Ένα από τα περίεργα που παρατηρούνται σήμερα με τους δημοσιογράφους είναι ότι όσοι δεν είναι δημοσιογράφοι τούς ασκούν διαρκώς κριτική. Δεν είναι μόνο ο Ντόναλντ Τραμπ. Πολλοί θεωρούν τους δημοσιογράφους του έντυπου ή ηλεκτρονικού Τύπου ένα φιλελεύθερο καρτέλ που μαγειρεύει «fake news». Λίγοι από αυτούς που μας κατηγορούν, όμως, καταλαβαίνουν την καθημερινή μας εργασία. Αυτό δεν είναι περίεργο. Κι εγώ ξέρω ελάχιστα πράγματα για το πώς δουλεύουν οι άνθρωποι στην οικοδομή ή στη διαφήμιση.

Μια από τις συνήθεις κατηγορίες είναι ότι «κατασκευάζουμε ειδήσεις». Στην εποχή της Google και των social media, όμως, κάτι τέτοιο αποκαλύπτεται εύκολα. Δεν είναι όπως το 1933, που ο τότε ανταποκριτής των New York Times στην ΕΣΣΔ του Στάλιν αρνήθηκε ότι υπήρχε πείνα στην Ουκρανία και δεν του αντιτάχθηκε κανείς. Η αλήθεια είναι ότι το Google, και μαζί με αυτό οι χιλιάδες millennials που εργάζονται ως κακοπληρωμένοι fact-checkers (διακριβωτές γεγονότων) έχουν βοηθήσει πολύ στην ακρίβεια της δημοσιογραφίας. Προ ημερών έκανα μια έρευνα για μια βιογραφία και δεν πίστευα στα μάτια μου με τα μαργαριτάρια ανακρίβειας που διάβαζα σε εφημερίδες της δεκαετίας του ’60.

Μια άλλη επίθεση που δεχόμαστε είναι του τύπου «δώσε μας τα γεγονότα, δεν μας ενδιαφέρει η γνώμη σου». Πριν από το Internet, τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης αφιέρωναν το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς τους σε ειδήσεις όπως «Είκοσι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από φωτιές» ή «τα επιτόκια αυξήθηκαν κατά 1%».

Σήμερα, οι ειδήσεις είναι δωρεάν παντού. Η δημοσιογραφία λοιπόν πρέπει να προσθέσει την ανάλυση. Τα «γεγονότα» άλλωστε δεν είναι ουδέτερα. Όπως έχει επισημάνει ο ψυχολόγος του Χάρβαρντ Στίβεν Πίνκερ, οι «ειδήσεις» δίνουν συνήθως βάρος σε γεγονότα (έπεσε μια γέφυρα, είπε ψέματα ένας πολιτικός) και υποτιμούν γενικότερες αισιόδοξες τάσεις (όπως την αύξηση του προσδόκιμου ζωής).

Κάποιοι αναγνώστες ισχυρίζονται ότι γράφουμε κατά παραγγελία. Στην πραγματικότητα, όλοι σχεδόν οι δημοσιογράφοι των φιλελεύθερων μέσων που έχω συναντήσει πιστεύουν αυτά που γράφουν. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι είναι φιλελεύθεροι, όχι εξαιτίας εξωτερικών πιέσεων αλλά επειδή η καλή δημοσιογραφία απαιτεί υψηλή μόρφωση – και οι μορφωμένοι δημοσιογράφοι είναι συνήθως φιλελεύθεροι που αντιτίθενται στον Τραμπ, στο Brexit και στον λαϊκισμό εν γένει.

«Έχετε χάσει την επαφή σας με τους καθημερινούς ανθρώπους» ισχυρίζονται κάποιοι. Αυτό είναι όλο και λιγότερο αλήθεια. Το Brexit και η εκλογή του Τραμπ σόκαραν τους δημοσιογράφους, που άρχισαν να έρχονται πιο κοντά στους καθημερινούς ανθρώπους – ιδιαίτερα τους λευκούς.

Εξ ου και το νέο αμερικανικό δημοσιογραφικό είδος που λέγεται «Trump safaris» (επισκέψεις σε πόλεις όπου κυριαρχεί η λευκή εργατική τάξη).

Άλλο πάλι γιατ το οποίο μας κατηγορούν ότι θέλουμε να επιβάλουμε τη φιλελεύθερη ατζέντα. Όμως οι δημοσιογράφοι σήμερα έχουν αμελητέα επιρροή στις γνώμες των πολιτών – και το ξέρουν.

Το 1968, μια εκπομπή του Γουόλτερ Κρονκάιτ ήταν αρκετή για να στραφεί η αμερικανική κοινή γνώμη εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ. Όμως το Internet οδήγησε στον κατακερματισμό των μέσων ενημέρωσης. Σήμερα ο καθένας από εμάς έχει ένα πολύ μικρό κοινό. Η εμμονή του Τραμπ με το CNN είναι περίεργη, αν λάβει κανείς υπόψη του πόσο λίγοι άνθρωποι παρακολουθούν αυτό το κανάλι.

Όταν οι δημοσιογράφοι επηρεάζουν την κοινή γνώμη, αυτό γίνεται συνήθως προς μη φιλελεύθερη κατεύθυνση. Όποτε τα φιλελεύθερα μέσα προωθούν μια ιδέα (για παράδειγμα, ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί πρόβλημα), πολλοί δεξιοί τάσσονται ενστικτωδώς υπέρ της αντίθετης άποψης. Η αποκάλυψη σκανδάλων διαφθοράς, πάλι, βοηθά τους λαϊκιστές.

Οι ιδιοκτήτες των μέσων (που συνήθως είναι τοποθετημένοι στη Δεξιά) έχουν κάποια επιρροή στην κοινή γνώμη, αν και περιορισμένη τώρα που οι νέοι άνθρωποι μαθαίνουν τα νέα από τα social media.

Οι μεμονωμένοι δημοσιογράφοι δεν έχουν σχεδόν καμιά επιρροή. Ούτε τους νοιάζει.

Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι τους οποίους γνωρίζω μπήκαν στο επάγγελμα για άλλους λόγους: επειδή απέτυχαν στις λογοτεχνικές τους φιλοδοξίες, επειδή τους αρέσει να παρακολουθούν τις ειδήσεις ή επειδή θέλουν να περιγράψουν την εποχή τους.

Όσο περνάει ο καιρός, μας καθοδηγεί λιγότερο η ανάγκη να κάνουμε το καλό και περισσότερο η ανάγκη για scoops, προσοχή και ψυχαγωγία.

Του Simon Kuper (*)

* Ο Σάιμον Κούπερ είναι δημοσιογράφος των Financial Times

Πηγή: Financial Times

Πηγή Φωτογραφίας