Με μία κίνηση, η οποία προκάλεσε αμηχανία και έκπληξη τόσο στο εσωτερικό της Ρωσίας, όσο και στο εξωτερικό, ο Βλαντίμιρ Πούτιν στο πλαίσιο του ετήσιου διαγγέλματος του προς τη Συνέλευση της Ομοσπονδίας και το Έθνος, έδωσε το σύνθημα για την μετάβαση σε μία νέα εποχή.

Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, μέσα σε 1 ώρα και 13 λεπτά, χρησιμοποιώντας  9.828 λέξεις, περιέγραψε το όραμά του για τη Ρωσία της επόμενης δεκαετίας, καθόρισε τους όρους της μετάβασης του πολιτικού και οικονομικού συστήματος και, ταυτόχρονα, έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα για το πλέον πολυσυζητημένο ζήτημα, εκείνο της διαδοχής του.

Ακολούθησε η παραίτηση σύσσωμης της ρωσικής κυβέρνησης υπό τον Ντμίτρι Μεντβέντεφ  και η ανακοίνωση της υποψηφιότητας του, μέχρι χθες επικεφαλής της Υπηρεσίας Δημοσίων Εσόδων, Μιχαήλ Μισούστιν ως νέου πρωθυπουργού, επιλογή την οποία σήμερα επικύρωσε ομοφώνως η Κάτω Βουλή της Ρωσίας (Δούμα).

Όπως ήταν φυσικό, η διεθνής ειδησεογραφία, εστιάστηκε στην παραίτηση της ρωσικής κυβέρνησης, η ουσία όμως των γεγονότων κρύβεται στο διάγγελμα του Πούτιν, την οποία θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε στις γραμμές που ακολουθούν.

Η αιφνιδιαστική αυτή κίνηση, έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία, αφού όλοι περίμεναν οι σχετικές διαδικασίες να ξεκινήσουν ένα, ενάμιση χρόνο πριν την εκπνοή της θητείας του σημερινού προέδρου της Ρωσίας. Η εξήγηση θα πρέπει να αναζητηθεί στα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει η ρωσική οικονομία, η οποία βρίσκεται στην περιδίνηση μίας συστημικής κρίσης εδώ και αρκετά χρόνια, με ελάχιστες πιθανότητες υπέρβασής της στην επόμενη πενταετία. Η κρίση αυτή που έχει λάβει ενδημικό και συστημικό χαρακτήρα, έχει προκαλέσει επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των Ρώσων πολιτών, πράγμα που αντικατοπτρίζεται στη πτώση των δημοσκοπικών θετικών απαντήσεων ως προς την κατάσταση, αλλά και την δραματικά μειωμένη αισιοδοξία των πολιτών για το μέλλον.

Η πτώση στις δημοσκοπήσεις

Ανεξάρτητα από την κριτική που ασκούν στον Βλαντίμιρ Πούτιν οι δυτικές χώρες αλλά και η εσωτερική, μη συστημική αντιπολίτευση, η δημοφιλία του Ρώσου προέδρου ήταν πάντα πολύ υψηλή στο εσωτερικό της χώρας. Υπήρξαν περίοδοι, κατά τις οποίες το ποσοστό αποδοχής του από τον πληθυσμό ήταν πρωτόγνωρα υψηλός. Ωστόσο, τα τελευταία δύο χρόνια, οι πολίτες της χώρας άρχισαν να αποστασιοποιούνται και να αντιμετωπίζουν ψυχρά τον ένοικο του Κρεμλίνου. Οι δημοσκοπήσεις του γνωστού «Κέντρου Λεβάντα» έδειξαν πως από το 2017 άρχισε η πτώση των ποσοστών θετικής γνώμης για τον Πούτιν. Η δημοσκόπηση που διενεργήθηκε από την εταιρεία στο τελευταίο τρίμηνο του 2019 έδειξε πως θετική γνώμη για τον πρόεδρο είχε μόνο το 24% των ερωτηθέντων, δηλαδή κάθε τέταρτος πολίτης της χώρας. Ανάλογο ποσοστό είχε να παρατηρηθεί στις έρευνες από το 2011, ενώ μόλις πριν δύο χρόνια παρόμοιες διαθέσεις είχε το 32%. Ως γενική τάση, οι έρευνες της κοινής γνώμης κατέγραψαν την πορεία προς το αρνητικό ποσοστό του 2011, λίγο πριν τα γεγονότα στην πλατεία Μπολότναγια, τις συλλήψεις, τις δίκες και τις καταδίκες πολιτών που διαμαρτύρονταν για τις λαθροχειρίες στις προηγηθείσες προεδρικές εκλογές. Το πλέον αρνητικό αποτέλεσμα καταγράφηκε τον Μάρτιο του 2013, ένα χρόνο πριν την «προσάρτηση» της Κριμαίας από τη Ρωσία, με μόλις 18% θετικών γνωμών.

Εξίσου σημαντικό είναι το εύρημα της έρευνας, σύμφωνα με το οποίο το 61% αντιμετωπίζει με αδιαφορία τον Βλαντίμιρ Πούτιν, ποσοστό κατά 7% υψηλότερο εκείνου που είχε καταγραφεί πριν από δύο μόλις χρόνια. Αρχής γενομένης από τον Οκτώβριου του 2018, ολοένα και περισσότεροι πολίτες της Ρωσίας εκτιμούν θετικά τον ρόλο του Πούτιν. Το φθινόπωρο του 2018 το ποσοστό αυτό ήταν 67%, τον Νοέμβριο του 2919, 70%. Αρνητική γνώμη έχει μόλις το 28%.

