H απόφαση του αμερικανικού Κογκρέσου να ψηφίσει με εντυπωσιακή πλειοψηφία ένα νέο πακέτο κυρώσεων κατά των ρωσικών εταιρειών αλλά και προσώπων, έφερε, αφενός τον πρόεδρο της χώρας Ντόναλντ Τραμπ μπροστά σε ένα πολιτικό αδιέξοδο αφού, αν δεν υπογράψει το νόμο πλέον, θα κληθεί να απαντήσει για το είδος των σχέσεων που θέλει να έχει με την Ρωσία, και αφετέρου υποχρέωσε τον πρόεδρο της τελευταίας να προχωρήσει σε μια σειρά αντί-μετρα κατά των ΗΠΑ εγκαταλείποντας κάθε ελπίδα για την οικοδόμηση μιας “ειδικής προσωπικής σχέσης” με τον πρόεδρο Τραμπ.
Τα μέτρα
Στις 27 Ιουλίου το Κογκρέσο των ΗΠΑ σε μια ψηφοφορία που ελάχιστα απήχε από την ομοφωνία αποφάσισε την επέκταση του νόμου για τις κυρώσεις κατά Ρώσων πολιτών και εταιριών, τις οποίες είχε επιβάλει η προεδρία Ομπάμα, λίγες ημέρες πριν την αποχώρησή της από την εξουσία, ως απάντηση στην ρωσική πολιτική προσάρτησης της Κριμαίας, την ενίσχυση των αποσχιστικών κινημάτων στην Ανατολική Ουκρανία και την θρυλούμενη ανάμειξη των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών στην αμερικανική προεκλογική εκστρατεία. Οι γερουσιαστές μάλιστα των ΗΠΑ έκαναν ένα βήμα παραπέρα, ζητώντας από τον Λευκό Οίκο να σκληρύνει την στάση του απέναντι στην Ρωσία, δεδομένης της ανησυχίας πολλών εξ αυτών σχετικά με τις προθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος αντιμετωπίζει έναν κυκεώνα προβλημάτων σχετικά με τις σχέσεις του ιδίου αλλά και πολλών μελών της οικογένειας και του επιτελείου του με Ρώσους διπλωμάτες, δικηγόρους, επιχειρηματίες. Οι γερουσιαστές φοβούνται, χωρίς να το κρύβουν, πως ο Τραμπ σχεδιάζει την αλλαγή της πολιτικής έναντι του Κρεμλίνου με την κατάργηση των κυρώσεων. Για το λόγο αυτό ετοιμάζονται να προτείνουν και μια σειρά συμπληρωματικών κυρώσεων που θα αφορούν εκείνους που κατά την γνώμη τους ευθύνονται για τις μεγάλες κυβερνοεπιθέσεις, αλλά και εκείνους που παρακάμπτουν την νομοθεσία ως προς την παροχή τεχνολογίας για τον κλάδο της ενέργειας και συμμετέχουν σε κοινές επιχειρήσεις ή επιχειρηματικά σχήματα με Ρώσους ολιγάρχες.
Η απάντηση της Ρωσίας
Η απάντηση δεν άργησε να έρθει με ανακοίνωση του ρωσικού ΥΠΕΞ στο οποίο αναφέρεται: “Στις 27 Ιουλίου το Κογκρέσο των ΗΠΑ ψήφισε ένα νέο νόμο, ο οποίος αυστηροποιεί τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Για άλλη μια φορά αυτό επιβεβαιώνει την ακραία επιθετικότητα των Ηνωμένων Πολιτείων στις διεθνείς υποθέσεις. Κρυπτόμενες πίσω από την “εξαιρετικότητα” των ΗΠΑ υπεροπτικά αγνοούν τις θέσεις και τα συμφέροντα όλων των άλλων κρατών” […]
Στη συνέχεια ο πρόεδρος Πούτιν υπέγραψε διάταγμα για την απέλαση, ουσιαστικά, περίπου 800 Αμερικανών διπλωματών, το κλείσιμο των προξενείων σε Αικατερίνεμπουργκ, Βλαδιβοστόκ και Αγία Πετρούπολη, την απαγόρευση χρήσης αποθηκευτικών χώρων, αλλά και εξοχικών κατοικιών για τους διπλωμάτες των ΗΠΑ.
