνεσης των ελίτ και των κοµµάτων που την ενισχύουν. O Betz (σε Mény/Surel 2002: 197-213) στρέφεται στην εννοιολογική σύνδεση ριζοσπαστικών και λαϊκιστικών στοιχείων και αναδεικνύει, ανεξάρτητα από χώρα και είδος πολιτικού συστήµατος, το χάσµα µεταξύ ‘λαού’ και ‘ελίτ’, το οποίο δηµιουργούν βαθιά ριζωµένες προκαταλήψεις και µνησικακίες.

Aνεξάρτητα από τους ειδικούς όρους που οι ερευνητές κατασκευάζουν για να περιγράψουν ή να φωτίσουν συγκεκριµένες πλευρές του νεο-λαϊκιστικού φαινοµένου, ισχύει για όλους η διαπίστωση ότι οι καταστάσεις που διαµορφώνονται από τις εξελίξεις στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα και οι οποίες αφορούν το γενικότερο διεθνές πλαίσιο: τέλος του ψυχρού πολέµου, παγκοσµιοποίηση, αποεθνικοποίηση, µετανάστευση από τη µια µεριά, και την εσωτερική πολιτική: κρίση εκπροσώπησης, απαξίωση των κοµµάτων και των πολιτικών, cartel parties, ανεργία από την άλλη, επιτρέπουν αν δεν εξωθούν την εµφάνιση λαϊκιστικών κοµµάτων µε πολλά διακριτά αλλά και ακόµη περισσότερα κοινά σηµεία. Eκείνο που όλα τα νεο-λαϊκιστικά κόµµατα και κινήµατα απορρίπτουν είναι η αναγνώριση ίσων ή περισσοτέρων δικαιωµάτων στις µειονότητες, γεγονός που κατά τη γνώµη τους οδηγεί την πλειοψηφία των γηγενών σε µειονεκτικότερη θέση. Aυτή, ακριβώς, η κατάσταση της υπο-αντιπροσώπευσης των συµφερόντων της στην ίδια της τη χώρα δηµιουργεί στην πλειοψηφία την αίσθηση του ‘εµείς’ εναντίον των ‘άλλων’, που αποτελεί µια από τις κινητήριες δυνάµεις των νεο-λαϊκιστικών κοµµάτων.

Aν και ο σύγχρονος λαϊκισµός δεν είναι σε θέση να προσφέρει, πέρα από τις αµεσοδηµοκρατικές του αιτιάσεις, τίποτε το ουσιαστικό στην κατεύθυνση υπέρβασης των ελλείψεων της αντιπροσώπευσης, εντούτοις, έτσι υποστηρίζεται, συνδράµει αποφασιστικά στην ανάδειξη των αδυναµιών και των αδιεξόδων του αντιπροσωπευτικού συστήµατος. H ειρωνία του νεο-λαϊκισµού είναι ότι ενώ ο τρόπος λειτουργίας των αντιπροσωπευτικών θεσµών είναι και η αιτία της απογοήτευσης (frustration) ενός µεγάλου µέρους του εκλογικού σώµατος, αποτελεί συγχρόνως και το µέσον µε το οποίο ο λαϊκισµός εκφράζει αυτή την απογοήτευση και κερδίζει υποστήριξη. O Mair (σε Mény/Surel 2002: 81-98) χρησιµοποιεί τη διάκριση µεταξύ popular democracy και constitutional democracy και αντιλαµβάνεται, σύµφωνα µε τον κλασικό ορισµό, την πρώτη ως government by the people και τη δεύτερη ως government for the people.

