Στις 18 Μαρτίου διεξάγονται στη Ρωσία οι προεδρικές εκλογές. Το ενδιαφέρον των αναλυτών εντός και εκτός της Ρωσίας, δεν εστιάζεται τόσο στο αποτέλεσμα των εκλογών, το οποίο όλοι προδικάζουν, αλλά στην μετέπειτα πορεία της Ρωσίας.

Η νέα, τέταρτη θητεία του Βλαντίμιρ Πούτιν, θεωρείται από πολλούς ιδιαίτερα κρίσιμη, δεδομένου ότι προετοιμάζει την επόμενη ημέρα, δηλαδή το πολιτικό σύστημα που θα τον διαδεχτεί και θα αναλάβει τις τύχες της μεγάλης αυτής χώρας τον 21ο αιώνα.

Ποια είναι και τι είναι η “Ρωσία του Πούτιν”

Συχνά ακούμε ή διαβάζουμε την φράση «Η Ρωσία του Πούτιν», ωστόσο θα πρέπει εξ αρχής να σημειώσουμε, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, πως η Ρωσία είναι πολύ μεγαλύτερη από τον Πούτιν. Είναι κάτι άλλο, μεγαλύτερο και, εν πολλοίς άγνωστο, στον μη μυημένο αναγνώστη της Δύσης.

Το μυστήριο αυτό εντείνεται, όταν αναφερόμαστε στο ρωσικό πολιτικό σύστημα, το οποίο έχει τεράστιες διαστάσεις και εξαιρετικά πολύπλοκη δομή.

Η εξουσία ως έννοια, θεωρητική και πρακτική, νοείται ως η δυνατότητα άσκησης επιρροής στο εσωτερικό του συστήματος ή της μετάδοσης συγκεκριμένων ιδεών, το λόμπι συμφερόντων ή η επίτευξη αλλαγών της πολιτικής.

Τα μέσα για την επίτευξη των ανωτέρω είναι τα δίκτυα σχέσεων – συμφερόντων και όχι οι θεσμοί ή τα αξιώματα. Ωστόσο, η τεράστια έκταση αυτών των δικτύων, παρέχει την δυνατότητα αλλαγών στην διαμόρφωση της δομής της εξουσίας αλλά και την δυνατότητα διαχείρισης των διαδικασιών μεταβίβασης αρμοδιοτήτων και εξουσιών.

Σήμερα στην ρωσική πολιτική ελίτ, με σημαντική επιρροή, συμμετέχουν εκείνοι που είχαν αναπτύξει προσωπικές σχέσεις με τον νυν πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, τόσο κατά την εποχή της νεότητά τους στο τότε Λένινγκραντ, νυν Αγία Πετρούπολη, όσο και κατά τη διάρκεια της μακράς του σταδιοδρομίας, αρχικά στην ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ και στη συνέχεια σε διάφορες διοικητικές θέσεις του ρωσικού κρατικού μηχανισμού (αντιδήμαρχος Αγ. Πετρούπολης, αναπληρωτής πρωθυπουργός, πρωθυπουργός).

Ακολουθώντας πιστά την άγραφη παράδοση της ρωσικής ιστορίας που θέλει αλλαγές και ανανέωση της ελίτ, κάθε περίπου 25 χρόνια, ο Πούτιν εδώ και δύο χρόνια, εμφανίζεται ως υπέρμαχος της ανανέωσης της ελίτ, μέσω της ένταξης σε αυτήν γόνων του κοντινού του περιβάλλοντος, αλλά και μελών των νεολαϊστικών οργανώσεων και των πολιτικών κομμάτων, καθώς επίσης και της νέας γενιάς στελεχών των μυστικών υπηρεσιών. Η ποιοτική διαφορά από την προηγούμενη σύνθεση της ελίτ, είναι ότι τα νέα μέλη μπορεί να μην συνδέονται προσωπικά με τον ίδιο τον Πούτιν, σε αυτόν όμως, ωστόσο, οφείλουν την άνοδό τους στα αξιώματα που σήμερα κατέχουν. Δεν είναι τυχαίο πως πολλοί μιλούν για μία μετάβαση από τον “καπιταλισμό των φίλων” στον “κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό αλά Ρωσία”.

Οι «άνθρωποι του Πούτιν», όπως τους αποκαλούν τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στο εξωτερικό, έχουν τοποθετηθεί σε όλες τις δομές εξουσίας, σε όλες τις ομάδες που έχουν ειδικό συλλογικό βάρος στο «τραπέζι των διαπραγματεύσεων», όπου συγκρούονται τα συμφέροντα στο επίπεδο της πολιτικής, της οικονομίας και της ασφάλειας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ο αριθμός των ανθρώπων που έχουν να χάσουν πολλά, αν το σύστημα αλλάξει ριζικά, να είναι ιδιαίτερα μεγάλος. Συνεπώς, ο βασικός πολιτικός στόχος είναι να προσδιοριστεί ένα τυπικό πλαίσιο σε ένα άτυπο σύστημα σχέσεων. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι πολλοί πολιτικοί αναλυτές, εντός και εκτός της Ρωσίας, θεωρούν πως ο βασικός στόχος του Βλαντίμιρ Πούτιν, στην επόμενη προεδρική του θητεία, είναι να δημιουργήσει ένα σταθερό σύστημα, εξασφαλίζοντας την διατήρησή του και μετά την αποχώρηση του ιδίου. Η πιο λογική εκδοχή σήμερα, δεν είναι άλλη από την «προσαρμογή» των συνταγματικών και θεσμικών πλαισίων που ήδη υπάρχουν και λειτουργούν ως ένα μεγάλο βαθμό ικανοποιητικά για την διατήρηση των σταθερότητας εντός της ρωσικής ελίτ.

Γενικά, οι προβλέψεις σχετικά με την Ρωσία, είναι ένα παρακινδυνευμένο άθλημα. Δύσκολα μπορεί κάποιος να προβλέψει την συμπεριφορά και τις αντιδράσεις της. Αυτό, σε πολλαπλάσιο βαθμό, ισχύει για το σημερινό πολιτικό σύστημα. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το απρόβλεπτο σκηνικό, διαδραματίζει ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος, που παραμένει, εν πολλοίς, άγνωστος κατ’ ουσίαν στο ευρύ δυτικό κοινό.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι επόμενες προεδρικές εκλογές, τον Μάρτιο του 2018, θα είναι περίπατος για τον νυν ένοικο του Κρεμλίνου. Η λήξη της επόμενης θητείας του, προσδιορίζεται για το 2024, ημερομηνία κατά την οποία θα συμπληρώνει 25 χρόνια στο ύπατο αξίωμα της Ρωσίας. Κανείς δεν κρύβει τους φόβους του, ότι αυτή η αποχώρηση θα δημιουργήσει προβλήματα σταθερότητας στην χώρα.