Η αιτία της πτώσης της αποδοχής του Πούτιν από τη ρωσική κοινωνία, σύμφωνα με τους αναλυτές, είναι η απογοήτευση των πολιτών από την ακολουθούμενη πολιτική στο εσωτερικό της χώρας, η οποία δημιούργησε μία σειρά συνθηκών αρνητικών για το βιοτικό επίπεδο, την στασιμότητα και την έλλειψη ελπίδας για το μέλλον.

Καθοριστικό ρόλο έπαιξε ιδίως η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος με την αύξηση των ορίων ηλικίας. Η δυσαρέσκεια συσσωρευόταν επί μακρόν, άρχισε όμως να εκδηλώνεται μόλις πρόσφατα. Τέλος, μόλις ένα 3% τρέφει αρνητικά συναισθήματα για τον Πούτιν, πράγμα που οι δημοσκόποι εξηγούν με το γεγονός πως δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση εκ μέρους της αντιπολίτευσης.

Ιστορική παρέκβαση

Οι μυημένοι στη ρωσική ιστορία, γνωρίζουν πολύ καλά πως μία πανίσχυρη, μακραίωνη παράδοση της χώρας αυτής, ανεξάρτητα από το πολίτευμα και το καθεστώς που έχει, είναι η εναλλαγή των ελίτ κάθε μία γενιά περίπου ή κάθε 25-30 χρόνια. Σε παλαιότερες εποχές, η εναλλαγή αυτή γινόταν είτε με την αποστράτευση, την εκτόπιση και την δήμευση των περιουσιών (παράδοση που ξεκίνησε με ιδιαίτερο ζήλο ο Ιβάν ο Δ, ο αποκαλούμενος και Τρομερός και συνέχισε ο Πέτρος ο Α’ ο επονομαζόμενος Μέγας) είτε με εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σαν εκείνες του 1936-1938 επί Ιωσήφ Στάλιν. Από το 1953 και μετά όμως, τηρούνταν με ευλάβεια το μοναδικό «Κοινωνικό συμβόλαιο» που ίσχυε στη Ρωσία του 20ου αιώνα, σύμφωνα με το οποίο υπήρχαν απαραβίαστες εγγυήσεις πως τα μέλη της αποχωρούσας από το προσκήνιο ελίτ θα πεθάνουν ήρεμα στα κρεβάτια τους, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου.

Επαναφορά στον 21ο αιώνα – Η ανακατανομή της ισχύος

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, παιδί του συστήματος ο ίδιος, μα και γνωρίζοντας καλά πως οι διάφορες «φυλές» της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, θα εμπλακούν σε έναν, χωρίς όρους και όρια, πόλεμο για τον διαμοιρασμό της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, αλλά και για τη διαμόρφωση ενός πλαισίου μέσω του οποίου θα μπορεί να κυβερνά χωρίς αναταράξεις και χωρίς να παραβιάσει τους γραπτούς και άγραφους κανόνες, έχει από χρόνια ξεκινήσει μία πολιτική ανακατανομής της ισχύος μεταξύ των μελών αυτών των ελίτ.

Για τους προσεκτικούς παρατηρητές, η απαρχή αυτής της πολιτικής δεν ήταν άλλη από την τιμητική αποστρατεία του επί δεκαετίες συνοδοιπόρου του και επί σειρά ετών προσωπάρχη του Κρεμλίνου Σεργκέι Ιβανόφ τον Αύγουστο του 2016. Σε αντικατάστασή του έφερε έναν νεαρό γόνο της σοβιετικής νομενκλατούρας, τον Αντόν Βοϊνό, γεννημένο μόλις το 1972. Έκτοτε, άρχισε να έρχεται στο προσκήνιο μία νέα γενιά κρατικών στελεχών, κύριο γνώρισμα των οποίων ήταν η τεχνοκρατική κατάρτιση, αλλά και η μη άμεση γνωριμία με τον ηγέτη, στον οποίο οφείλουν τόσο την ανάδειξη τους, όσο και την προοπτική συμμετοχής στο σύστημα εξουσίας.

Η τάση αυτή είναι ενδεικτική της ανανέωσης ή της ανακατανομής της ισχύος, αφού η προηγούμενη γενιά των ελίτ ήταν συμπολεμιστές του προέδρου από τις μυστικές υπηρεσίες ή την δράση του ως αντιδημάρχου της Αγίας Πετρούπολης κατά τη δεκαετία 1990 – 2000. Στα πλαίσια της ανανέωσης του συστήματος εξουσίας, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τόσο την θέσπιση νέων μυστικών υπηρεσιών, όσο και την αλλαγή σχεδόν όλων των ηγεσιών τους τα τελευταία χρόνια, με διάφορες αφορμές.

Η βασική μεθοδολογία ανάδειξης και εκπαίδευσης αυτών των στελεχών, ήταν αφενός η ευδόκιμος υπηρεσία τους σε μυστικές υπηρεσίες ή η τεχνοκρατική τους κατάρτιση. Έτσι, μετά από ένα διάστημα «μαθητείας» στις θέσεις κυβερνητών διαφόρων περιοχών, ανακαλούνται στο «κέντρο», όπου τους ανατίθενται καθήκοντα υφυπουργών, διοικητών μεγάλων δημοσίων οργανισμών ή ακόμη και η εποπτεία ολόκληρων κλάδων της οικονομίας. Η ηλικία τους κυμαίνεται από 40 έως 55 ετών, πρόκειται δηλαδή για άτομα που γεννήθηκαν μεν στην Ε.Σ.Σ.Δ. μεγάλωσαν όμως και γαλουχήθηκαν στην μετακομμουνιστική Ρωσία. Πολλοί εξ αυτών είναι γόνοι στελεχών του σοβιετικού καθεστώτος, εξασφαλίζοντας έτσι τη συνέχεια τόσο σε επίπεδο νοοτροπίας, όσο και ως προς την αφοσίωσή του στο συγκεκριμένο σύστημα διακυβέρνησης.