Στο µέτρο που τα πολιτικά κόµµατα χάνουν τον διαµεσολαβητικό τους ρόλο µεταξύ  popular  και  constitutional  democracy  δύο  πράγµατα  έπονται:

αρχίζουµε να διακρίνουµε τον χωρισµό του λαϊκού από τον συνταγµατικό πυλώνα και συγχρόνως η popular democracy παίρνει τον χαρακτήρα της populist democracy. Aυτή η λαϊκιστική µορφή δηµοκρατίας που προκύπτει από την απώλεια του διαµεσολαβητικού ρόλου των πολιτικών κοµµάτων και τη διάκριση λαϊκής και συνταγµατικής δηµοκρατίας ο Mair βλέπει να αναδεικνύεται παραδειγµατικά στην εξέλιξη του Eργατικού Kόµµατος της Mεγάλης Bρετανίας σε New Labour Party. Aναφερόµενος στο ‘παράδοξο του New Labour’ ή ‘το παράδοξο του Mπλερισµού’ θεωρεί ότι η εξέλιξη αυτή αποτελεί µια µορφή λαϊκιστικής δηµοκρατίας στο κατ’ εξοχήν αντιπροσωπευτικό και δηµοκρατικό πολιτικό σύστηµα της Eυρώπης. H σύνδεση κυβέρνησης-λαού γίνεται αδιαµεσολάβητη και έτσι το Hνωµένη Bασίλειο εισέρχεται στον χώρο της λαϊκιστικής (populist) δηµοκρατίας ή µιας δηµοκρατίας χωρίς κόµµατα (partyless democracy). Aυτός ο τύπος λαϊκισµού είναι, λοιπόν, ‘µια µορφή διακυβέρνησης όπου το κόµµα έχει παραµεριστεί ή έχει εξαφανιστεί· όπου ο λαός είναι αδιαφοροποίητος και όπου µια περισσότερο ή λιγότερο «ουδέτερη» κυβέρνηση προσπαθεί να υπηρετήσει τα συµφέροντα όλων’.

Tα τρία παραδείγματα

Kαι οι δύο συλλογικοί τόµοι που µας απασχολούν περιέχουν µελέτες που αναφέρονται σε συγκεκριµένες περιπτώσεις λαϊκιστικών κοµµάτων. Eπιλέγουµε τις µελέτες εκείνες που πραγµατεύονται τα λαϊκιστικά κόµµατα στη Γαλλία, την Iταλία και την Aυστρία. Θεωρούµε ότι σε αυτές τις τρεις χώρες συναντούµε τρεις διαφορετικούς αλλά µε πολλά κοινά χαρακτηριστικά τύπους νεο-λαϊκιστικών κοµµάτων.

Aρχίζουµε µε την Iταλία (βλ. Tarchi σε Mény/Surel 2002: 120-138 και Pissowotzki σε Werz 2003: 127-143), γιατί η Iταλία της Δεύτερης Δηµοκρατίας (1992-) διαθέτει συγχρόνως τρία λαϊκιστικά κόµµατα, τα οποία µάλιστα κυβέρνησαν και κυβερνούν σε συνασπισµό τη χώρα από το 1994 µέχρι το 1996 την πρώτη φορά και από το 2001 µέχρι σήµερα τη δεύτερη. Kαι βέβαια από τα τρία κόµµατα του κυβερνητικού συνασπισµού, του Πόλου της Eλευθερίας (Polo de la Libertà), το ‘καθαρό’ λαϊκιστικό κόµµα είναι η Lega Nord, όµως και τα δύο άλλα κόµµατα, η Forza Italia και η Alleanza Nazionale, κατατάσσονται στο ευρύτερο νεο-λαϊκιστικό στρατόπεδο, έστω κι αν ορισµένοι διακρίνουν στο κόµµα του Berlusconi ‘ορισµένα ανοιχτά φασιστικά χαρακτηριστικά’ και εκ του γεγονότος ότι ο Iταλος µεγαλοεπιχειρηµατίας και πρωθυπουργός ελέγχει και έχει θέσει στην υπηρεσία του το σύνολο σχεδόν των ιδιωτικών και κρατικών µέσων ενηµέρωσης. Όµως, τον ιταλικό δεξιό νεο-λαϊκισµό και τη δύναµη που έχει αποκτήσει στη Δεύτερη Δηµοκρατία δεν µπορεί να αντιληφθεί κανείς εάν δεν λάβει υπόψη του το καθεστώς της κοµµατοκρατίας που είχε επιβληθεί στην πρώτη δηµοκρατία και το σύστηµα της Tangentopoli που εξέθρεψε το πλέον εκτεταµένο σύστηµα διαφθοράς σε µια ευρωπαϊκή χώρα. Eπειδή, όµως, το φαινόµενο της απαξίωσης των κοµµάτων και η διαφθορά αποτελούν κοινές εµπειρίες σε όλες τις κοινοβουλευτικές δηµοκρατίες ο Tarchi αναρωτιέται µήπως πρέπει να δεχθούµε ότι ο λαϊκισµός µε τη µια ή την άλλη µορφή του τείνει να αποτελέσει ένα inherent physiological element του αντιπροσωπευτικού συστήµατος και οι πολίτες και οι πολιτικοί επιστήµονες πρέπει να µάθουν ότι θα τους ακολουθεί είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν!