Το βασικό πολιτικό πρόβλημα της ρωσικής ελίτ σήμερα, είναι να καθορίσει το σύστημα και, γιατί όχι, το πρόσωπο της διαδοχής του Πούτιν, ως το βασικό στήριγμα του υπάρχοντος συστήματος διακυβέρνησης στην επόμενη δεκαετία.

Ξεκινώντας με την παραδοχή πως η «Ρωσία του Πούτιν» χαρακτηρίζεται από την προσωποποιημένη προεδρική εξουσία, η οποία στηρίζεται σε άτυπες ομάδες της ελίτ, γίνεται κατανοητό πως η μετάβαση σε ένα μη προσωποποιημένο σύστημα που θα στηρίζεται σε τυπικούς θεσμούς με ξεκάθαρους και προβλέψιμους μηχανισμούς, θα ήταν μία εγγύηση για μείωση των κινδύνων αποσταθεροποίησης κατά την προεδρική αλλαγή φρουράς.

Για όσους παρακολουθούν την εσωτερική πολιτική της Ρωσίας, ήταν προφανές ότι με την ανάληψη των καθηκόντων της τρίτης προεδρικής θητείας του το 2012, ο Πούτιν άρχισε «να ξαναμοιράζει την τράπουλα», κάνοντας μία σειρά ενεργειών που περιόριζαν τις δυνατότητες απειλής της εξουσίας του. Εκμεταλλευόμενος τα προνόμια του αρχηγού του κράτους, μείωσε την επιρροή κέντρων εξουσίας εκτός του Κρεμλίνου. Έτσι, με μία σειρά διαταγμάτων που επικύρωσε ασμένως η Άνω και Κάτω Βουλή της χώρας, μειώθηκαν οι αρμοδιότητες και εξουσίες θεσμών όπως ο μηχανισμός του πρωθυπουργικού γραφείου και των μελών του υπουργικού συμβουλίου, του Συνταγματικού Δικαστηρίου, της Δούμας, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.

Απεναντίας, αυξήθηκαν οι εξουσίες της προεδρίας και του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας, δύο θεσμών που βρίσκονται υπό την απόλυτη εξουσία του Βλαντιμίρ Πούτιν και στο πλαίσιο των οποίων λαμβάνονται όλες οι κρίσιμες αποφάσεις εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Ταυτόχρονα, είναι ο προσωπικός του μηχανισμός για την παρακολούθηση και έλεγχο όλων των κρατικών υποθέσεων.

Τα υπόλοιπα ρωσικά πολιτικά κόμματα της ρωσικής Δούμας, έχουν απονευρωθεί εντελώς, αφού τα πολιτικά του προγράμματα, είναι ένα από τα πολλά εργαλεία της προπαγάνδας του Κρεμλίνου. Δεν είναι λίγα τα περιστατικά, βουλευτές του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας, του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού του Ζιρινόφσκι, να προτείνουν νόμους πολύ αυστηρότερους και αντιδημοκρατικούς, απ’ ότι οι βουλευτές των κυβερνώντος κόμματος «Ενιαία Ρωσία».

Αυτή η ανισορροπία που παρατηρείται με το αυξημένο ειδικό βάρος του Κρεμλίνου, είναι σήμερα ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το ρωσικό πολιτικό σύστημα, για την περίοδο των τελευταίων είκοσι επτά χρόνων που πέρασαν από την διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ.

Αξίζει να σημειώσουμε πως το ρωσικό Σύνταγμα έχει όλες τις εγγυήσεις και τις προβλέψεις για την προστασία του θεσμού της προεδρίας, αλλά και του προέδρου προσωπικά, ως αρχηγού του κράτους. Παράλληλα, προβλέπει όλες τις διαδικασίες αναπλήρωσης και αντικατάστασής του για έκτακτες και απρόβλεπτες περιστάσεις. Για παράδειγμα, αν πεθάνει ο πρόεδρος, αυτομάτως την θέση του καταλαμβάνει ο εν ενεργεία πρωθυπουργός, ο οποίος καλείται να προκηρύξει αμέσως εκλογές, οι οποίες πρέπει να διεξαχθούν μέσα σε τρεις μήνες. Εκείνο όμως που υπονομεύει αυτήν, την κατά τα άλλα, λογική διαδικασία, είναι ότι οι θεσμοί στους οποίους το Σύνταγμα, αναθέτει την πρόταση υποψηφίων και την παρακολούθηση και έλεγχο μεταβίβασης της εξουσίας μέσα στους τρεις αυτούς αποφασιστικούς και κρίσιμους μήνες, έχουν χάσει το περιεχόμενο του. Σε περίπτωση που ο εν ενεργεία πρόεδρος αποφασίσει για δικούς του λόγους να εγκαταλείψει την θέση του, τότε το μόνο πράγμα που εγγυάται το Σύνταγμα, είναι η ασυλία και το ακαταδίωκτό του. Εκείνο που δεν εγγυάται και δεν μπορεί να εγγυηθεί κανένα σύνταγμα, είναι η προστασία από τα πραξικοπήματα ή τις πολιτικές δολοφονίες.

Είναι εξαιρετικά πιθανόν, ο Πούτιν να ορίσει την διάδοχή του, πράγμα που έγινε και με τον ίδιο, όταν πήρε το δαχτυλίδι της διαδοχής από τον Μπορίς Γιέλτσιν. Η εκδοχή αυτή συνηγορεί υπέρ της διατήρησης της σημερινής δομής και εξουσιών της ρωσικής προεδρίας, καθώς επίσης, διασφαλίζει την πολιτική του κληρονομιά. Κάτι τέτοιο όμως μπορεί να αποδειχτεί μεγάλο άχθος για το σύστημα εν γένει.

Στο σημερινό μιντιακό τοπίο της Ρωσίας, κατά κύριο λόγο μεταδίδονται ειδήσεις που αφορούν στον Βλαντίμιρ Πούτιν: επαφές, συναντήσεις, διαχείριση προβλημάτων, επιτεύγματα στην εξωτερική πολιτική κλπ. Ελάχιστοι άλλοι πολιτικοί της Ρωσίας καταφέρνουν να σπάσουν αυτό το «φράγμα», είτε ανήκουν στην προνομιακή ελίτ της χώρας, είτε στην συστημική αντιπολίτευση.