Μικρή προϊστορία
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε μια μικρή λεπτομέρεια, η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση του ζητήματος.
Σύμφωνα με τον Ντμίτρι Πεσκόφ, εκπρόσωπο Τύπου του Κρεμλίνου, η Μόσχα αναγκάστηκε να λάβει τα συγκεκριμένα αντίμετρα χωρίς να περιμένει την υπογραφή του σχετικού νόμου από τον πρόεδρο Τραμπ. Κι εδώ αρχίζει το ενδιαφέρον: στα τέλη Δεκεμβρίου 2016 οι αμερικανικές αρχές είχαν κηρύξει ως persona non grata 35 Ρώσους διπλωμάτες και είχαν κλείσει 2 προξενεία, ένα στην Νέα Υόρκη και ένα στο Μέριλαντ, ως απάντηση στην εικαζόμενη ρωσική ανάμειξη στις αμερικανικές εκλογές. Η Ρωσία τότε επέδειξε συγκρατημένη στάση εν αναμονή της αποχώρησης της κυβέρνησης Ομπάμα και την ανάληψη της εξουσίας από τον Ντόναλντ Τραμπ. Υπάρχει όμως ένα αξιοσημείωτο παρασκήνιο: ο υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ είχε εξαγγείλει τα απαντητικά μέτρα της Ρωσίας, τα οποία όμως ο πρόεδρος Πούτιν ακύρωσε μετά από λίγες ώρες. Σύμφωνα με πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας, ο στρατηγός Φλιν (σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος αναγκάστηκε να παραιτηθεί) είχε επισκεφθεί τον τότε πρέσβη της Ρωσίας στις ΗΠΑ Κισλιάκ και του μετέφερε την άποψη του επερχόμενο προέδρου να μην βιαστούν με τα αντίμετρα και να περιμένουν την ορκωμοσία του νέου προέδρου.
Nota Benne
Οι κυρώσεις των ΗΠΑ κατά των ρωσικών εταιρειών στοχεύουν στον αποκλεισμό της Ρωσίας από τις χρηματαγορές και τον φτηνό δανεισμό, σε μια περίοδο όπου η οικονομία της χώρας χειμάζεται, αλλά και στον αποκλεισμό της από τα επιτεύγματα της νέας τεχνολογικής επανάστασης. Εξαίρεση αποτελούν ο τομέας των κινητήρων διαστημικής τεχνολογίας, τους οποίους χρησιμοποιούν οι Αμερικανοί και τα χρήματα που δαπανούν για την προμήθειά τους είναι ένα καλό εισόδημα για την ρωσική ελίτ ή, τουλάχιστον, το τμήμα της που δραστηριοποιείται στον συγκεκριμένο τομέα, έχοντας ως επικεφαλής τον Ντμίτρι Ρογκόζιν, έναν από τους αποκαλούμενους “γεράκια του Κρεμλίνου”.
Τι μέλλει γενέσθαι;
Είναι προφανές ότι η κίνηση των Αμερικανών γερουσιαστών και των δύο κομμάτων, θέλουν να “στριμώξουν” τον Τραμπ στη γωνία. Σε περίπτωση που δεν υπογράψει το σχετικό νόμο, θα υπογράψει την ληξιαρχική πράξη του πολιτικού του θανάτου, σε μια εποχή όταν η εικόνα της κυβέρνησής του παρουσιάζει πολλές βαθιές ρωγμές (παραίτηση του προσωπάρχη Πρίμπους, προβλήματα με τον Γενικό Εισαγγελέα Σέσιονς, κλπ). Αν το υπογράψει (που θα το κάνει) καταρρέει, ουσιαστικά, η προεκλογική του πολιτική για μια “ειδική σχέση με την Ρωσία και, κυρίως, τον πρόεδρο Πούτιν). Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειώσουμε πως ο συγκεκριμένος λόγος αλλάζει ριζικά και δραματικά την σχέση των ΗΠΑ με την Ρωσία του Πούτιν.