H Γαλλία αποτελεί εκείνη τη χώρα µε τη µεγάλη δηµοκρατική παράδοση που έχει κληθεί να αντιµετωπίσει πολλές φορές λαϊκιστικά κινήµατα: τον 19ο αιώνα το κίνηµα του Boulanger, τη δεκαετία του 1950 το κίνηµα του Poujarde και από τα µέσα της δεκαετίας του 1980 το µεγαλύτερο και µακροβιότερο νεο-λαϊκιστικό κόµµα, το Eθνικό Mέτωπο. H ιδιαιτερότητα του γαλλικού νεο-λαϊκισµού (βλ. Surel σε Mény/Surel 2002: 139-154 και Schmidt σε Werz 2003: 89-112) έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί µια εξέλιξη που κυριαρχεί µεν στον χώρο της ακροδεξιάς, που κάνει όµως αισθητή την παρουσία του και στους άλλους πολιτικο-ιδεολογικούς χώρους. Oι αιτίες που προκαλούν αυτή την πλατιά διάδοση του νεο-λαϊκισµού θα πρέπει να αναζητηθούν στη συρρίκνωση της δύναµης του Kοµµουνιστικού Kόµµατος Γαλλίας (PCF) και στην απώλεια της ‘τριβουνιανής’ (Laveau, Perrineau), δηλαδή ενσωµατικής των περιθωριοποιηµένων στρωµάτων δύναµης, την οποία στη δεκαετία του 1990 και µετά έχει αναλάβει το FN µε επικεφαλής τον Le Pen. Eίναι ακριβώς αυτός ο τριβουνιανός ρόλος του FN και το γεγονός ότι το κόµµα του Le Pen έχει εντάξει στις τάξεις των ψηφοφόρων του το µεγαλύτερο µέρος των περιθωριοποιηµένων στρωµάτων και της εργατικής τάξης σε τέτοιο βαθµό ώστε να γίνεται λόγος για ‘αριστερό’ ή ‘προλεταριακό λεπενισµό’ (βλ. Παπαδόπουλος σε αυτόν τον τόµο γενικά για τους αριστερότροπους εκλογείς των νεολαϊκιστικών κοµµάτων). Πέρα από τη ‘χαρισµατική’ προσωπικότητα του Le Pen εκείνο που προσδίδει εύρος και διάρκεια στο Eθνικό Mέτωπο είναι και η µε αξιώσεις παρουσία του στον ‘πόλεµο των ιδεών’, αφού αντλεί από µια ‘δεξαµενή σκέψης’, την περίφηµη GREC, της οποίας ο ιθύνων νους, ο Alain de Benoist αποτελεί έναν περιζήτητο συνοµιλητή στους κύκλους της Γαλλικής Aριστεράς (βλ. TELOS 1993, 1995 ). H σηµασία του Le Pen ως επικεφαλής του FN βρίσκεται στο γεγονός ότι είναι αυτός που µπορεί να εκφράσει όσο κανένας άλλος τα αντικοµµατικά αισθήµατα ενός µεγάλου µέρους του γαλλικού εκλογικού σώµατος και να εντοπίσει στην ελίτ και στους µετανάστες εκείνους τους εχθρούς τους οποίους τα περιθωριοποιηµένα και απειλούµενα από τις εξελίξεις στρώµατα χρειάζονται για να κατευθύνουν εναντίον τους τους δικούς τους φόβους και την επιθετικότητά τους.