Ο Πούτιν και το διεθνές ακροατήριο

Ιδιαίτερα σημαντικές ήταν οι δηλώσεις, αλλά και οι προθέσεις του Ρώσου προέδρου σχετικά με τη θέση της Ρωσίας στη διεθνή σκηνή, αλλά και την πολιτική που θα ακολουθήσει. Εκκινώντας από την πάγια, επί των ημερών του, άποψη πως οι διεθνείς συνθήκες, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στον μεταπολεμικό κόσμο, έπαψαν να ισχύουν και πως χρειάζεται ένα νέο σύστημα συμφωνιών και κανόνων, ανάλογο των αναγκών της εποχής, ο Βλαντίμιρ Πούτιν έκανε δύο δηλώσεις, οι οποίες προκάλεσαν τεράστια ανησυχία στο διεθνές του ακροατήριο.

Η πρώτη εξ αυτών των δηλώσεων συνοψίζεται στην άποψη πως η Ρωσία δεν θα αναγνωρίζει πλέον την υπεροχή του διεθνούς δικαίου και των διακρατικών συμφωνιών, παρά μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις που δεν έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα και τα συμφέροντα του ρωσικού κράτους. Αυτό πρακτικά σημαίνει ευθεία απόρριψη της μέχρι σήμερα πολιτικής πρακτικής και έμμεση άρνηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις συνθήκες που έχει συνομολογήσει τόσο σε διακρατικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο συλλογικών οργάνων ασφάλειας. Η δεύτερη, εξίσου ανησυχητική δήλωση αφορά στο κυνήγι των εξοπλισμών, για το οποίο δήλωσε πως η Ρωσία δεν θα λάβει μέρος, όχι γιατί επιθυμεί μία μείωση των εξοπλισμών, αλλά γιατί έχει ήδη κατασκευάσει προηγμένα εξοπλιστικά συστήματα, με τα οποία μπορεί να πλήξει οποτεδήποτε, οποιονδήποτε σε κάθε σημείο της γήινης σφαίρας. Η δήλωση έρχεται σε συνέχεια της περσινής «επίδειξης» παρόμοιων συστημάτων, κατά τη διάρκεια του αντίστοιχου διαγγέλματός του.

Ο εκδότης του περιοδικού «Η Ρωσία στη διεθνή πολιτική» (Russiainglobalaffairs- Россиявглобальнойполитике), επίτιμος πρόεδρος του Συμβουλίου Εξωτερικής πολιτικής και άμυνας της Ρωσίας και καθηγητής στο πανεπιστήμιο «Ανωτάτη Σχολή Οικονομίας» της Μόσχας, Σεργκέι Καραγκάνοφ, γνωστό γεράκι του Κρεμλίνου, με εκτενές σημείωμά του στην επίσημη εφημερίδα της ρωσικής κυβέρνησης «Rossiiskayagazeta», το οποίο αναδημοσιεύτηκε στη «Στήλη του εκδότη» του περιοδικού στις 27 Δεκεμβρίου 2019 (https://globalaffairs.ru/pubcol/Kuda-idti-i-s-kem-idti-20314) είχε περιγράψει λεπτομερώς την εξωτερική πολιτική που θα ακολουθήσει η σημερινή ρωσική ελίτ την επερχόμενη δεκαετία. Στο σημείωμα αυτό ο Καραγκάνοφ αναφέρει «ανεξάρτητα από τις δυσκολίες, την εχθρότητα ενός τμήματος του κόσμου, την κούραση που συσσωρεύτηκε από ένα δεκαετή σκληρό αγώνα, αξίζει, μάλλον, να ομολογήσουμε πως η δεκαετία του 2010 υπό την οπτική γωνία της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής ήταν η πλέον επιτυχημένη περίοδος, τουλάχιστον από τον 1970, όταν η Ε.Σ.Σ.Δ. είχε φτάσει στην κορυφή της επιρροής της στην εξωτερική πολιτική και της στρατιωτικής της ασφάλειας» για να συνεχίσει λίγο πιο κάτω υπογραμμίζοντας πως«Το πιο σημαντικό ίσως, είναι ότι ολοκληρώνοντας με επιτυχία της στρατιωτική μεταρρύθμιση και τον επανεξοπλισμό των στρατιωτικών μας δυνάμεων, ξεκινώντας την ανάπτυξη των εξοπλιστικών συστημάτων νεότερης γενιάς υψηλής τεχνολογίας, ανακτήσατε τις ελπίδες για στρατιωτική ηγεμονία, έχοντας προς το παρόν κερδίσει το κυνήγι των εξοπλισμών, χωρίς να εμπλακούμε σε αυτό. Όπως δείχνουν τα πράγματα, έχοντας υλοποιήσει αυτά, δεν έχουμε ακόμη συνειδητοποιήσει πως οριστικά διαλύσαμε τα θεμέλια της πεντηκονταετούς ηγεμονίας της Δύσης στη διεθνή πολιτική, οικονομία και πολιτισμό. Τα θεμέλια αυτά ήταν η στρατιωτική υπεροχή. Δεκάδες χώρες, πολιτισμοί καταπιεσμένοι στο παρελθόν, αποκτούν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες για μία ελεύθερη και ανεξάρτητη ανάπτυξη».  Η «προφητεία» αυτή ήρθε να πραγματοποιηθεί με το φετινό διάγγελμα του Πούτιν.