Στις επερχόμενες εκλογές, μόνο ένας υποψήφιος που θα έχει την έγκριση του Κρεμλίνου μπορεί να υπολογίζει σε δημοσιογραφική κάλυψη και μέχρι στιγμής μόνο η Ξένια Σοπτσάκ, κόρη του πολιτικού μέντορα του Πούτιν Ανατόλι Σοπτσάκ και ο υποψήφιος του Κ.Κ.Ρ.Φ Αλεξέι Κουντρίνιν έχουν αυτές τις ευκαιρίες. Ανάλογη ήταν η κατάσταση και με τις προεδρικές εκλογές του 2008, όταν ο Πούτιν τηρώντας τις επιταγές του ρωσικού Συντάγματος, αποχώρησε από τον προεδρικό θώκο, παραχωρώντας τη θέση του στον Ντμίτρι Μεντβέντεφ, έναν από τους πλέον πιστούς συνεργάτες του. Για ιστορικούς λόγους, θα πρέπει να αναφέρουμε πως το 2008 ο Μεντβέντεφ ήταν αναπληρωτής πρωθυπουργός της Ρωσίας, στη συνέχεια έγινε πρωθυπουργός και ακολούθως πρόεδρος της Ρωσίας.

Το προηγούμενο μοντέλο διαδοχής

Οι διαδικασίες της διαδοχής είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, το 2007, όταν ο Πούτιν, σε μία σειρά δημόσιες δηλώσεις του, είχε επικεντρωθεί στα μειονεκτήματα της συγκεντρωτικής εξουσίας, στους κινδύνους που περικλείει η σχεδόν απόλυτη εξουσία του προέδρου και στην ανάγκη ανανέωσης και προσαρμογής του πολιτικού συστήματος στις νέες συνθήκες τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο διεθνές περιβάλλον. Τότε ήταν που προβλήθηκε η υποψηφιότητα του Μεντβέντεφ ως εκπροσώπου της νέας γενιάς επαγγελματικών πολιτικών.

Ο Μεντβέντεφ, γεννημένος στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και όχι στις αρχές της δεκαετίας του 1950 όπως ο Πούτιν, έγινε δεκτός με σχετικό ενθουσιασμό από το μέρος του εκλογικού σώματος της Ρωσίας που ζει στη νέα ψηφιακή εποχή. Πολιτικοί παρατηρητές εκείνη την εποχή τον χαρακτήριζαν ως μία πιο καλοπροαίρετη και μαλακή εκδοχή του Πούτιν, μία εκδοχή που ανταποκρινόταν στις ανάγκες της εποχής, όταν η Ρωσία, στηριζόμενη στις υψηλές τιμών των ενεργειακών πρώτων υλών, δημιούργησε στο εσωτερικό της χώρας μία κατάσταση ευφορίας και πολιτικής σταθερότητας. Η προεδρία του Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ήταν ένα πενταετές πείραμα δυαρχίας στη Ρωσία, πράγμα όμως που προκάλεσε αμηχανία και αδυναμία κατανόησης των ορίων της εξουσίας των δύο πολιτικών.

Σήμερα ο Πούτιν έχει όλη την εξουσία, να προετοιμάσει τη διαδοχή του, μετά και την επόμενη προεδρική του θητεία. Θα το κάνει, προφανώς, προετοιμάζοντας τον διαδοχή του. Γιατί εφόσον το σύστημα δούλεψε την προηγούμενη φορά, γιατί να μην ξαναδουλέψει;

Αξίζει να σημειώσουμε πως το 2012 ο Μεντβέντεφ ξανάγινε πρωθυπουργός και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να ασκεί τα καθήκοντά του. Έχει μάθει τον ρόλο του, γνωρίζει τα όρια του και, κυρίως, ανταποκρίνεται θαυμάσια στα καθήκοντα του «αλεξικέραυνου» σε διάφορες δυσάρεστες υποθέσεις. Πολλοί εκτιμούν πως ο Μεντβέντεφ δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της ρωσικής προεδρίας, χρεώνοντάς του την γεωπολιτική αστοχία στην περίπτωση της Λιβύης. Την ίδια στιγμή, η μη συστημική αντιπολίτευση στη Ρωσία (Αλεξέι Ναβάλνι) με τις ενημερωτικές εκστρατείες της το τελευταίο διάστημα έχει επικεντρώσει την κριτική της στο πρόσωπο του Μεντβέντεφ, πράγμα που επηρεάζει άσχημα τα ποσοστά δημοφιλίας του στις δημοκοπήσεις. Ένα επιπλέον πρόβλημα σε αυτό το δυαδικό σχήμα εξουσίας είναι η ασάφεια ως προς τις αρμοδιότητες και η ανασφάλεια που προκαλεί. Ας μην ξεχνάμε ότι από το 2008 μέχρι το 2011 η Ρωσία έπρεπε να ανταποκριθεί σε προκλήσεις όπως ο πόλεμος της με την Γεωργία το 2008, η «Αραβική άνοιξη» το 2011, η παγκόσμια οικονομική κρίση, η κρίση της Ευρωζώνης, γεγονότα που επηρέασαν καθοριστικά την πορεία της ρωσικής οικονομίας.

Η ασάφεια από τη μία πλευρά, οι φήμες περί «αποπομπής» του Πούτιν από την θέση του πρωθυπουργού μέσω ενός «αυλικού πραξικοπήματος», στα οποία η Ρωσία έχει μεγάλη παράδοση και εμπειρία, αλλά και τα άσχημα εκλογικά αποτελέσματα για την Δούμα τον Δεκέμβριο του 2011, με τις μεγάλες διαδηλώσεις της αντιπολίτευσης που ακολούθησαν λόγω της αποδεδειγμένης νοθείας, προκάλεσαν μία σειρά κινήσεων του Πούτιν, για ενίσχυση της θέσης του. Ταυτόχρονα, η ρωσική ελίτ είδε τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης και τον φόβο μίας «έγχρωμης επανάστασης» κατά τα πρότυπα της Ουκρανίας και της Γεωργίας.

Στις εκλογές του 2012 ο Πούτιν επανεκλέχθηκε πρόεδρος της Ρωσίας, με ψαλιδισμένη αυτοπεποίθηση και εν μέσω διαφόρων φημών. Έπρεπε να λάβει αμέσως μέτρα για την ενίσχυση της θέσης του. Το σχέδιο της «εναλλαγής» με τον Μεντβέντεφ, αποδείχτηκε προβληματικό και έπρεπε αμέσως να «επικαιροποιηθεί» και να εξασφαλίσει τις εγγυήσεις για τον Πούτιν, χωρίς αμφιλεγόμενες διατυπώσεις ή υπόγειες προθέσεις και διεργασίες.