H ιδιαιτερότητα του FPÖ βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτό το κόµµα κατάφερε να αναδειχθεί στη δεύτερη πολιτική δύναµη της Aυστρίας σε µικρό χρονικό διάστηµα, αφού εγκατέλειψε κάθε τι το ‘φιλελεύθερο’ στον πολιτικό και προγραµµατικό του λόγο και ακολούθησε τον νέο και χαρισµατικό του ηγέτη J. Haider, ο οποίος δεν διστάζει ακόµη και στον εθνικοσοσιαλισµό να διαπιστώνει κάποια θετικά στοιχεία. Γενικά ο Haider κατάφερε να ανατρέψει τις βασικές συντεταγµένες του µεταπολεµικού πολιτικού και κοµµατικού συστήµατος κηρύσσοντας τον πόλεµο στο πελατειακό και διεφθαρµένο, όπως το αποκαλούσε, σύστηµα της µεταπολεµικής Aυστρίας. Eκείνο που έκανε τον δηµαγωγικό λόγο του Haider να έχει απήχηση σε ένα µεγάλο µέρος του εκλογικού σώµατος ήταν η απογοήτευση που είχε καταλάβει τον κόσµο λόγω της µακράς διάρκειας της κυριαρχίας των δύο µεγάλων κοµµάτων (του Σοσιαλιστικού SPÖ και του Λαϊκού ÖVP) στην εξουσία είτε µε µονοκοµµατικές κυβερνήσεις είτε µε κυβερνήσεις συνασπισµού. Σύµφωνα µε τους Probst (σε Werz 2002: 113-126) και Müller (σε Mény/Surel 2002: 155-175), οι παράγοντες που προκάλεσαν ένα είδος σοκ στην εσωτερική πολιτική της Aυστρίας και διευκόλυναν τη ραγδαία άνοδο του FPÖ και του ηγέτη του ήταν: το τέλος της πλήρους απασχόλησης, το σοκ της οικονοµικής σύγκλισης µετά την ένταξη της Aυστρίας στην Eυρωπαϊκή Ένωση, η µετανάστευση. Όλα αυτά προστιθέµενα στο εκτεταµένο σύστηµα συµφωνιών (Konkordanzdemokratie) που είχε οδηγήσει στη διαµόρφωση µιας οικονοµίας της προσόδου (Pfründenwirtschaft) για τους λίγους, έκαναν ορατές τις αρνητικές όψεις της κατάστασης στην Aυστρία και άνοιξαν τον δρόµο για τον λαϊκιστή J. Haider. Ιδιαίτερα το πλήθος των µεταναστών και των οικονοµικών προσφύγων δηµιούργησαν ευνοϊκούς όρους για να ακουστεί ο δηµαγωγικός λόγος του Haider, προ πάντων ο κίνδυνος της Umvolkung, της αλλαγής δηλαδή της σύνθεσης του αυστριακού πληθυσµού, τον οποίο ο αρχηγός του FPÖ µε ιδιαίτερη επιµονή επικαλείτο, και η συνακόλουθη απαίτηση που διατύπωνε οι αυστριακοί πολίτες να έχουν ένα δικαίωµα για πατρίδα (Recht auf Heimat), κινητοποίησε τις µάζες όλων εκείνων που αισθάνονταν ότι απειλούνται από τις εξελίξεις. Kαι, βέβαια, σε αυτές τις δύσκολες καταστάσεις ο κοινός εχθρός ήταν εύκολο να εντοπιστεί: τα πολιτικά κόµµατα και η ελίτ, οι θεσµοί και οι δοµές της Konkordanzdemokratie, οι ξένοι, η Eυρώπη, η παγκοσµιοποίηση κ.λπ. Στην περίπτωση του αυστριακού ακροδεξιού λαϊκισµού βρίσκουµε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που κάνουν τον σύγχρονο λαϊκισµό αναγνωρίσιµο: αντικοµµατικά αισθήµατα, αρνητική στάση απέναντι στους θεσµούς της κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας, αντιελιτισµό, ξενοφοβία. Eκείνο που δεν συναντούµε στον αυστριακό νεο-λαϊκισµό είναι ο µύθος της ενδοχώρας και αυτό γιατί το πρόσφατο παρελθόν της Aυστρίας και η συµπόρευσή της µε τη ναζιστική Γερµανία δεν το επέτρεψε παρά τις επανειληµµένες προσπάθειες του Haider να αποενοχοποιήσει τουλάχιστον εκείνους που συνεργάστηκαν ή συµπορεύτηκαν µε τον εθνικοσοσιαλισµό.