Το απόσπασμα – κλειδί από το διάγγελμα του Πούτιν αναφέρει: «Τα βήματά μας για την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας έγιναν εγκαίρως και σε ικανοποιητικό εύρος. Για πρώτη φορά, θέλω να υπογραμμίσω, για πρώτη φορά στην ιστορία των πυρηνικών πυραυλικών όπλων, συμπεριλαμβανομένης και της σοβιετικής περιόδου και της νεότερης εποχής, δεν προσπαθούμε να φτάσουμε κανέναν, αλλά, απεναντίας, τα άλλα προηγμένα κράτη του κόσμου θα πρέπει να φροντίσουν στο μέλλον να κατασκευάσουν όπλα, τα οποία σήμερα ήδη διαθέτει η Ρωσία. Η αμυντική ικανότητα έχει διασφαλιστεί για πολλές δεκαετίες, αν και δεν θα πρέπει να επαναπαυτούμε στις δάφνες μας και να χαλαρώσουμε… Η αξιόπιστη αμυντική ικανότητα, μας επιτρέπει να κάνουμε πολύ περισσότερα για την επίλυση επειγόντων εσωτερικών ζητημάτων, να επικεντρωθούμε στις προσπάθειες για οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη όλων των περιοχών μας προς το συμφέρον των ανθρώπων, γιατί το μεγαλείο της Ρωσίας είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με την αξιοπρεπή ζωή κάθε πολίτη».

Ανεξάρτητα από το αν η Ρωσία διαθέτει ή έχει την δυνατότητα να προχωρήσει στη μαζική παραγωγή παρόμοιων εξοπλιστικών συστημάτων, η δήλωση αναδεικνύει την αλλαγή στη ρητορική και την απομάκρυνση από τους καθιερωμένους άγραφους κανόνες που ίσχυαν καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου και της μετακομμουνιστικής εποχής, σύμφωνα με τους οποίους όλες οι πλευρές θα επιδεικνύουν αυτοσυγκράτηση και θα χρησιμοποιούν συγκεκριμένη ορολογία, προκειμένου να αποφευχθούν ανεπιθύμητες κρίσεις και κλιμακώσεις της έντασης.

Μία από τις σταθερές της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής την τελευταία εικοσαετία είναι η αμφισβήτηση των συμφωνιών και των κανόνων συλλογικής ασφάλειας έτσι όπως διαμορφώθηκαν κατά την μεταπολεμική εποχή και προσαρμόστηκαν ανάλογα με τις αλλαγές των εποχών. Διεκδικώντας το ρόλο του διάδοχου κράτους της ΕΣΣΔ, κατά τη δεκαετία του 1990 η Ρωσία δεν κληρονόμησε μόνο το πυρηνικό της οπλοστάσιο, αλλά και τις υποχρεώσεις της έναντι της διεθνούς κοινότητας, πράγμα το οποίο υπονομεύει ευθέως και με κάθε επισημότητα σήμερα.

Το ενδιαφέρον σημείο εν προκειμένω, δεν είναι πως το εξέλαβαν αυτό οι δυτικοί, αλλά το πως το ερμηνεύουν οι Ρώσοι αναλυτές, ιδίως εκείνοι που θεωρούνται πως εκφράζουν την αυθεντική ερμηνεία της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής.

Ο έτερος έγκυρος εκφραστής και ερμηνευτής της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής του Κρεμλίνου, ο μετριοπαθής Φιοντόρ Λουκιάνοφ, διευθυντής του ίδιου περιοδικού, σε αναλυτικό του σημείωμα στην επίσημη εφημερίδα της ρωσικής κυβέρνησης «Rossiiskayagazeta», το οποίο αναδημοσιεύτηκε στη «Στήλη της σύνταξης» της ιστοσελίδας του περιοδικού (https://globalaffairs.ru/redcol/Tolko-vpered-20318) την 15η Ιανουαρίου 2010,  με τίτλο «Μόνο μπροστά» επισημαίνει την αλλαγή στάση της ρωσικής ηγεσίας έναντι του διεθνούς δικαίου «Στο φετινό του Διάγγελμα η βασική αφήγηση όσον αφορά αυτό, είναι η συνταγματική καθιέρωση της υπεροχής του εθνικού δικαίου έναντι του διεθνούς. Πρόκειται για θεμελιώδη προσέγγιση μα και συνέχεια εκείνου που κάποτε αποκαλούσαν «εθνικοποίηση των ελίτ», τουλάχιστον εκείνων που έχουν ως αντικείμενο τη διοίκηση».

Είναι προφανές ότι στο ορατά προβλέψιμο μέλλον, η Ρωσία θα συνεχίσει την πολιτική που έχει εγκαινιάσει το 2007 με την περιβόητη ομιλία του Πούτιν στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια, στο Μόναχο, όπου περιέγραψε το νέο δόγμα εξωτερικής πολιτικής της χώρας του, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τον κόσμο και τη θέση της Ρωσίας σε αυτόν. Για την ιστορία μόνο αναφέρουμε πως ακολούθησε ο πόλεμος με την Γεωργία, η βίαιη προσάρτηση της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας, δύο «κράτη» που δεν αναγνωρίζει κανείς. Το 2014 είχαμε την «προσάρτηση της Κριμαίας» με τη συνδρομή των «ευγενικών ανθρώπων» και την έναρξη των εχθροπραξιών στις ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα.

Το γεωπολιτικό δόγμα της Ρωσίας – Ο Πιότρ Σάβιτσκι

Η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας, αναπόσπαστο κομμάτι της γεωπολιτικής της θεώρησης και πρακτικής, συχνά ερμηνεύεται με βάση τις καθημερινές ανάγκες της επικαιρότητας και ακόμη συχνότερα ξεκομμένη από την μακραίωνη παράδοση της χώρας, η οποία παρά την οδυνηρή εμπειρία της κατάρρευσης της Ε.Σ.Σ.Δ. το 1991, επιμένει να τρέφει αυτοκρατορικές βλέψεις και να οραματίζεται την αναβίωση της υπερδύναμης που θα κυριαρχεί στις πέντε ηπείρους.