Από την άλλη πλευρά, η εσπευσμένη απάντηση της Μόσχας, δείχνει ότι στην ρωσική ηγεσία διεξάγεται ένας έντονος διάλογος για το δέον γενέσθαι έναντι των ΗΠΑ. Από την μία πλευρά υπάρχει η σχολή σκέψης, την οποία εκφράζει το ρωσικό περιοδικό Russia in global affairs και ο διευθυντής της Φιοντόρ Λουκιάνοφ, ο οποίος υποστηρίζει πως η Ρωσία θα πρέπει να βρει τον τρόπο για μια “νέα ειρηνική συνύπαρξη με τις ΗΠΑ” ενώ από την άλλη, υπάρχει η σχολή σκέψης που θέλει την αχανή χώρα των Ρως να αντιμετωπίζει την διεθνή κατάσταση ως χώρα περικυκλωμένη από εχθρούς, πράγμα που σημαίνει την έναρξη του “Ψυχρού πολέμου” του 21ου αιώνα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η ρωσική πλευρά δεν έχει πολλά περιθώρια αντίδρασης. Τα “γεράκια” που προτείνουν την σκλήρυνσης της στάσης της Ρωσίας στην Ανατολική Ουκρανία, μια “εκστρατεία” για την κατάληψη της Μαριούπολης ή ακόμη και την αναγνώριση της Νεορωσίας, δηλαδή των αυτοανακηρυχθέντων δημοκρατιών του Ντονμπάς και του Ντονέτσκ, μπορεί να προκαλεί ρίγη συγκινήσεως στο εσωτερικό κοινό, ωστόσο δεν δείχνει να έχει μεγάλες πιθανότητες υιοθέτησης μιας τέτοιας επιλογής.
Πολλοί Ρώσοι σχολιαστές της εξωτερικής πολιτικής της χώρας τους (Πιοντόφσκι, Μορόζοφ, Ετγκερ, Φρολόφ) σημειώνουν πως η αντίδραση της Μόσχας, δείχνει συγκρατημένη ψυχραιμία αλλά και προετοιμασία για μιας μακράς διάρκειας αντιπαράθεσης στο μέλλον. Επισημαίνουν μάλιστα πως η Ρωσία παρακολουθεί πολύ στενά τις διάφορες σχολές σκέψης που αναπτύσσονται στις ΗΠΑ, τονίζοντας πως ιδιαίτερη σημασία είχαν οι ομιλίες πολλών στελεχών των μυστικών υπηρεσιών πριν από λίγες ημέρες στο Άσπεν, όπου ακούστηκαν πολύ σκληρά λόγια για τον ρόλο του Κρεμλίνου στο σύγχρονο κόσμο, πράγμα που δείχνει πως το αμερικανικό κατεστημένο και “βαθύ κράτος” έχει πολύ διαφορετικές απόψεις από τον σημερινό ένοικο του Λευκού Οίκου.
Ωστόσο, εκείνο το οποίο θα πρέπει να ενταφιαστεί οριστικά, είναι το σχέδιο για μια “ειδική σχέση Ρωσίας – ΗΠΑ ή καλύτερα Τραμπ – Πούτιν”. Αυτό σημαίνει ότι από εδώ και στο εξής θα υπάρχει μια έντονη με μεγάλες διακυμάνσεις σχέση μεταξύ των δύο κρατών και βασικών αντιπάλων κατά την διάρκεια του “Ψυχρού πολέμου” του 20ού αιώνα.