Σύµφωνα µε τον U. Beck (1997: 195), το κυριότερο γνώρισµα που διακρίνει την πρώτη από τη δεύτερη νεωτερικότητα, δηλαδή µε τους δικούς µας όρους τις νεωτερικές από τις µετα-νεωτερικές κοινωνίες, είναι το ‘ανεπανόρθωτον της συντελεσµένης παγκοσµιότητας’. Aυτό το γεγονός έχει εγγραφεί βαθιά στη συνείδηση της εποχής µας.

Θα µπορούσαµε να πούµε ότι ο νεο-λαϊκισµός είναι η απεγνωσµένη προσπάθεια να επανορθωθεί το ανεπανόρθωτον: η παγκοσµιοποίηση, η πολυπολιτισµικότητα, η µετανάστευση… κάθε τι που στα µάτια των πολλών αποτελεί την αιτία όλων αυτών που βιώνονται τραυµατικά.

O Korte (σε Werz 2003: 209-242) κάνει ένα αποφασιστικό βήµα πέρα από τις κυκλικές, στην πλειονότητά τους, προσεγγίσεις του νεο-λαϊκισµού αποδεχόµενος την καθολικότητα της επικράτησής του και αναγνωρίζοντας την ανάγκη ελεγχόµενης λεκτικής αξιοποίησής του (βλ. και Σταυρακάκης σε αυτόν τον τόµο). Έχοντας υπόψη ότι η ταχύτητα των εξελίξεων δεν αφήνει στην πολιτική και τα κόµµατα µεγάλα περιθώρια αποφασιστικής παρέµβασης, λόγω της γνωστής από τη συζήτηση για τη shareholder value ανάγκη ταχείας λήψης αποφάσεων (short termism), ο Korte υποστηρίζει ότι ο λαϊκισµός αποτελεί ‘ένα εργαλείο της σύγχρονης διακυβέρνησης’ και ‘υπηρετεί ως στρατηγική την κινητοποίηση και εξασφάλιση συναίνεσης’. O λαϊκισµός ‘είναι κυβερνητική πολιτική µε σκοπό την εξασφάλιση πλειοψηφίας’. Σε όλο το τεράστιο έργο του ο N. Luhmann επέµενε ότι οι διαφοροποιήσεις και η περιπλοκότητα των λειτουργιών, τις οποίες τα σύγχρονα συστήµατα υποχρεώνονται να αντιµετωπίσουν, κάνουν απαραίτητη την ‘αποµείωση περιπλοκότητας’. H αποµείωση της περιπλοκότητας των προβληµάτων της πολιτικής που αντιµετωπίζουν οι σύγχρονες, µετανεωτερικές κοινωνίες είναι τελικά ο χώρος στον οποίο ο νεο-λαϊκισµός έχει να επιδείξει τις µεγαλύτερες επιτυχίες του.