Το γεωπολιτικό δόγμα της Ρωσίας, έτσι όπως το προσεγγίζουμε σήμερα, δεν προέκυψε από θαύμα ή παρθενογένεση, αλλά είναι προϊόν μιας μακράς εξελεγκτικής διαδικασίας ελπίδων και απογοητεύσεων, διερευνητικών κινήσεων και οπισθοχωρήσεων, αλλά και ιδιαίτερα έντονης εσωτερικής διεργασίας στο πλαίσιο της ρωσικής ελίτ, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την δεκαετία 1991 – 2001 και αναμορφώθηκε από το 2001 μέχρι το 2008. Από την χρονιά εκείνη και μετά η ρωσική εξωτερική πολιτική είναι πια λιγότερο ακατανόητη γιατί ξεκαθάρισε η πολιτική του Κρεμλίνου με την περιβόητη πλέον ομιλία του Βλαδίμηρου Πούτιν στην Διεθνή Διάσκεψη για την Ασφάλεια στο Μόναχο, όπου επαναδιατύπωσε τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας της χώρας του.

Η κατανόηση της σημερινής εξωτερικής πολιτικής, των γεωπολιτικών και γεωοικονομικών επιδιώξεων της Ρωσίας είναι αδύνατη χωρίς την μελέτη και την αναγνώριση των πρωταρχικών πηγών της κυρίαρχης σχολής σκέψης σήμερα τόσο στα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας, όσο και στο ίδιο το Κρεμλίνο, μοναδική πηγή εξουσίας άλλωστε.

Ένας από τους κύριους θεωρητικούς της σημερινής, δεσπόζουσας, σχολής σκέψης στη ρωσική γεωπολιτική και διπλωματία ήταν ο Πιότρ Σαβίτσκι (1895 – 1968), γεωγράφος, οικονομολόγος, φιλόσοφος, ποιητής και πολιτικός.

Σχετικά με την γεωπολιτική της Ρωσίας – Ευρασίας, ο Σαβίτσκι, έλεγε πως η γεωγραφική σφαίρα του Βυζαντίου είναι παράπλευρη. Απεναντίας, στην γεωπολιτική σφαίρα της μογγολικής αυτοκρατορίας της Ρωσίας – η Ευρασία ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα και στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναζητηθούν οι πηγές της γεωπολιτικής ενότητας της Ευρασίας. Κατά τον Σαβίτσκι, η γεωπολιτική υπόσταση της Ρωσίας είναι σε σημαντικό βαθμό η γεωπολιτική υπόσταση του μογγολικού κράτους: «Χωρίς τους Τάταρους, δεν θα υπήρχε η Ρωσία», έλεγε, δηλαδή δεν θα υπήρχε η μεγάλη ενιαία Ρωσική αυτοκρατορία.

Συνάμα ο Σαβίτσκι υπογραμμίζει τη γεωγραφική διάσταση της ευρασιατικής ενότητας: η Ευρασία ως γεωγραφικός κόσμος έχει δημιουργηθεί για το σχηματισμό του ενιαίου κράτους, του κράτους της Ρωσίας – Ευρασίας. Για να ενισχύσει τη συλλογιστική του, εισάγει μία νέα έννοια στη ρωσική σχολή σκέψης, της έννοιας του «τόπου ανάπτυξης», την οποία εννοεί ως την αμοιβαία προσαρμογή των ζώντων όντων στο ένα με το άλλο, σε άμεση σχέση με τις εξωτερικές γεωγραφικές συνθήκες, η οποία δημιουργεί μια ειδική αρμονία και σταθερότητα του περιβάλλοντος.

Με την βοήθεια της έννοια «τόπος ανάπτυξης» ο Σαβίτσκι προσδιόρισε τα σημαντικότερα σημεία σύμπτωσης ανάμεσα στην Γεωπολιτική και της Ιστοριοσοφίας. Μελέτησε τη στενή σχέση των εννοιών «πολιτισμικός ιστορικός τύπος», γνωστός και ως «πολιτισμός», στην πνευματική κληρονομία του Ν. Ντανιλέφσκι με την θεώρηση του τόπου ανάπτυξης στην Γεωπολιτική. Κάθε πολιτισμός, ως ιδιαίτερος κοινωνικός και πολιτισμικός οργανισμός στο επίπεδο της γεωπολιτικής αντιστοιχεί ένας ιδιαίτερος τόπος ανάπτυξης – αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα του Σαβίτσκι, πράγμα που οι μεταγενέστεροι στοχαστές θεωρούν ως μία από τις βασικές ανακαλύψεις στη θεωρία της γεωπολιτικής.

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, θα πρέπει να σημειώσουμε πως η έννοια «τόπος ανάπτυξης» κάθε άλλο παρά σημαίνει «γεωγραφικός υλισμός», όπως προσπάθησαν να την ερμηνεύσουν ορισμένοι μαρξιστικής καταγωγής θεωρητικοί. Ο Σαβίτσκι υπογράμμισε ότι η έννοια αυτή συνδέεται απολύτως με την παραδοχή του πλήθους των μορφών της ανθρώπινης ιστορίας και ζωής και την διάκριση μαζί με την γεωγραφική, του αυτοτελούς πνευματικού στοιχείου της ζωής.

Για τους Ευρασιατιστές, η ενότητα της Ευρασίας είναι ενότητα υλικών και πνευματικών αρχών, γεωγραφικών και πολιτισμικών συζεύξεων. Η γεωγραφία σε αυτή τη θεώρηση δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις για μια ξεχωριστή εξέλιξη των πνευματικών συνθέσεων. Αυτή θεωρείται από πολλούς η μεγαλύτερη ανακάλυψη και συμβολή της ρωσικής σχολής γεωπολιτικής.