Σε πρώτη φάση ξεκίνησε ένα κύμα διώξεων κατά της μη συστημικής αντιπολίτευσης, με δικαστικές αποφάσεις παραδειγματικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα, πράγμα που αποδυνάμωσε τα εξωκοινοβουλευτικά αντιπολιτευτικά κόμματα και «συνέτησε» τα κοινοβουλευτικά. Στις 27 Φεβρουαρίου 2015 δολοφονήθηκε ο Μπορίς Νεμτσόφ, ο τελευταίος Ρώσος πολιτικός που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τον Πούτιν σε μία ανοιχτή δημοκρατική εκλογική διαδικασία, γνωστός στο εσωτερικό και εξωτερικό και, κυρίως, ο βασικός του ανταγωνιστής στην κούρσα διαδοχής του Μπορίς Γιέλτσιν στα τέλη της δεκαετίας του 1990.

Έκτοτε, είναι αμφίβολο αν στο άμεσο και μεσοπρόθεσμο μέλλον, αν θα εμφανιστεί κάποιος αξιόλογος αντίπαλος του Πούτιν στο δρόμο προς την τέταρτη προεδρία του. Στις εκλογές της 18 Σεπτεμβρίου 2016 το κόμμα «Ενιαία Ρωσία» που υποστηρίζει τον Πούτιν, αν και δεν είναι μέλος του, κατέκτησε ξανά την απόλυτη πλειοψηφία και τα δύο τρίτα των μελών των δύο νομοθετικών σωμάτων της χώρας.

Η εθνική ασφάλεια της Ρωσίας και ο ρόλος των μυστικών υπηρεσιών

Στο ρωσικό πολιτικό σύστημα τα ζητήματα ασφαλείας είναι πάντα πρώτης προτεραιότητας. Πέραν το στενών προσωπικών ζητημάτων ασφάλειας, ένας από τους καθοριστικούς παράγοντας της επιστροφής του Πούτιν το διάστημα 2011 – 2012 ήταν η αρνητική συγκυρία σε θέματα ασφάλειας τόσο στο εσωτερικό της Ρωσίας, όσο και στην εξωτερική πολιτική. Η πολιτική, οικονομική και διεθνοπολιτική συγκυρία, η οποία καθόρισε την απόφαση του Πούτιν έχει έκτοτε επιδεινωθεί. Μετά την γνωστή σε όλους, ρωσική ανάμειξη στην Ουκρανία το 2014 αλλά και την στρατιωτική επέμβαση στη Συρία, η ελίτ που προέρχεται αλλά και ανήκει στις δομές των μυστικών υπηρεσιών, διαδραματίζει ολοένα και πιο καθοριστικό ρόλο στο σύνολο της ρωσικής πολιτικής ελίτ. Οι διάφορες μυστικές υπηρεσίες της χώρας όμως παραδοσιακά είναι ο χώρος που εκπροσωπεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για το ίδιο το σύστημα. Τα στελέχη των υπηρεσιών αυτών με διάφορους τρόπους, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που έχουν, ήταν πάντα εκείνα που αναλάμβαναν την «βρώμικη» δουλειά για ευθύνονται για όλα τα αυλικά πραξικοπήματα της σοβιετικής περιόδου, με αποκορύφωμα το αποτυχημένο πραξικόπημα του Αυγούστου του 1991 κατά του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, το οποίο οδήγησε στην κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ. και την ανάληψη της προεδρίας της νέας Ρωσίας από τον Μπορίς Γιέλτσιν.

Το 2016 ο Πούτιν προχώρησε σε μία αναδιοργάνωση των μυστικών υπηρεσιών και των στρατιωτικοποιημένων δομών της χώρας, δημιουργώντας ένα συγκεντρωτικό σύστημα υπό την διοίκησή τους, προκειμένου να αποδυναμώσει την πολιτική στήριξη και την ανεξαρτησία άλλων υπηρεσιών. Έτσι, διόρισε ως διοικητές των διαφόρων μυστικών υπηρεσιών νέα πρόσωπα, τα οποία αναφέρονται στον ίδιο προσωπικά και σε κανέναν άλλον. Τον Απρίλιο του 2016 υπέγραψε διάταγμα για τη δημιουργία της Εθνικής Φρουράς, η οποία είναι ουσιαστικά η προσωπική του φρουρά, οι Πραιτοριανοί του, διορίζοντας ως επικεφαλής της τον Βίκτωρ Ζόλοτοφ, πρώην επικεφαλής της Υπηρεσίας Ασφαλείας του Προέδρου. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, υπήρξαν διαρροές εκ μέρους κύκλων του Κρεμλίνου ότι ο Πούτιν σκέφτεται την ανασύσταση της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ της σοβιετικής εποχής με την μορφή Υπουργείου Κρατικής Ασφάλειας, στο οποίο θα ενταχθεί η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Φύλαξης (μέρος της οποίας είναι η Υπηρεσίας Ασφαλείας Προέδρου) και διάφορες υπηρεσίες της εσωτερικής και εξωτερικής κατασκοπίας.

Λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία και την σχετική μικρή εμπειρία των διορισμένων από τον Πούτιν στελεχών, άνετα συνάγεται στο συμπέρασμα πως δεν διαθέτουν υπηρεσιακή ανεξαρτησία, ούτε έχουν εκτεταμένη δίκτυα σχέσεων με όλα τα τμήματα της ελίτ, πράγμα που σημαίνει πως δεν αποτελούν απειλή για τον ίδιο τον πρόεδρο.

Η διαδικασία τοποθέτησης – διορισμών πιστών σε θέσεις κλειδιά τόσο στις περιφέρειες (Κυβερνεία) όσο και στην Μόσχα διήρκησε αρκετούς μήνες και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, όπως έδειξε η πρόσφατη επιχείρηση εκκαθάρισης όλης της τοπικής ελίτ στο Νταγκεστάν, μίας περιοχής του Βορείου Καυκάσου, όπου συνελήφθησαν όλοι οι πολιτικοί ηγέτες, καθώς και οι επικεφαλής της Αστυνομίας, της FSB, της Ανακριτικής Επιτροπής, της Εισαγγελίας κ.ά και ανέλαβε τα ηνία ένας σκληροπυρηνικός στρατηγός της FSB από την Μόσχα.