Όµως, η αποµείωση αυτή δεν γίνεται για να κάνει δυνατή την επικοινωνία και την ανταλλαγή πληροφοριών, όπως συµβαίνει στο µοντέλο των αυτοαναφερόµενων συστηµάτων του Luhmann, αλλά γίνεται προ πάντων για να κινητοποιηθούν προκαταλήψεις, να ενισχυθούν φόβοι και µνησικακίες, µε άλλα λόγια για να κινητοποιηθούν τα άλογα συναισθήµατα στους ανθρώπους που τους κάνουν περισσότερο χειραγώγιµους και γι’ αυτό κινητικούς. ‘H πρόκληση φόβου και δέους είναι συστατική όλων των λαϊκιστικών πολιτικών’ (Brumlick σε Dubiel 1986: 266). O Korte φαίνεται να υποστηρίζει, ότι για να εξουδετερωθούν αυτά τα συγκριτικά πλεονεκτήµατα του νεο-λαϊκισµού στις µετανεωτερικές κοινωνίες οι ‘φύλακες’, έχοντας γνώση τον πολυειδή χαρακτήρα των εξελίξεων και νεωτερισµών παρεµβαίνουν για να αντιµετωπίσουν τον νεο-λαϊκισµό στον χώρο του και µε τα ίδια του τα µέσα.

H µιντιοκρατία και η συνεπαγόµενη δηµοκρατία των Media ανοίγει τον δρόµο σε χαρισµατικούς πολιτικούς, γνώστες των Mέσων και ικανούς χειριστές τους. Στηριζόµενοι στα Mέσα οι ηγέτες αυτοί παρακάµπτουν τα κόµµατά τους αλλά και τους θεσµούς –στόχους κριτικής του νεο-λαϊκισµού– και επικοινωνούν άµεσα µε το εκλογικό σώµα, αντιπαραθέτοντας στις αρνητικές λαϊκιστικές εγκλήσεις τις δικές τους θετικές εγκλήσεις.

Ένα απλό όσο και καθηµερινό παράδειγµα αρνητικών εγκλήσεων λαϊκιστών ηγετών είναι οι µετανάστες. Mύριες είναι οι αρνητικές φορτίσεις της έννοιας ‘ξένος’, ‘αλλοδαπός’, ‘πρόσφυγας’ και ό,τι άλλο: οι µετανάστες προσφέρουν φθηνή εργατική δύναµη και εκτοπίζουν τους γηγενείς από την αγορά εργασίας· οι µετανάστες εγκληµατούν· η πολυπολιτισµική κοινωνία απειλεί τον δικό µας πολιτισµό· οι αλλοδαποί αλλάζουν τη σύνθεση του λαού µας και µας κάνουν ξένους στον τόπο µας. Aυτές και παρόµοιου είδους εγκλήσεις είναι γνωστές από το λεξιλόγιο των νεο-λαϊκιστών. Όµως, τα Mέσα προσφέρονται το ίδιο και στους δηµοκρατικούς χαρισµατικούς ηγέτες. Έτσι το ίδιο γεγονός µπορεί να παρουσιαστεί θετικά: οι µετανάστες λύνουν το δηµογραφικό µας πρόβληµα και εξασφαλίζουν τη βιωσιµότητα των κοινωνικών µας ταµείων· η πολυπολιτισµικότητα αποτελεί πλούτο και ποικιλία και µπολιάζει και κινητοποιεί τον δικό µας πολιτισµό· οι αλλοδαποί αναζωογωνούν την αγορά εργασίας και ξαναδίνουν ζωή σε εγκαταλελειµµένες περιοχές κ.λπ. Tα ηλεκτρονικά Mέσα προσφέρονται το ίδιο στον Haider, τον Le Pen, τον Berlusconi, τον Blocher κ.ά. όσο και στον Chirac, τον Blair, τον Schröder κ.ά. Xω ρίς αυτό να σηµαίνει ότι το ‘µπαλκόνι’ από το οποίο ο χαρισµατικός ηγέτης µπορεί να κάνει δική του τη χώρα έχασε τη σηµασία του (η ελληνική εµπειρία των τελευταίων τριάντα χρόνων το διαψεύδει) εν τούτοις έχει αποκτήσει τον ανταγωνιστή του. Για το ορατό µέλλον φαίνεται ότι ισχύει η διαπίστωση του Tarchi πολίτες και πολιτικοί επιστήµονες θα πρέπει να συνηθίσουν να ζουν µε τον λαϊκισµό. H επιθεώρηση EΠIΣTHMH KAI KOINΩNIA, µε το αφιέρωµά της αυτό στον νεο-λαϊκισµό, ξεκίνησε τον προβληµατισµό για την αντιµετώπισή του.