Στην θεώρηση του Σαβίτσκι, η ακατάλυτη σχέση γεωγραφίας και πολιτισμού προσεγγίζεται με απόλυτη βεβαιότητα. Κατά τον ίδιο, ο ρωσικός κόσμος διαθέτει οριακά διάφανη γεωγραφική δομή. Είναι ένας κόσμος ενός περιοδικού και συνάμα συμμετρικού συστήματος ζωνών, οι οποίες βρίσκονται με κατεύθυνση από τον Νότο προς Βορρά, εναλλάσσεται η έρημος με την στέπα, τα δάση και την τούνδρα. Κάθε μία από αυτές τις ζώνες αποτελεί μια συμπαγή λωρίδα βάθους.

Στο αναπόφευκτο ερώτημα που προκύπτει από την ύπαρξη της οροσειράς των Ουραλίων, η απάντηση του Σαβίτσκι είναι ότι δεν διαδραματίζει το ρόλο ενός διαχωριστικού φραγμού, όπως θεωρούσε η προγενέστερη Γεωγραφία. Χάρη στις γεωγραφικές της ιδιότητες η οροσειρά των Ουραλίων όχι μόνο δεν χωρίζει, αλλά, απεναντίας, ενώνει τις περιοχές της Ρωσίας που βρίσκονται πριν και μετά από αυτή, επιβεβαιώνοντας για άλλη μία φορά τον ισχυρισμό του πως πρόκειται για μία ενιαία ήπειρο, την Ευρασία.  Η τούνδρας ως οριζόντια ζώνης απλώνεται τόσο προς δυσμάς όσο και προς ανατολάς μέχρι τα Ουράλια. Από την μία και την άλλη πλευρά υπάρχουν αχανείς εκτάσεις δασών. Ανάλογη είναι η κατάσταση μεταξύ των στεπών και της ερήμου. Η ευρασιατική περιοχή είναι ενιαία. Το φυσικό περιβάλλον είναι ελάχιστα ευνοϊκό για κάθε είδους «αποσχιστικές σκέψεις», είτε είναι πολιτικές, είτε πολιτισμικές, είτε οικονομικές.

Οι αχανείς πεδιάδες, η κυματοειδής διάταξη των ζωνών βοηθάει τον άνθρωπο να κατανοήσει το εύρος του ορίζοντα και να αντιληφθεί το μέγεθος των γεωπολιτικών συνδυασμών. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που στις εκτάσεις της Ευρασίας εκδηλώθηκαν τόσο μεγάλες ενοποιητικές προσπάθειες, όπως εκείνες των Σκυθών, των Μογγόλων και των Ούνων. Δεν είναι, επίσης, τυχαίο ότι στην Ευρασία φυσάει ο άνεμος μιας ιδιότυπης «αδελφότητας των λαών», η οποία έχει τις ρίζες της στις προαιώνιες επαφές και τις πολιτισμικές ανταλλαγές λαών διαφόρων φυλών: από την γερμανική (με τους Γότθους της Κριμαίας) και την σλαβική της Μαντζουρίας, μέσω των Φιλανδών, των Τούρκων και των μογγολικών λαών. Αυτή η «αδελφότητα των λαών» εκφράζεται με την θέση ότι δεν υπάρχει αντιπαράθεση «ανώτερων» και «κατώτερων» φυλών. Οι αμοιβαίες έλξεις, είναι ισχυρότερες από τις αμοιβαίες απώσεις, ενώ εύκολα αφυπνίζεται η βούληση για την «κοινή υπόθεση». Αυτές συγκεκριμένα οι παραδόσεις είναι που υιοθέτησε η Ρωσία στην γεωπολιτική και πολιτική ιστορική της παράδοση.

Ο Σαβίτσκι πίστευε ότι στη σύγχρονη εποχή, ο ενοποιητικός ρόλος της Ρωσίας, θα πρέπει να γίνει με νέες μορφές. Ήταν σταθερά αντίθετος στις προηγούμενες μορφές και μεθόδους της βίας και του πολέμου. Ουσιαστικά, υποστήριζε πως η Ρωσία θα πρέπει στο γεωπολιτικό επίπεδο να υιοθετήσει νέες φόρμες κοινωνικο-πολιτισμικής δημιουργίας προκειμένου να πετύχει τον στόχο της για ενότητα. Αναμφίβολα πρόκειται, δεδομένης της εποχής που διατυπώθηκε, για μία γενναία ιδέα, την οποία απέρριψαν τόσο οι σύγχρονοι του, όσο και οι απόγονοι.

Για τον Σαβίτσκι, ήταν καθοριστικής σημασίας η θεώρηση σχετικά με την ενότητα της Ευρασίας στη διεθνή γεωπολιτική. Πίστευε ακράδαντα πως αν καταλυθεί αυτό τον ευρασιατικό κέντρο, τότε όλα τα συστατικά του μέρη, όλο το σύστημα των ακριανών περιοχών της ηπείρου (η Ευρώπη, η Εγγύς Ασία, το Ιράν, η Ινδία, η Ινδοκίνα, η Ιαπωνία, η Κίνα), θα μετατραπούν σε ερειπωμένο ναό. Ο κόσμος που απλώνεται προς ανατολάς από τα σύνορα της Ευρώπης και προς τον Βορρά από την «κλασσική Ασία», είναι εκείνος ο κρίκος, ο οποίο ενώνει τα πάντα. Γι’ αυτό και η Ρωσία έχει περισσότερα δικαιώματα από την Κίνα, να χαρακτηρίζεται ως «ενδιάμεσο κράτος».

