ΜΑΖΙ ΤΑ ΦΑΓΑΜΕ

Σε μια τηλεοπτική αγγλική αστυνομική σειρά (Broadchurch) βασική μάρτυς για το φόνο ερωτάται στο δικαστήριο: « Μα γιατί διαψεύδετε την κυρία Μακλήν; Τί λόγο έχει να πεί ψέματα;» και η μάρτυς απαντά: «Μα… είναι δημοσιογράφος»! Και… πράγματι. Οπως αναφέρει έρευνα του Πανεπιστημίου Loughborough (μπορείτε να τη διαβάσετε ολόκληρη εδώ) οι εφημερίδες που στήριξαν το brexit δεν ήταν περισσότερες από αυτές που στήριξαν το remain. Η διαφορά είναι ότι οι πρώτες είναι…πρώτες σε κυκλοφορία με τεράστια διαφορά από τις δεύτερες. Συνεπώς τα ψέματα και οι μισές αλήθειες που-αποδεδειγμένα πλέον- χρησιμοποίησαν είχαν κατά πολύ (80%!) μεγαλύτερη αριθμητικά διείσδυση στο αναγνωστικό κοινό. Η σχετικά μετριοπαθής και αντικειμενική στάση των «remain εφημερίδων» διαβάστηκε από πολύ λιγότερους ανθρώπους στη Μ.Βρεταννία. Εύκολα καταλήγουμε στο συμπέρασμα, λοιπόν, ότι τα media και οι δημοσιογράφοι έχουν καθοριστική ευθύνη για τις επιλογές των πολιτών. ΟΚ! Φταίνε!

ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΚΥΡΙΕ;

Η ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στις διαδικασίες των δημοκρατικών κοινωνιών προυποθέτει δύο δεδομένα: την ελευθερία έκφρασης και την κριτική σκέψη. Τα media είναι βασικός αγωγός των μηνυμάτων που επηρεάζουν τις τελικές αποφάσεις προκειμένου να ασκηθεί η ύψιστη δημοκρατική αξία: η ψήφος. Η γνώση της λειτουργίας των ΜΜΕ, η δυνατότητα στοιχειώδους «αποκωδικοποίησης» των πληροφοριών που μέσω αυτών διαχέουν τα πολιτικά κόμματα αποτελεί προυπόθεση για τη συνεισφορά και τη συμμετοχή των πολιτών στη δημοκρατία. Δυστυχώς, ούτε η ελευθερία έκφρασης ούτε η κριτική σκέψη είναι προιόντα αυτοφυή. Είναι αποτέλεσμα δημόσιας παιδείας και προσωπικού κόπου. Θα ήταν ευχής έργον αλλά ατυχώς η κατάταξη των δημοσιογράφων συλλήβδην στην κατηγορία «ψεύτες» και του συνόλου των εκδοτών στην κατηγορία «μεγάλα συμφέροντα» δεν προσφέρει απολύτως τίποτα στην αξιολόγηση των πληροφοριών που παίρνουμε και, ακόμα χειρότερα, δεν βοηθάει στον αποτελεσματικότερο έλεγχο της επιρροής που ασκούν αυτές οι πληροφορίες στις σκέψεις και τις πράξεις μας. Ας πάρουμε ένα ακραίο αλλά υπαρκτό παράδειγμα: αναθεματίζουμε τα «συστημικά» ΜΜΕ και την ίδια στιγμή επιδοκιμάζουμε με χιλιάδες ψήφους στις εθνικές εκλογές κάποιον που έγινε γνωστός δημοσιογραφώντας σε αυτά τα «συστημικά» Μέσα, όντας μάλιστα υποψήφιος ΣΥΡΙΖΑ, ενός κόμματος δηλαδή που κατηγορεί συνεχώς για προπαγάνδα όποιο Μέσον έχει διαφορετική άποψη. Το λιγότερο που κάνουμε σε αυτήν την περίπτωση είναι ότι συμμετέχουμε ως πολίτες σε κάποιου είδους παράνοια, χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι με αυτές τις ψήφους επικροτούμε πρακτικά ό,τι κατά τα άλλα μας αρέσει να καταγγέλλουμε: τη διαπλοκή ανάμεσα σε δημοσιογράφους και πολιτικούς. Διότι για να είσαι υποψήφιος οποιουδήποτε κόμματος πρέπει να έχεις στενές σχέσεις με τον κομματικό μηχανισμό, πρέπει να υπακούς στη γραμμή του κόμματος, πρέπει να ξοδέψεις λεφτά για την προεκλογική σου εκστρατεία-για να δούμε τις απλοικότερες των διαπιστώσεων που μπορεί και θα ‘πρεπε να οδηγήσουν και τον τελευταίο πολίτη ψηφοφόρο τουλάχιστον στην αμφισβήτηση της μέχρι τώρα δημοσιογραφικής και στο μέλλον πολιτικής ακεραιότητας αυτού του υποψηφίου.

Καλώς ή κακώς έχει φτάσει-προ πολλού- η ώρα που ο πολίτης δεν μπορεί να είναι απλώς αποδέκτης και στη συνέχεια κατήγορος. Εχει την ευθύνη που του αναλογεί για κάθε αποτέλεσμα που επηρεάζει την κοινωνία και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζει. Πολιτικοί και δημοσιογράφοι διαμεσολαβούν μηνύματα που δεν χρειάζεται πάντα να είναι κάποιος πυρηνικός επιστήμων για να τα αποκωδικοποιήσει. Ενας πολιτικός που χρησιμοποιεί στον 21ο αι. τη φωνή του Ανδρέα Παπανδρέου υπό τους ήχους των Κάρμινα Μπουράνα δεν μπορεί να εκπλήσσει όταν στο δημοψήφισμα κάνει το 60% ΟΧΙ, 100% ΝΑΙ- ειδικά όταν κρίνεται από ένα κοινό όπως το ελληνικό που, εδώ και πολλά χρόνια, εκφράζεται στην πλειοψηφία του με λόγια βαρέως απαξιωτικά για τους πολιτικούς. Δεν χρειάζεται επίσης να είναι ειδικός επικοινωνιολόγος για να καταλάβει ότι όταν στο Facebook αναπαράγει ειδήσεις χωρίς υπογραφή, χωρίς την καταγραφή της πηγής, χωρίς να αναρωτηθεί ποιός-πού-πότε-γιατί, ψάχνοντας λίγο περισσότερο στο διαδίκτυο, απλώς στηρίζει τον «ψεύτη δημοσιογράφο» και τα «εκδοτικά συμφέροντα» που καταγγέλλει γενικώς και αορίστως. Δεν είναι πλέον δικαίωμά του αλλά και υποχρέωσή του να ακούσει, να διαβάσει, να κρίνει, να απαιτήσει, να αξιολογήσει με «κριτική αυτονομία», όπως ονομάζει ο Len Masterman στο βιβλίο του Teaching the Media, τη βασική ικανότητα χωρίς την οποία δεν μπορείς να λειτουργήσεις ως πολίτης σε μια δημοκρατική κοινωνία.