Σηµειώσεις

  • Παρά τις σηµαντικές τους διαφορές στην προσέγγιση του λαϊκιστικού φαινοµένου οι δύο κυριότεροι ερευνητές του, ο E. Laclau και η M. Canovan, συµφωνούν στη διαπίστωση των πυρηνικών του στοιχείων που είναι: η επίκληση του λαού και ο αντιελιτισµός, δηλαδή οι λαϊκιστικές εγκλήσεις ενάντια στο µπλοκ εξουσίας (Mouzelis 1986: 330).

 

  • ‘H λαϊκιστική ρητορική’, γράφει ο Taguieff (1995: 29), ‘δεν ανασταίνει µόνο τον µύθο του ευγενούς αγρίου που αποτελεί τον συνδυασµό αρετής και πρωτογονισµού, αλλά επίσης τον συνδέει µε την εθνικιστική µυθολογία της ταυτότητας, της οµοιογένειας και της ενότητας των ανθρώπων, δηλαδή ιδιαίτερα αυτών των ανθρώπων, διότι αυτοί οι άνθρωποι είναι ενάρετοι, είναι λογικοί και απλοί και έχουν τη δύναµη να ενώσουν τις εθνικές δυνάµεις’.

Bιβλιογραφικές αναφορές

 Paul Taggart, Populism, Open University Press: Buckingham-Philadelphia, 128 σελ.

Yves Mény και Yves Surel (επιµ.), Democracies and the Populist Challenge, Palgrave: New York 2002, 258 σελ.

Nicolaus Werz (επιµ.), Populismus. Populisten in Übersee und Europa, Leske+Budrich: Opladen, 280 σελ.

Beck, U. (1997). Was ist Globalisierung? Irrtümer des Globalismus – Antworten auf Globalisierung. Suhpkamp: Frankfurt/M.

Brumlik, M. (1986). Geistesaristokraten und Einpunktegalitaristen. Ein antipopulistisches Pamphlet. Σε H. Dubiel, επιµ., Popumismus und Aufklärung. Suhrkamp: Frankfurt/M.

Dubiel, H. (1986). Das Gespenst des Populismus. Σε H. Dubiel, επιµ.,

Popumismus und Aufklärung. Suhrkamp: Frankfurt/M. Mouzelis, N. (1985). ‘On the Concept of Populism: Populist and Clientelist Modes of Incorporation in Semiperipheral Politics’. Politics and Society, 1.

Taguieff, P.-A. (1995). ‘Political Science Confronts Populism: From a Conceptual Mirage to a real Problem’. TELOS, 103.

TELOS (1993/94). Special Double Issue: The French New Right. New Right – New Left – New Paradigm?, Nr. 98-99.

TELOS (1995). Special Issue on Populism 1, Nr. 103.

Πηγή Αρθρου

Σελίδα εξωφύλλου

ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ  ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΟΙΞΗ 2004