Δεν είναι πρωτότυπο για μια εταιρεία να διαφημίζει τους κανόνες που ακολουθεί προκειμένου να προστατεύσει το περιβάλλον, είτε αυτές οι ενέργειες αφορούν τη χρήση ή την κατάργηση χάρτινης σακούλας είτε την έκλυση αερίων επιβαρυντικών για το περιβάλλον και την υγεία των ανθρώπων.
Εκατοντάδες παραδείγματα τέτοιου είδους εταιρικών συμπεριφορών συνδιαμόρφωσαν, μαζί με επιστημονικές έρευνες γνωστές στο ευρύ κοινό, αγοραστικές προτιμήσεις των πολιτών και, μερικές φορές, πριν γίνουν κρατικοί ή ευρωπαϊκοί νόμοι. Ποιος Αμερικανός ή Ευρωπαίος θα ψεκάσει πια με DDT τα κουνούπια και τα φυτά του και ποια εταιρεία δεν θα διαφημίσει το αποσμητικό της με την ταμπέλα «χωρίς paraben»;
Τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Η ανάδυση και ανάδειξη των «πράσινων» εταιρειών ξεκίνησε κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1970 – αρχές δεκαετίας ’80. Ομάδες ενημερωμένων πολιτών συμμετείχαν και πρωτοπορούσαν ως μοχλοί πίεσης προς τις εταιρείες προκειμένου αυτές να υιοθετήσουν πρακτικές συμβατές προς την προστασία του περιβάλλοντος και άρα της υγείας των ανθρώπων, επηρεάζοντας ταυτόχρονα τις καταναλωτικές συμπεριφορές, που κι αυτές με τη σειρά τους λειτουργούσαν ως μοχλός πίεσης ως προς τη δημιουργία κανόνων εταιρικής ευθύνης.
Ωστόσο, όπως όλοι οι κανόνες, χρειάζονται από καιρού εις καιρόν ένα ξεσκόνισμα, αν θέλουν να βρίσκονται σε ζωντανή σύνδεση με το περιεχόμενο και τον σκοπό της δημιουργίας τους. Αυτό σημαίνει τη συνειδητοποίηση, εκ μέρους των εταιρειών κάθε είδους και τομέα, αφενός μεν ότι απαιτείται χρόνος προκειμένου να παγιωθεί μια καλή κοινωνική πρακτική (after all these years, ακόμα σώζουμε τα δάση του Αμαζονίου), αφετέρου δε ότι η προσαρμογή του κανόνα, η αλλαγή, η δημιουργία ενός νέου απαιτεί συνεχή εγρήγορση και ευήκοα ώτα προς το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Και το σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι επισημαίνει τη συνευθύνη των εταιρειών –ξαναλέω, κάθε είδους και τομέα– στην εξάπλωση ψευδών ειδήσεων, στην ποιότητα του δημοσιογραφικού προϊόντος που φτάνει στους καταναλωτές. Επισημαίνει την επείγουσα ανάγκη προστασίας ενός άλλου περιβάλλοντος, του διαδικτυακού, και άρα την ανάγκη δημιουργίας μιας νέας κατηγορίας Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης.
Επιβάλλεται πλέον η αποδοχή της ευθύνης εκ μέρους τους ως προς τον επιμερισμό του κεφαλαίου που διαθέτουν για διαφημίσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, παραδοσιακά και ηλεκτρονικά. Η συνειδητοποίηση και αποδοχή του ρόλου τους στην εκπαίδευση των πολιτών, η συνειδητοποίηση και αποδοχή του γεγονότος ότι αποτελούν έναν καθοριστικό κρίκο στην αλυσίδα των ενδιαφερόμενων μερών ως προς την εξέλιξη της παιδείας, της κοινωνίας, της δημοκρατίας, της ανάγκης για την ενεργό συμμετοχή τους στη δημιουργία εξελίξεων που επηρεάζουν την καθημερινή ποιότητα ζωής και τη συμπεριφορά των πολιτών, πλέον ως «καταναλωτών ειδήσεων».
Επιβάλλονται, βέβαια, ενέργειες και αποφάσεις εταιρικών δράσεων που είναι –λίγο έως πολύ– άγνωστες στη χώρα μας και πολύ πιο δύσκολες από τις δωρεές τόνων ρυζιού και τις δενδροφυτεύσεις. Ξεκινώντας από την απλή (;) συναίνεση ότι, είτε πουλάνε μπίρες είτε πυρηνικές κεφαλές, δεν επιτρέπεται να φιγουράρει το σήμα οποιασδήποτε εταιρείας δίπλα σε τίτλους όπως «Χταπόδι-ζόμπι: Νόμιζε ότι το μεσημεριανό του ήταν καλοψημένο, αλλά εκείνο άρχισε να του επιτίθεται» ή «Οδηγός ταξί σκότωσε τη σύζυγό του και τα δύο τους παιδιά, γιατί αρνήθηκε να κάνει πλαστική στήθους», και, ναι, δεν αναφέρουμε τις εταιρείες, αλλά υπήρχαν «διαφημιζόμενοι», όπως λέμε, δίπλα στους προαναφερθέντες υπαρκτούς, επίσης, τίτλους.
Διότι το οξυγόνο των ψευδών ειδήσεων, της παραπληροφόρησης και της ένδειας των πολιτών ως προς την παιδεία στα μέσα, της κακής ποιότητας παραδοσιακών και νέων μέσων για την οποία όλοι νιώθουν υποχρεωμένοι, απέναντι στην κοινωνική τους εικόνα, να διαμαρτυρηθούν, είναι φυσικά το χρήμα.
Το διαρκές οξυγόνο της καλής δημοσιογραφίας (ερευνητικής, οικονομικής, πολιτιστικής) και της εκπαίδευσης των πολιτών κάθε ηλικίας ως προς τις ειδησεογραφικές καταναλωτικές προτιμήσεις, χωρίς να υποτιμούνται η ατομική ευθύνη απέναντι στη δεοντολογία και οι υποχρεώσεις μας ως δημοσιογράφων και πολιτών, είναι φυσικά και πάλι το χρήμα.
Βρισκόμαστε μπροστά στην ανάγκη της σωτηρίας ενός διαδικτυακού Αμαζονίου και οι επιχειρήσεις κάθε είδους δεν είναι πλέον άμοιρες ευθυνών για τις, αρνητικές ή θετικές, επιπτώσεις που ο παγκόσμιος ιστός φέρνει στην καθημερινότητά μας.