Είχε προηγηθεί τον Φεβρουάριο του 2016 ο διορισμός του Αλεξέι Ντιούμιν, μέλος της σωματοφυλακής του προέδρου, ως εκτελώντα χρέη κυβερνήτη στην Τούλα, βασική βιομηχανική περιοχή που βρίσκεται κοντά στην Μόσχα. Ο διορισμός αυτός προκάλεσε αμηχανία, ερωτηματική και έκπληξη, αφού αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του έδωσε μία συνέντευξη στον δημοσιογράφο Αντρέι Κολέσνικοφ, προσωπικό βιογράφο του Πούτιν, ο οποίος υπογράμμισε την ομοιότητα του Ντιούμιν με τον Πούτιν, λέγοντας πως πρόκειται για «ακριβές αντίγραφο του Πούτιν» μόνο που είναι νεότερος.

Τον Ιούλιο του 2016 διόρισε νέο επικεφαλής της Ομοσπονδιακή Τελωνειακή Υπηρεσία, τέσσερις πολιτικούς του εκπροσώπους σε ισάριθμες περιοχές και τέσσερις νέους κυβερνήτες και ένα μήνα αργότερα απέλυσε, ουσιαστικά, τον μέχρι τότε πανίσχυρο προσωπάρχη του Κρεμλίνου Σεργκέι Ιβανόφ, στρατηγό της FSB και ένα από τα καλύτερα και ισχυρότερα στελέχη των μυστικών υπηρεσιών της Ρωσίας στην μετασοβιετική περίοδο. Αμέσως μετά τις βουλευτικές εκλογές τις 18ης Σεπτεμβρίου, ξεκίνησε η επιχείρηση ανακατανομής των στελεχών. Ο μέχρι τότε πρόεδρος της Βουλής Σεργκέι Ναρίσκιν, διορίστηκε επικεφαλής της Υπηρεσίας Εξωτερικής Κατασκοπίας και την θέση του κατέλαβε ένα από τους πλέον στενούς συνεργάτες και συμβούλους του Πούιν, ο Βιατσεσλάβ Βολόντιν.

Όλες αυτές οι απολύσεις, μετακινήσεις και διορισμοί είχαν ως αποτέλεσμα η ηγεσία των σημαντικότερων κρατικών θεσμών και των κρατικών λειτουργιών, βρέθηκαν στα χέρια ανθρώπων που έχουν στενές προσωπικές σχέσεις με τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Πολλοί από τους νεοδιορισθέντες, όπως ο Ντιούμιν, προέρχεται από το στελεχειακό δυναμικό των υπηρεσιών ασφαλείας και, κυρίως, από την προσωπική φρουρά του προέδρου.

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν και το στενό του περιβάλλον, όμως αντιμετωπίζουν το πρόβλημα πως θα διατηρηθεί και δεν θα απειληθεί το σύστημα που έφτιαξαν. Ο Πούτιν ανήλθε στην εξουσία το 1999 μετά από συμφωνία που έκανε με τον Γιέλτσιν ώστε να αποτραπεί το πολιτικό εκείνο κενό που θα οδηγούσε σε μεγάλες περιπέτειες την Ρωσία, με απόπειρες σφετερισμού της εξουσίας, μα συνάμα και με την παροχή εγγυήσεων ασφαλείας και ακαταδίωκτου του Γιέλτσιν, της οικογένειάς του και των στενών του συνεργατών. Το λάθος του συστήματος Γιέλτσιν ήταν ότι περίμεναν πως ο Πούτιν δεν θα αγγίξει το πολιτικό και οικονομικό σύστημα που είχε διαμορφωθεί κατά την δεκαετίας 1991 – 2000. Λογάριαζαν όμως χωρίς τον ξενοδόχο.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως ο Πούτιν και το στενό του περιβάλλον είναι ένα κλεπτοκρατικό σύστημα που απομυζά τον πλούτο της Ρωσίας. Ακόμη περισσότεροι είναι εκείνοι οι οποίοι σπεύδουν να συμφωνήσουν με μία τέτοια άποψη. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για μία πολύ επιδερμική προσέγγιση του φαινομένου Πούτιν. Για να εξηγήσω τι εννοώ: κατά τη διάρκεια της θητείας του ο Πούτιν έλαβε μία σειρά μέτρων, όπως για παράδειγμα ο πόλεμος με την Γεωργία, η ανάμειξη με την Ουκρανία, η προσάρτηση της Κριμαίας και η πολεμική επιχείρηση στη Συρία, οι επιπτώσεις των οποίων ήταν πολύ σημαντικές για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του στενού του περιβάλλοντος, φτάνοντας μέχρι του σημείου του περιορισμού των ελευθεριών του. Κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να διευρύνουμε λίγο το βλέμμα μας, προσπαθώντας να δούμε την μεγάλη εικόνα, η οποία δεν είναι άλλη από την βαθιά επιθυμία του Πούτιν να αφήσει βαθιά ίχνη και κληρονομιά στην ιστορία της Ρωσίας.

Μία χρήσιμη επανάληψη

Αυτό, ίσως, να εξηγεί και την προσέγγιση ότι η «Ρωσία του Πούτιν» είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο και βαθύτερο από τον ίδιο τον Πούτιν. Το ρωσικό πολιτικό σύστημα είναι μεγάλο, περίπλοκο και πολύ διαφορετικό από εκείνο της Δύσης.

Για αυτό θα επαναλάβω αυτό που είπα στην αρχή: στο ρωσικό πολιτικό σύστημα η εξουσία θεωρείται ως δυνατότητα άσκησης επιρροής στο εσωτερικό του συστήματος, διάχυσης συγκεκριμένων ιδεών, το λόμπι συμφερόντων και η επίτευξη αλλαγών στην ασκούμενη πολιτική, με βάση ένα ολόκληρο σύστημα σχέσεων και όχι θεσμών.

Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε πως το τεράστιο μέγεθος αυτού του δικτύου δίνει τη δυνατότητα για αλλαγή της δομής της εξουσίας στην διαδικασία μεταφοράς των αρμοδιοτήτων. Οι ελίτ που διαθέτουν σημαντική επιρροή, αποτελούνται από πρόσωπο που επιλέχθηκαν με το κριτήριο της προσωπικής τους σχέσεις με τον Πούτιν κατά τα χρόνια της νιότης του στο Λένινγκραντ, αλλά και της σταδιοδρομίας του τόσο στις μυστικές υπηρεσίες όσο και στον δήμο της γενέθλιας πόλης του. Ο Πούτιν όμως σήμερα, υλοποιεί ένα σχέδιο προσέλκυσης νέων στελεχών που δεν είναι γιοι και θυγατέρες εκείνων που ανήκουν στο στενό του περιβάλλον, αλλά και στελεχών των νεολαϊστικών κινημάτων και των νεολαΐστικων οργανώσεων των πολιτικών κομμάτων, καθώς επίσης και από τη νέα γενιά στελεχών των μυστικών υπηρεσιών. Δεν είναι πλέον υποχρεωτικό να έχουν προσωπικές σχέσεις με τον ίδιο τον πρόεδρο, έχουν όμως αισθήματα ευγνωμοσύνης και εξάρτησης από αυτόν για την προώθησή τους στην κρατική ιεραρχία.

