Αθήνα, Οκτώβριος 1981. Σ’ ένα δημόσιο λύκειο των δυτικών προαστίων, οι μαθητές της Γ’ τάξης ακούν μ’ έκπληξη και απορία την νεαρή φιλόλογο τους στο μάθημα της Ιστορίας να αποκαλεί τον Ιωάννη Μεταξά “δικτάτορα”, το πρόσωπο που μέχρι και την προηγούμενη σχολική χρονιά τα βιβλία Ιστορίας περιέγραφαν-και δίδασκαν- ως “εθνικό κυβερνήτη”! Σε κάποιο βαθμό, το ξάφνιασμά τους ήταν λογικό και αναμενόμενο, αν αναλογιστεί κανείς ότι μέχρι τότε το “όχι” του Μεταξά ήταν το σημείο αναφοράς στις σχολικές γιορτές για την επέτειο του “ΟΧΙ”. Η εικόνα ενός κομβικού ιστορικού προσώπου μετατράπηκε απ’ την μια στιγμή στην άλλη και υπό την ενθουσιώδη γενικότερη “αναθεωρητική” συγκυρία της εποχής, των καταιγιστικών ιστορικών και εννοιολογικών επαναπροσδιορισμών που κόμιζε η νεόκοπη “Αλλαγή”, από καθηγιασμένη αγιογραφία σε κακότεχνη, επιχρωματισμένη γκραβούρα.

Στο αξιοσημείωτο, από πλευράς παράθεσης πηγών, έργο του “Η Άνοδος και η Πτώση των Συνταγματαρχών” που αναφέρεται στην επτάχρονη δικτατορία στην Ελλάδα, ο Βρετανός πρώην στρατιωτικός, διπλωμάτης, βουλευτής του Συντηρητικού Κόμματος, υπαρχηγός της Δύναμης Χάρλινγκ στη διάρκεια της Κατοχής (που οργάνωσε και εκτέλεσε μαζί με τον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου) Κρις Γούντχαουζ (1917-2001) αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο ερώτημα αν η 21η Απριλίου ήταν “πραξικόπημα ή επανάσταση”. Προφανώς ο συγγραφέας θεωρεί το ζήτημα ουσιώδες παρακινημένος ίσως από την πληθώρα των πηγών που αναφέρονται σ΄ αυτό όπως και την πολεμική που αναπτύχθηκε μεταπολιτευτικά ως προσπάθεια απενεχοποίησης της χούντας.

Παραθέτοντας αυτούσιο ένα μεγάλο μέρος της σχετικής επιχειρηματολογίας – που ομολογουμένως διέπεται από έναν παρελκυστικό σχολαστικισμό – ανάμεσά τους κι εκείνη του πρώτου πρωθυπουργού της χούντας ανώτατου δικαστικού Κωνσταντίνου Κόλλια, ο αναγνώστης οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η 21η Απριλίου ήταν πράγματι “επανάστασις”. Και αυτό, διότι η βίαιη μεταβολή του πολιτεύματος προκλήθηκε από “κάτω προς τα πάνω”, δηλαδή από άτομα που δεν είχαν την εξουσία -τους συνταγματάρχες- εναντίον εκείνων που την είχαν- την κυβέρνηση και το παλάτι. Υπ’ αυτή την οπτική, πραξικόπημα ήταν ξεκάθαρα το καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936, διότι η μεταβολή του πολιτεύματος επιβλήθηκε από “πάνω προς τα κάτω”, από τον εν ενεργεία πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά με την σύμφωνη γνώμη του βασιλιά Γεωργίου Β’. Υπενθυμίζεται ότι ο Γεώργιος Β’ είχε επιλέξει τον Μεταξά ως πρωθυπουργό μόλις τέσσερις μήνες νωρίτερα, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Κωνσταντίνου Δεμερτζή.