Ο συνδετικός και ενοποιητικός ρόλο του «μέσου κόσμου» παίζει τεράστιο ρόλο στην παγκόσμια γεωπολιτική. Επί χιλιετίες η γεωπολιτική υπεροχή στον ευρασιατικό κόσμο ανήκε στους νομαδικούς λαούς. Καταλαμβάνοντας όλη την περιοχή από τα όρια της Ευρώπης μέχρι τα όρια της Κίνας, συνορεύοντας ταυτόχρονα με την Πρόσω Ασία, το Ιράν και την Ινδία, οι νομάδες ήταν οι ενδιάμεσοι ανάμεσα σε διασκορπισμένες περιοχές πολιτισμών που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι. Αυτό οδηγεί τον Σαβίτσκι στο συμπέρασμα ότι ο ρωσικός κόσμος σύμφωνα με αδιάψευστα γεγονότα της ιστορίας, καλείται να διαδραματίσει ενοποιητικό ρόλο στο πλαίσιο του Παλιού κόσμου. Μόνο στο βαθμό που η Ρωσία – Ευρασία θα εκπληρώνει αυτή της την αποστολή, το σύνολο των διαφορετικών πολιτισμών της «παλιάς ηπείρου» θα μπορεί να μετατρέπεται και θα μετατρέπεται σε ένα ενιαίο σύνολο, εξαλείφοντας τις διαφορές μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Αλλαγές – παροχές – υποσχέσεις: το πλαίσιο της μετάβασης στη νέα (;) εποχή

Το Διάγγελμα Πούτιν θα μπορούσε, υπό μορφή αστεϊσμού, να εκληφθεί και ως πρόγραμμα ανάπτυξης της Ρωσικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, όπως ευφυώς το χαρακτήρισαν χρήστες των σελίδων κοινωνικής δικτύωσης στη Ρωσία.

Ωστόσο, στο κείμενο βλέπουμε πως περιλαμβάνονται υποσχέσεις για επιδοτήσεις των γεννήσεων, δημιουργία νέων αεροπορικών συνδέσεων με απομακρυσμένες περιοχές, προτάσεις για βελτίωση των υποδομών του συστήματος υγείας κ.λπ. Η κλασσική πολιτική υποσχέσεων του συστήματος εξουσίας, προκειμένου να επικεντρωθεί σε αυτές ο «δημόσιος» διάλογος των ελεγχόμενων από το Κρεμλίνο ΜΜΕ και να περάσει σε δεύτερη μοίρα η πολιτική αλλαγής της δομής της εξουσίας, έστω και αν με τον τρόπο αυτό καταστρατηγείται ο θεμελιώδης νόμος του κράτους.

Στην πραγματικότητα όμως έχουμε μία κλασική, για τη ρωσική ιστορία, υποτροπή, με τη δημιουργία νέων δομών εξουσίας, ικανών να διαιωνίσουν την υφιστάμενη κατανομή ισχύος μεταξύ των διαφόρων ελίτ και, συνάμα, να αποθαρρύνουν και να αποτρέψουν κάθε διάθεση ανατροπής ή αντικατάστασής της. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως με την επιχειρούμενη μετάβαση στο νέο σύστημα εξουσίας, ολοκληρώνεται ένας μεγάλος ιστορικός κύκλος που ξεκίνησε με την επανάσταση του 1905 και μέσω ρήξεων και παλινορθώσεων, επαναφέρει τη Ρωσία στην ιστορική τροχιά που επέλεξε πριν από 450 χρόνια επί Ιβάν Δ’ του Τρομερού.

Η προτεινόμενη δημιουργία ενός Συμβουλίου του Κράτους, θυμίζει πολύ έντομα το παλιό, τσαρικό Συμβούλιο του Στέμματος ή σε μία πιο εξελιγμένη μορφή της Κεντρική Επιτροπή του Κ.Κ.Σ.Ε.Τα πλεονεκτήματα αυτής της ιδέας είναι αφενός η μη υποχρέωση εναλλαγής στη θέση του προέδρου. Κοντολογίς, ο πρόεδρος του Συμβουλίου και πρωθυπουργός θα μπορούν να είναι ισόβιοι, αφού θα διορίζονται από τη Δούμα, ενώ ο πρόεδρος της χώρας θα είναι αιρετός και για περιορισμένο αριθμό θητειών. Έτσι, εξηγούνται οι προτάσεις για τις αλλαγές στο Σύνταγμα, οι οποίες ενώ στο Διάγγελμα εξαγγέλθηκαν υπό την αίρεση διεξαγωγής δημοψηφίσματος, πριν περάσουν 24 ώρες, διαπιστώθηκε πως αυτό θα γίνει από μία «Συνέλευση εκλεκτών», τους οποίους, φυσικά, θα διορίσει ο νυν πρόεδρος.

Το εν λόγω Συμβούλιου θα έχει την απόλυτη εξουσία. Η Δούμα θα μπορεί να διορίζει πρωθυπουργό, υπουργούς, επικεφαλής δημοσίων οργανισμών και, τύποις, ανεξάρτητων αρχών. Αυτό θα επιτευχθεί με τη μη συμμετοχή του νέου προέδρου στο σύστημα εκτελεστικής εξουσίας. Θα περιοριστεί στο διακοσμητικό ρόλο που είχα κάποτε ο Κοσίγκιν, ο οποίος δεχόταν τους ξένους υψηλούς επισκέπτες, φωτογραφιζόταν μαζί τους και τους συνόδευε στο γραφείο του Γενικού γραμματέα του κόμματος για τα περαιτέρω και πιο ουσιαστικά.