Οι «άνθρωποι του Πούτιν» ή οι οπαδοί τους, υπάρχουν σε όλες τις δομές εξουσίας, σε όλες τις ομάδες, οι οποίες διαθέτουν ειδικό βάρος στην «τράπεζα των διαπραγματεύσεων», όπου συγκρούονται συμφέροντα από το πεδίο της πολιτικής, της οικονομίας και, φυσικά, της ασφάλειας. Μέλη των ομάδων αυτών είναι άνθρωποι μ ειδικές γνώσεις και εμπειρία, πάνω στους οποίους στηρίζεται το σύστημα. Πρόκειται για επιφανείς οικονομολόγους της Κεντρικής Τράπεζας, των υπουργείων Οικονομικών και Οικονομίας, στελέχη κατασκοπίας από την FSB αλλά και εν ενεργεία αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων. Αξίζει να σημειώσουμε πως ενώ από το 2012 «απαλλάχθηκε» από κάθε έναν που είχε διαφορετική προσέγγιση από τη δική του, ο Πούτιν δεν πείραξε καθόλου τα στελέχη της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας.

Έτσι, οριζοντίως και καθέτως στη ρωσική ελίτ αλλά και κοινωνία, υπάρχει ένα τεράστιο δίκτυο ανθρώπων, εκατομμυρίων ανθρώπων συγκεκριμένα, που γνωρίζουν πολύ καλά ότι η ευημερία τους εξαρτάται από τον ίδιο τον Πούτιν. Επιπλέον, η ύπαρξη αυτού του δικτύου, αποτελεί, όπως δείχνουν οι έρευνες της κοινής γνώμης, εγγύηση για την συντριπτική πλειοψηφία της ρωσικής κοινωνίας, πως η χώρα δεν θα μπει σε περιπέτειες και αχαρτογράφητα νερά.

Είναι κατανοητό πως όσοι συμμετέχουν σήμερα σε αυτό το σύστημα, το μόνο που θέλει είναι να διατηρήσει ή και να αυξήσει την επιρροή του. Σε μία πιθανή αλλαγή της δομής, αρκετοί θα χάσουν τις θέσεις τους, πράγμα που εξηγεί την αγωνία που υπάρχει σήμερα και ομολογείται από πολλούς ανοιχτά, σχετικά με την διαμόρφωση και τη νομική κατοχύρωση αυτού του άτυπου συστήματος, ώστε να διασφαλιστεί, τουλάχιστον, η σταθερότητα του συστήματος μετά τη λήξη της επόμενης προεδρικής θητείας του Πούτιν.

Οι πιθανές αλλαγές

Συνεπώς, δεν θα ήταν παράλογο να περιμένουμε πως κατά τη νέα θητεία του Πούτιν θα δούμε κινήσεις και αποφάσεις για την προσαρμογή των σημερινών συνταγματικών και θεσμικών πλαισίων προς την κατεύθυνση διαμόρφωσης ενός συστήματος συντεταγμένης, αναίμακτης και ήρεμης στο εσωτερικό, μεταβίβασης της πολιτικής εξουσίας. Στον τομέα αυτό η Ρωσία έχει την πολύτιμη εμπειρία του Κομμουνιστικού Κόμματος κατά τον 20ο αιώνα, πράγμα που με τη σειρά του εξηγεί το ιδιότυπο φλέρτ της σημερινής ηγεσίας του Κρεμλίνου με τα «επιτεύγματα της σοβιετικής περιόδου». Προς αυτή την κατεύθυνση, σημαντικό ρόλο θα κληθεί να διαδραματίσει το κόμμα «Ενιαία Ρωσία» και μόνο υπ’ αυτό το πρίσμα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η πρόσφατη ανακατανομή ρόλων στις ηγετικές θέσεις του.

Ατύπως σήμερα ο Πούτιν δεν ηγείται του κόμματος «Ενιαία Ρωσία». Ωστόσο, το κόμμα αυτό, όπως και άλλα πολιτικά κινήματα (Το Πανρωσικό Λαϊκό Μέτωπο, για παράδειγμα), έχουν ως κύρια πολιτική δράση την στήριξη της πολιτικής του.

Η διαφορά της σημερινής Ρωσίας από την Ε.Σ.Σ.Δ. είναι ότι δεν διαθέτει σύστημα συλλογικής ηγεσίας, κάτι δηλαδή σαν το παλιό Πολιτμπιρό ή της Κ.Ε. ενός πολιτικού κόμματος. Αντί γι’ αυτό, το ρωσικό Σύνταγμα είναι ταυτισμένο με τον πρόεδρο της χώρας, ένα ακόμη επίτευγμα της διακυβέρνησης του Γιέλτσιν. Το Σύνταγμα εγγυάται τον πρόεδρο και ο πρόεδρος το Σύνταγμα. Αυτό επιτρέπει στον Πούτιν να έχει άμεσες σχέσεις με την κοινωνία, χωρίς να χρειάζεται ενδιάμεσους. Αυτό όμως προκαλεί ένα παράδοξο το οποίο θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε το «παράδοξο Πούτιν», δηλαδή όσο περισσότερο παραμένει στην εξουσία, τόσο περισσότερο μετατρέπεται στην συνταγματική εγγύηση της σταθερότητας αλλά και της αστάθειας.

Να, πως μπορούν να διαβαστούν τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, στις οποίες το πρόσωπο του σημερινού ενοίκου του Κρεμλίνου συγκεντρώνει θηριώδη ποσοστά αποδοχής.

Είναι προφανές, ότι αυτό το δομικό πρόβλημα του ρωσικού πολιτικού συστήματος, πρέπει να αντιμετωπιστεί από τον Πούτιν και το περιβάλλον τους, χωρίς να υπονομεύσουν τις συνταγματικές αρχές, δεδομένου ότι το Σύνταγμα της χώρας είναι το βασικό θεμέλιο και στήριγμα της νομιμοποίησης της προεδρικής εξουσίας. Στο σημείο αυτό, αξίζει να θυμίσουμε πως όταν έληξε η δεύτερη θητεία του Πούτιν το 2008, δεν επέμενε να γίνει κάποιου είδους δημοψήφισμα (κοινοβουλευτικό ή κανονικό) για την αλλαγή του Συντάγματος, ενώ η χρονική επέκταση της θητεία από τέσσερα σε έξι χρόνια, έγινε από τον Ντμίτρι Μεντβέντεφ.