Ο συγγραφέας ανατρέχει μεταξύ των άλλων και σε μια επιστολή της 20ης Ιουνίου 1967 του αυτοεξόριστου τότε στο Παρίσι Κων. Καραμανλή προς τον Κ. Κόλλια, στην οποία ο πρώην πρωθυπουργός της ΕΡΕ αναφέρονταν στο απριλιανό πραξικόπημα με τον όρο “επανάστασις” χρησιμοποιώντας όμως παράλληλα κι εκείνον της “εκτροπής”. “Η κυβέρνησις διαθέτει, ως επανάστασις, απεριόριστον εξουσία (…) Εύχομαι να έχει συλλάβει ορθώς την αποστολήν την και να έχη την ικανότητα να την φέρη εις πέρας”, έγραφε ο Κων. Καραμανλής. Η αφήγηση, λοιπόν, του Γουντχάουζ μας φέρνει αναπάντεχα αντιμέτωπους με μια “λεπτομέρεια” περί του χαρακτήρα της επτάχρονης δικτατορίας για τον οποίο πιστεύαμε πως η Ιστορία είχε αποφανθεί τελεσίδικα.

Γωνία θέασης

Και βεβαίως, η αρχική μεταπολιτευτική αφήγηση ότι το απριλιανό πραξικόπημα ως αντιδραστική ενέργεια στοχοποιούσε αποκλειστικά τον προοδευτικό χώρο και την Αριστερά, έχει παραχωρήσει σήμερα τη θέση της στην ευρύτερη παραδοχή ότι η χούντα στράφηκε και κατά του αστικού φιλελεύθερου πολιτικού κορμού μ’ έναν τρόπο που έκτοτε προκάλεσε το ιστορικό -και αγεφύρωτο μέχρι σήμερα- ρήγμα Δεξιάς-Ακροδεξιάς, δύο χώρων που ως τότε συμπορεύονταν, αν δεν ταυτίζονταν πλήρως.

Σαφώς, η καραμανλική Δεξιά της μεταπολίτευσης δεν ήταν η Δεξιά του αντικομμουνισμού και της εθνικοφροσύνης αλλά η συντηρητική φιλοευρωπαϊκή παράταξη που ευαγγελίζονταν την φιλελεύθερη οικονομική και κοινωνική πρόοδο της χώρας.

Μ’ άλλα λόγια, η επταετία των συνταγματαρχών λειτούργησε ως καταλύτης ριζικών ανακατατάξεων στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και εφαλτήριο πλήρους εκσυγχρονισμού του, και δη του συντηρητικού χώρου, θέση την οποία είδαμε να υποστηρίζει στο επίμαχο άρθρο του στην “Καθημερινή” -προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων- ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, Στάθης Ν. Καλύβας (αν και ο καθένας θα μπορούσε να διαφωνήσει με την όλη νομοτελειακή συλλογιστική του αρθρογράφου- “το πραξικόπημα ήταν αναπόφευκτο αλλά επίσης συνιστούσε εκ των πραγμάτων τον πιο πιθανό δρόμο προς τη δημοκρατία”– ακόμα περισσότερο βεβαίως με τον επιδερμικό επίλογο του κειμένου ότι “η δικτατορία ξεπεράστηκε εύκολα και γρήγορα διότι υπήρξε ένα μικρό διάλειμμα δίχως μεγάλη σημασία”).

Αλλά και πάλι η “αναθεωρητική” αυτή προσέγγιση δεν είναι τόσο πρωτόγνωρη όσο φαντάζει εκ πρώτης όψεως δείχνοντας να υιοθετεί την ανάλυση του δομολειτουργισμού, μιας θεωρίας που κυριάρχησε στην ακαδημαϊκή σκέψη τις περασμένες δεκαετίες σύμφωνα με την οποία τα ιστορικά γεγονότα προκύπτουν ως απόρροια απρόσωπων δομικών συσχετισμών, με τις προθέσεις και τα κίνητρα των πρωταγωνιστών τους, τις πεποιθήσεις ή τον ιδεολογικό προσανατολισμό τους, να έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Πρόκειται για μια θεωρία που αποκρούστηκε από την ακαδημαϊκή κοινότητα με το σκεπτικό ότι δεν επαρκεί για να ερμηνεύσει το στοιχείο του απρόοπτου στην ιστορική εξέλιξη.