Η δημιουργία αυτού του Συμβουλίου, προϋποθέτει ένα νέο κόμμα εξουσίας ή έστω, το λίφτινγκ του υπάρχοντος «Ενιαία Ρωσία». Ο κομματικός ηγέτης Ανατόλι Τουρτσάκ θα πρέπει να εργαστεί σκληρά ώστε το 2024 να θέσει στη διάθεση του Πούτιν ένα «ελκυστικό» κόμμα, ικανό να δημιουργεί τις συνθήκες και προϋποθέσεις για κυβερνήσεις συνεργασίας με τα άλλα κόμματα της Δούμας. Ωστόσο, σύμφωνα με την εφημερίδα «Komersant» δεν αποκλείεται το 2024, με την αποχώρηση του από τον προεδρικό θώκο, ο Πούτιν να αναλάβει την ηγεσία του κόμματος (https://www.kommersant.ru/doc/4220884#id1847803). Ως εκ τούτου είναι πολύ πιθανή η εμφάνιση νέων συστημικών και πλήρως εξαρτημένων από το Κρεμλίνο κομμάτων, δεδομένου πως ούτε το κατ’ ευφημισμόν αποκαλούμενο Δημοκρατικό-Φιλελεύθερο κόμμα του Ζιρινόφσκι, ούτε το Κομμουνιστικό κόμμα του Ζουγκάνοφ, δείχνουν ικανά να προσαρμοστούν στον 21ο αιώνα. Έτσι κι αλλιώς κατάλοιπα ενός ιδιότυπου ρωσικού πολιτικού Jurasicparkείναι και τα δύο και επιβιώνουν χάρη στην κρατική επιχορήγηση και την εκμετάλλευση των νοσταλγικών αισθημάτων των γενεών που απέρχονται από την πολιτική σκηνή και την κοινωνική ζωή.

Η αμφισβήτηση όμως της υπεροχής του διεθνούς δικαίου έναντι του εθνικού, θα έχει ως παράγωγο αποτέλεσμα την αδυναμία των Ρώσων πολιτών να προσφεύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αυτό θα είναι ένα ακόμη πλήγμα κατά των δημοκρατικών ελευθεριών, δεδομένου ότι η Ρωσία τα τελευταία χρόνια έχει καταδικαστεί δεκάδες φορές για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για τη μη διασφάλιση δίκαιης δίκης, για καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των φυλακισμένων κ.λπ.

Αξίζει να σημειωθεί πως στην επιτροπή που επέλεξε ο Πούτιν για την επεξεργασία των αλλαγών στο Σύνταγμα της χώρας, συμμετέχουν ο επικεφαλής του παραστρατιωτικού σώματος των Κοζάκων, ο σκηνοθέτης Κάρεν Σαχναζάροφ, ο αμφιλεγόμενος συγγραφέας Ζαχάρ Πριλέπιν, πρόεδρος του «Ρωσικού ιδρύματος» Λεβ Αμπιντέρ. Συνολικά, θα συμμετάσχουν 75 πρόσωπα, τα οποία διαθέτουν το χάρισμα της ανεπίληπτης αφοσίωσης προς τον σημερινό πρόεδρο της χώρας. Ο χρόνος που έχουν τα μέλη της Επιτροπής Συνταγματικής Αναθεώρησης είναι μόλις τρεις μήνες. Είναι προφανές ότι το Κρεμλίνο θέλει να επιταχύνει τις διαδικασίες και τις εξελίξεις, προφανώς, γιατί το Διάγγελμα ήταν το πρώτο στάδιο ενός μεγαλύτερου σχεδίου.

Παραμένει ασαφές, προς το παρόν, πως θα αλλάξει, φερ’ ειπείν το άρθρο 15 του ισχύοντος Συντάγματος περί υπεροχής του διεθνούς δικαίου έναντι του εθνικού, όταν με βάση την κείμενη νομοθεσία, αυτό πρέπει να γίνει από Συνταγματική Συνέλευση, η οποία δεν έχει καν συγκληθεί ή δεν προβλέπεται από τις διαδικασίες που εξαγγέλθηκαν αυτές τις ημέρες. Θα πρέπει, στο σημείο αυτό, να θυμίσουμε πως από το 2015 η Ρωσία θεωρεί πως δεν είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ ή της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ. Είναι η μόνη χώρα από τις 47 που συμμετέχουν στο Συμβούλιο της Ευρώπης που επιτρέπει στον εαυτό της κάτι τέτοιο, καθιστώντας την ταυτόχρονα παρία στον τομέα αυτό.

Επίλογος

Κάθε πολιτικό σύστημα έχει τα δικά όρια και περιθώρια. Το σύστημα που επέλεξε (;) η Ρωσία στις αρχές του 21ου αιώνα, μέσα στα είκοσι χρόνια που πέρασαν έκτοτε, έχει προφανώς εξαντλήσει τη δυναμική του, τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στο εξωτερικό. Η προσέγγιση των επιτυχιών ή αποτυχιών του, η αποτίμηση της πολιτικής του, είναι πρωτίστως θέμα οπτικής γωνίας, αλλά και γνώση της μακραίωνης ιστορίας της αχανούς αυτής χώρας. Η ψυχραιμία και η νηφαλιότητα, δεν είναι πάντα εκείνα τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν τις προσεγγίσεις της ρωσικής πραγματικότητας. Απεναντίας, πολλές φορές υπερισχύουν τα πάθη, οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα, με αποτέλεσμα την εξαγωγή λανθασμένων συμπερασμάτων.

Η Ρωσία σήμερα καλείται να αντιμετωπίσει μία νέα πραγματικότητα. Θα το κάνει σύμφωνα με τις εθνικές της φαντασιώσεις ή με μία ρεαλιστική προσέγγιση της νέας πραγματικότητας; Θα προσπαθήσει η Ρωσία να συντονίσει το βηματισμό της με τις προηγμένες οικονομικά και πολιτικά χώρες ή θα επιμείνει στην πάγια, αλλά κουρασμένη, θέση της περί «ιδιαίτερης θέσης και αποστολής της Ρωσίας» στον κόσμο που έχει τις απαρχές της στη θεωρία των Σλαβόφιλων; Από τις επιλογές που θα κάνει θα κριθεί το μέλλον της, η θέση της στον κόσμο του 21ου αιώνα, η συμμετοχή της στα μεγάλα γεγονότα της εποχής και η ευημερία του λαού της. Αυτό όμως είναι κάτι που θα το μάθουμε στο μέλλον.

πηγή κεντρικής φωτογραφίας