Οι παραδόσεις της συνταγματικής μοναρχίας

Για τον Πούτιν είναι ξεκάθαρο πως η Ρωσία πρέπει να διοικείται ως «Δικτατορία του νόμου». Το θέμα είναι πως αντιλαμβάνεται τον «Νόμο». Κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλει πως για την σημερινή ηγεσία του Κρεμλίνου νόμος είναι το εργαλείο του κράτους που του επιτρέπει να ελέγχει και να καθορίζει τα όρια της πολιτικής και ατομικής συμπεριφοράς. Το ρωσικό Σύνταγμα είναι ο νόμος υπεράνω των νόμων. Δημιούργημα του μέντορα του Πούτιν, Ανατόλι Σοπτσάκ, το ρωσικό Σύνταγμα στηρίζεται στην νομική και συνταγματική παράδοση του 19ου αιώνα περί συνταγματικής μοναρχίας. Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να προσθέσουμε έναν ακόμη επιθετικό προσδιορισμό: της αιρετής, συνταγματικής μοναρχίας.

Κι ένα ακόμη ενδιαφέρον σημείο του ρωσικού Συντάγματος: οι εκλογές θα πρέπει να επικυρώνουν ξανά κάθε φορά τις σχέσεις του προέδρου με τον ρωσικό λαό. Με άλλα λόγια, ο στόχος είναι ίδιος με την παλιά ενθρόνιση. Ο Ρώσος πρόεδρος δεν είναι απόλυτος βασιλιάς, όπως ο τσάρος, η εξουσία του οποίου είναι ελέω Θεού. Δεν είναι ούτε δικτάτορας, ο οποίος μπορεί να κυβερνάει με διατάγματα και να πιστεύω πως έξω από τα τείχη του Κρεμλίνου όλα θα γίνονται σύμφωνα με τις εντολές του. Η νομιμότητα του προέδρου στηρίζεται σε αποδείξεις νομιμότητας, όπως είναι τα αποτελέσματα των εκλογών και οι δημοσκοπήσεις, που αποτελούν αδιάψευστα στοιχεία της δημοτικότητας και της αποδοχής του από την κοινωνία. Το 2012 είχαμε τις μαζικές διαδηλώσεις μετά τις προεδρικές εκλογές με κατηγορίες περί νόθευσης των αποτελεσμάτων. Οι προσεχείς προεδρικές εκλογές είναι κρίσιμες για την επόμενη προεδρική θητεία γιατί θα πρέπει να ξεπεράσουν το όριο συμμετοχής των εκλογέων και της αποδοχής της υποψηφιότητας του Πούτιν. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα των επόμενων εβδομάδων.

Εκλεγμένος τσάρος

Θυμάμαι ακόμη το πρωτοσέλιδο του Economist το 2012 με την φωτογραφία του Πούτιν ως του πρώτου εκλεγμένου συνταγματικού μονάρχη της Ρωσίας.

Για όλα αυτά τα χρόνια της παραμονής του στην εξουσία, είτε ως πρόεδρος, είτε ως πρωθυπουργός, η δημοτικότητα του ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τον παράγοντα που καθορίζει την ρωσική πολιτική: ο Πούτιν προσωπικά είναι το κέντρο της εξουσίας, αυτός καθορίζει την πολιτική ανάπτυξης της χώρας, είτε αυτή γίνει με όρους «σταθερότητας και διαδοχής», είτε με όρους αλλαγών. Εξ ου και η βαθιά πεποίθηση της ρωσικής κοινωνίας ότι κάθε πρόβλημα πρέπει να το γνωρίζει ώστε να το λύσει. Αυτό, άλλωστε, κάνουν οι πολύωρες τηλεοπτικές του εμφανίσεις όπου συνομιλεί απευθείας με τον λαό ή οι επισκέψεις του σε διάφορες περιοχές της χώρας.

Αυτό όμως ενέχει έναν κίνδυνο: αν οι πολίτες συνειδητοποιήσουν ότι ο Πούτιν δεν είναι παντοδύναμος, δεν μπορεί να λύνει τα προβλήματα τους, δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους, τότε το υπάρχον σύστημα θα γνωρίζει περιδινήσεις με άγνωστο και εν πολλοίς τρομακτικό αποτέλεσμα. Έτσι όμως εξηγείται και η άνευρη, απολίτικη και χωρίς ουσιαστικό διάλογο προεκλογική εκστρατεία αυτών των εκλογών. Παρακολουθώντας την εσωτερική πολιτική σκηνή της Ρωσίας τους τελευταίους μήνες, πολλοί διατύπωσαν την άποψη (και δεν έχουν άδικο) πως από αυτήν απουσίασε παντελώς η ίδια η πολιτική, ο πολιτικός διάλογος, η συζήτηση των προβλημάτων. Η μεν κοινωνία είναι απασχολημένη με την παρατεταμένη οικονομική κρίση, η δε ελίτ ενδιαφέρεται μόνο για την ενίσχυση των θέσεων της σε καθεστώς ανακατανομής της ισχύος.

Το κίνδυνο αυτό τον δημιούργησε ο ίδιος ο Πούτιν, παρουσιάζοντας εαυτόν ως τον «ύψιστη αρχή επίλυσης των προβλημάτων». Συνάμα όμως δημιούργησε προσδοκίες στην κοινωνία οι οποίες είναι μη ρεαλιστικές και έρχεται η στιγμή που θα πρέπει να τις αντιμετωπίσει. Οι μηδαμινές αυξήσεις στις συντάξεις, καταβροχθίζονται από τις πληθωριστικές πιέσεις αλλά και τις κυρώσεις που ο ίδιος επέβαλε στα εισαγόμενα είδη ευρείας κατανάλωσης από τη Δύση.