Για ορισμένους σύγχρονους αναλυτές εξάλλου, η πρώιμη μεταπολιτευτική περίοδος μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄70, λειτούργησε ως ένα άκρως ευνοϊκό “περιβάλλον πολιτικών ευκαιριών” το οποίο βοήθησε καθοριστικά στο να αναδυθούν και να ευδοκιμήσουν νέοι, ριζοσπαστικότεροι πολιτικοί φορείς και ιδέες (ο όρος “πολιτικές ευκαιρίες”-political opportunities- καθιερώθηκε από τον Αμερικανό καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης Peter Eisinger περιγράφοντας το ευνοϊκό περιβάλλον κινηματικής δράσης που δημιουργείται όταν ένα πολιτικό σύστημα καταστεί ευάλωτο εξαιτίας της ενδυνάμωσης του πλουραλισμού, της πολιτικής χειραφέτησης, του περιορισμού της καταπίεσης ή λόγω διαιρέσεων μεταξύ των πολιτικών ελίτ, βλ. σχετικά Τάκης Σ. Παππάς, “Το χαρισματικό κόμμα”, Πατάκης 2009). Εν κατακλείδι, το “ξαναδιάβασμα” της Ιστορίας για τον ρόλο και τις συνέπειες της δικτατορίας φαίνεται να μας ανταμείβει με “ελκυστικά” (;) νέες διαπιστώσεις.

Το αφήγημα του 1821

Ο ιστορικός Γιάνης Κ. Κορδάτος (1891-1961) εκ των βασικών εκπροσώπων του ιστορικού υλισμού στην Ελλάδα, στον πρόλογο του Β’ τόμου του έργου του “Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας” του 1957 αποκρούει τόσο την κυρίαρχη -ακόμα και σήμερα- αφήγηση ότι η Επανάσταση του 1821 ήταν ένας “πανεθνικός ξεσηκωμός” όσο και την κατασκευασμένη, όπως την χαρακτηρίζει, θέση της ελληνικής αριστερής ιστοριογραφίας ότι επρόκειτο για έναν λαϊκό αγώνα από το προλεταριάτο της εποχής, τους απλούς ναυτικούς, τους μικροϊδιοκτήτες και φτωχούς αγρότες, τους εμποροϋπάλληλους. Ο ιστορικός υποστηρίζει κατηγορηματικά πως η κινητήρια δύναμη του ΄21 δεν ήταν άλλη από την ανερχόμενη ελληνική αστική τάξη, την οποία μάλιστα χαρακτηρίζει προοδευτική.

“Είναι απόλυτα βεβαιωμένο από τις πηγές ότι η αστική τάξη μπήκε επικεφαλής και αυτή προετοίμασε υλικά και ιδεολογικά τον αγώνα της εθνικής μας ανεξαρτησίας”, γράφει ο Κορδάτος, θέση την οποία φαίνεται να υιοθετεί και ο “Ριζοσπάστης” σχολιάζοντας πως “η Επανάσταση του 1821 είχε αστικό περιεχόμενο και αυτό κανένας επιστήμονας που σέβεται την επιστήμη του δεν μπορεί να το αμφισβητήσει”. (http://www.rizospastis.gr/story.do?id=6157921)

Κατά τον Κορδάτο, οι κατώτερες τάξεις στερούνταν εκ των πραγμάτων δυνατοτήτων αυτοοργάνωσης, πόσω μάλλον ηγετικού οραματισμού. Αυτή την διόλου ηρωική και εξιδανικευμένη εικόνα των επαναστατημένων Ελλήνων, κάθε άλλο παρά ομονοούντων, έρμαιων των παθών των ηγητόρων τους, ομήρων ανάμεσα στον φόβο της οθωμανικής τυραννίας απ’ τη μια και τον τραμπουκισμό των “αδελφών” απελευθερωτών τους απ’ την άλλη, αποτυπώνει με τη χαρισματική περιγραφική γλαφυρότητα του ο Μακρυγιάννης στα “Απομνημονεύματά” του αναφερόμενος στα έργα και τις ημέρες του κουμπάρου του οπλαρχηγού Γιάννη Γκούρα όταν ήταν φρούραρχος της Ακρόπολης το 1822-24 –“πολλαπλώς αδικημένη από την ιστοριογραφία μας προσωπικότητα” τον χαρακτηρίζει ο Ν. Θεοτοκάς.