Η Ρωσία προφανώς θα χρησιμοποιήσει ένα μεγάλο οπλοστάσιο για την δημιουργία εντάσεων σε εκείνες τις περιοχές, στις οποίες φέρουν την ευθύνη τόσο ως μέλη του ΝΑΤΟ, όσο και για ιστορικούς λόγους. Το Κρεμλίνο δεν έχει κανένα πρόβλημα να αναπτύξει αρκετές μεραρχίες πυραυλικών συστημάτων κοντά στα σύνορα του ΝΑΤΟ, ενώ δεν αποκλείεται να δούμε στο άμεσο μέλλον προσπάθειες αμφισβήτησης των υφιστάμενων συμφωνιών για την αντιπυραυλική άμυνα. Ταυτόχρονα, η πραγματοποίηση μεγάλων στρατιωτικών ασκήσεων κοντά στα σύνορα με το ΝΑΤΟ θα είναι μια σαφής ένδειξη αύξησης της έντασης, πράγμα που γλαφυρά έδειξαν οι κοινές σινο-ρωσικές ναυτικές ασκήσεις που πραγματοποιήθηκαν αυτές τις ημέρες. Ένα από τα “εργαλεία” που θα χρησιμοποιήσει σίγουρα η Μόσχα είναι η διέλευση πολεμικών σκαφών στα διεθνή θαλάσσια ύδατα, αλλά και αεροσκαφών από τον διεθνή εναέριο χώρο. Όλα αυτά τα μέτρα είχαν λειτουργήσει, κατά την γνώμη πολλών παρατηρητών, στο παρελθόν και δεν βλέπουν κανένα λόγο να μην είναι αποδοτικά και σε αυτή την αντιπαράθεση. Τέλος, δεν αποκλείεται η ανάκληση από την “εφεδρεία” των παλιών δοκιμασμένων μεθόδων της κατασκοπίας, σε συνδυασμό με κυβερνοεπιθέσεις, ως σκιώδεις μορφές άσκησης πίεσης. Αυτό μπορεί να συνδυαστεί με την ενίσχυση εκ μέρους του Κρεμλίνου εκείνων των πολιτικών ή οργανισμών που μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα αποσταθεροποίησης στις χώρες – συμμάχους των ΗΠΑ και πρώτα από όλα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στον τομέα της οικονομίας, οι ελιγμοί της Ρωσίας είναι πιο περιορισμένοι, δεδομένης της καχεξίας της οικονομίας της. Σήμερα, το δεκαετές ομόλογο της Ρωσίας διαπραγματεύεται με επιτόκιο 7,888%, πράγμα που δείχνει την δυστοκία της στην πρόσβαση “φτηνού χρήματος”. Συνάμα, η ηγεσία του Κρεμλίνου, παρά τη ρητορική της κατά της παγκοσμιοποίησης, συνειδητοποιεί πολύ καλά ότι δεν μπορεί επ’ ουδενί να απαντήσει στις ΗΠΑ και εν γένει στην Δύση σε αυτό τον τομέα. Οι απελπιστικά αργοί ρυθμοί οικοδόμησης της Ευρασιατικής Τελωνιακής Ένωσης, αλλά και μια σειρά κοινών επιχειρηματικών σχημάτων τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Νοτιοανατολική Ασία, περιορίζουν τις δυνατότητες της. Μπορεί, όμως, σε διπλωματικό επίπεδο να ασκήσει κάποιες πιέσεις τόσο προς δυσμάς όσο και προς ανατολάς, χωρίς όμως μεγάλες πιθανότητες να αλλάξει τον χάρτη ροής των παγκόσμιων δανειακών ροών προς όφελός της.
Επιμύθιο
Αργά αλλά σταθερά, η αντιπαράθεση Ρωσίας – ΗΠΑ οδηγεί σε μια διαρκώς αυξανόμενη κλιμάκωση της έντασης, η οποία θα έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τον “Ψυχρό πόλεμο” του 20ού αιώνα. Εκείνου δηλαδή του πολέμου που πολλοί βιάστηκαν να ενταφιάσουν.