Τι θα συμβεί όταν η ρωσική κοινωνία αντιληφθεί πως δεν είναι δυνατή, αποτελεσματική και ικανοποιητική η διοίκηση της με τον «χειρωνακτικό» τρόπο του Πούτιν; Πώς θα αντιδράσει; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, όπως και στο σημαντικότερο ίσως όλων: ποια είναι τα χρονικά περιθώρια της σημερινής ηγεσίας του Κρεμλίνου για να αποτρέψει μία τέτοια κρίση;

Τα πιθανά μοντέλα

Ένα πιθανό σενάριο για τις εξελίξεις είναι εκείνο που θέλει την κεντρική εξουσία να προχωρήσει σε μία εμβάθυνση της ιδιότυπης ρωσικής ομοσπονδιακής δομής, παρέχοντας αυξημένες αρμοδιότητες στις τοπικές κυβερνήσεις. Για να υλοποιηθεί αυτό με πιθανότητες επιτυχίας, η Ρωσία θα πρέπει να διαμορφώσει ένα νέο διοικητικό σχήμα, να διαπαιδαγωγήσει μία νέα γενιά διοικητικών στελεχών, να δημιουργήσει ένα νέο σύστημα, έστω και ρωσικής κοπής, checks and balances, που θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του 21ου αιώνα. Αυτό όμως πριν απ’ όλα σημαίνει την θεσμοθέτηση ενός συστήματος διαδοχής και μεταβίβασης της εξουσίας που θα διασφαλίζει τη συνέχεια και την σταθερότητα τόσο του πολιτικού συστήματος και της οικονομία, όσο και του κοινωνικού ιστού.

Ως προς την επιλογή του συστήματος διαδοχής, το οποίο θα είναι η ολοκλήρωση του υπάρχοντος συστήματος εξουσίας, νομίζω πως η ρωσική ελίτ έχει υπόψη της δύο βασικά μοντέλα. Το πρώτο είναι εκείνο του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού κόμματος της Ιαπωνίας και το δεύτερο εκείνο του Κ.Κ. της Κίνας, ιδίως με την στροφή που έκανε μετά το τελευταίο του συνέδριο.

Ως προς το πρώτο, θα πρέπει να σημειώσουμε πως πρόκειται για ένα κόμμα βαθιά συστημικό και μετριοπαθώς συντηρητικό, βασικός πολιτικός στόχος του οποίου είναι η σύναψη συλλογικών συμφωνιών μεταξύ των σημαντικότερων τμημάτων της ελίτ που διαθέτουν μεγάλη επιρροή.

Αναφορικά με το δεύτερο, θα πρέπει εξ αρχής να σημειώσουμε πως έχει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με το πρώτο, ρυθμίζοντας τα χρονικά όρια παραμονής στην εξουσία ανά δέκα χρόνια, υλοποιώντας καλοσχεδιασμένα προγράμματα ανακατανομής της ισχύος μέσω ενός συστήματος μεταθέσεων των στελεχών και, κυρίως, προσφέρει ασφάλεια στην εκάστοτε ηγετική ομάδα μετά την αποχώρησή της από την εξουσία. Ενδιαφέρον έχει, ωστόσο, η αντίδραση της ρωσικής ελίτ στην τελευταία εξαγγελία του Κ.Κ.Κίνας περί της αλλαγής των συνταγματικών προβλέψεων για εναλλαγή στην συλλογική εξουσία και την ισόβια θητεία του Σι Τζινπένγκ.

Το σύστημα διαδοχής και η εμπειρία της Ε.Σ.Σ.Δ.

Η Ρωσία σήμερα δεν διαθέτει ένα ανάλογο σύστημα διαδοχής και ως εκ τούτου η επιλογή του διαδόχου είναι κίνηση υψηλού ρίσκου. Αν ανακοινωθεί νωρίς ο διάδοχος, αυτό θα οδηγήσει σε συσπειρώσεις και αντισυσπειρώσεις εντός της ελίτ. Αν ανακοινωθεί αργά, αυτό μπορεί να προκαλέσει αναταραχές από τους παραγκωνισμένους και παρόλα αυτά ισχυρούς διεκδικητές και τις ομάδες τους.

Η ιστορία εμπειρία της Ε.Σ.Σ.Δ. είναι πολύτιμη για να καταλάβουμε πως σκέφτεται και λειτουργεί η σημερινή ελίτ της Ρωσίας. Δύο παραδείγματα: πρώτον, μετά το θάνατο του Λένιν, η ρωσική ελίτ επέλεξε τη συλλογική ηγεσία για ένα μεγάλο διάστημα, μέχρι το 1929 – 1930 που τελικά έφερε στην εξουσία τον Στάλιν και, δεύτερον, μετά το θάνατο του Στάλιν, επέλεξαν και πάλι συλλογική ηγεσία προκειμένου να αποφευχθεί το πολιτικό κενό και η εκτροπή προς ένα νέο 1936 – 1939. Ο Γκορμπατσόφ «συνταξιοδοτήθηκε» μετά από ένα αποτυχημένο πραξικόπημα, ενώ ο Γιέλτσιν μετά τη δημοσιοποίηση του εμφράγματος που έπαθε στις παραμονές των προεδρικών εκλογών.

Το 2024 θα είναι τα 100 χρόνια από τον θάνατο του Β. Ι. Λένιν, όταν θα ολοκληρώνεται η επόμενη θητεία του Β. Β. Πούτιν. Η Ρωσία είναι μία χώρα που νιώθει διαρκώς το βάρος της ιστορίας στους ώμους της και οι διάφοροι επέτειοι και ιωβηλαία επιδρούν καταλυτικά στην εθνική συνείδηση και τις κοινωνικές διαθέσεις. Είναι λογικό, η ελίτ και η κοινωνία να περιμένουν από αυτόν μία κίνηση, η οποία θα είναι το απόγειο της πολιτικής του σταδιοδρομίας: τον ορισμό του διαδόχου και την καθιέρωση ενός συστήματος διαδοχής. Θα το κάνει ή θα προτιμήσει την αργόσυρτη φθορά των τελευταίων σοβιετικών ηγετών;

Πιθανόν είναι, το κόμμα «Ενιαία Ρωσία» να τον ανακηρύξει επίτιμο πρόεδρο του, ώστε να συνεχίσει να λειτουργεί και να παρεμβαίνει πολιτικά, όπως είναι πολύ πιθανή η θεσμοθέτηση ενός τυπικά ρωσικού «Συμβουλίου του στέμματος» το οποίο θα λειτουργεί συμβουλευτικά (πατερναλιστικά;) προς τον νέο ηγέτη. Όπως και να έχουν τα πράγματα, οι εκδοχές, τα σενάρια πιθανών εξελίξεων είναι αρκετά, ενώ οι σταθερές του συστήματος συγκεκριμένες και δεδομένες. Υπάρχει όμως πάντα ο μεγάλος αστάθμητος παράγοντας στο πρόσωπο του Β. Β. Πούτιν, αλλά και των διεργασιών που γίνονται αυτή την στιγμή στο εσωτερικό της ρωσικής ελίτ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα πλήξουμε.

πηγή κεντρικής φωτογραφίας