Όταν ο Γκούρας μαθαίνει από τους “κολτζήδες” του πως οι χωρικοί του Μενιδίου ετοιμάζονται να ξεσηκωθούν εναντίον του πιθανότατα αντιδρώντας στις ληστρικές εισφορές που επέβαλε στον ντόπιο πληθυσμό για τη συντήρηση του στρατού του (50.000 γρόσια για τους πιο εύπορους, όπως βεβαιώνει ο Διονύσιος Σουρμελής στο έργο του “Ιστορία των Αθηνών κατά τον υπέρ Ελευθερίας Αγώνα”) στέλνει στρατιώτες του με επικεφαλής τον Μακρυγιάννη να συλλάβουν τους “συνωμότες” με ξεκάθαρη εντολή αν αντισταθούν, “σκότωμα και κάψιμον όλο το χωρίον”. Μάλιστα, κάποιοι απ’ τους άνδρες της ομάδας είχαν πάρει μαζί τους ζώα και σάκους…

“Βλέπω απ΄ όσους ανθρώπους μου ‘χε δομένους ο Γκούρας, είχαν και ζώα κάμποσοι και σακκιά. Κοντά εις το χωρίον τους ρωτάγω. Τάχουμε, μου λένε, να φορτώσουμε πλιάτσικα. Τι ‘ναι αυτείνοι, τους λέγω όπου θα γυμνώσουμε. Τούρκοι; Αυτείνοι είναι Έλληνες, συναγωνισταί μας, κι αν πορευτούμε τοιούτως, τι Ρωμαίικον θα κάμωμε;” εξιστορεί ο Μακρυγιάννης.

Όμως, περιστατικά όπως αυτό προφανώς δεν έχουν θέση σε μια “αποκαθαρμένη” εθνική ιστοριογραφία αν πράγματι δουλειά του ιστορικού είναι να “συγκολλήσει” και να μετατρέψει τα αποσπασματικά και όχι τόσο ένδοξα επεισόδια ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα σε μια μια συμπαγή, απρόσβλητη από την αμφισβήτηση, αλλά και συναρπαστική αφήγηση με διδακτικό ρόλο. Άλλωστε, όπως επισημαίνει ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλοςόλες οι εθνικές ιστοριογραφίες είναι δεσμευμένες από ένα ‘ρομαντικό’ ιδεότυπο και ανεξαρτήτως του αν αναφέρονται στο έθνος, στον λαό, ή στην κοινωνία, υπόκεινται στην παραδοχή του δρώντος συλλογικού υποκειμένου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (…) Ουσιαστικά έθνος, λαός, κοινωνία, υπάρχουν για να δώσουν νόημα στη δική μας αγωνία για συναισθηματική και πνευματική πληρότητα”.

Αν, λοιπόν, κάθε Ιστορία έχει δύο όψεις, μια φωτεινή και μια σκοτεινή, ο ελληνικός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας αποτελεί σίγουρα ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα αυτού του κανόνα.

Άβολες αλήθειες

Ο Γερμανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Σεμπάστιαν Χάφνερ (1907-1999) πολιτικός συντάκτης μεταπολεμικά της Die Welt και του περιοδικού Stern, στο εξαιρετικό ιστορικό δοκίμιο του “Το φαινόμενο Χίτλερ” που πρωτοεκδόθηκε το 1978 (εκδ. Εκκρεμές, 2005) αποδομεί με μεθοδική οξυδέρκεια την προσωπικότητα του Φύρερ προβαίνοντας ωστόσο σε μερικές “ενοχλητικές” παραδοχές που έρχονται σε αντίθεση με την στερεότυπη αντίληψη μας γι αυτή τη νοσηρή ιστορική προσωπικότητα και προκαλούν αμηχανία. Υποστηρίζει ότι ως πολιτικός ο Αδόλφος είχε να επιδείξει σημαντικά επιτεύγματα ειδικά στον τομέα της οικονομίας ενώ διέθετε το οργανωτικό ταλέντο να δημιουργεί και να διοικεί αποδοτικούς μηχανισμούς εξουσίας.

“Ο Χίτλερ ήταν αυτός που ξέθαψε απ’ τα συρτάρια και άρχισε να εφαρμόζει κάθε πιθανό σχέδιο για την αναθέρμανση της γερμανικής οικονομίας που είχε εκπονηθεί πριν απ’ αυτόν και κανένας δεν είχε τολμήσει να υλοποιήσει κυρίως λόγω οικονομικών ενδοιασμών (…) το οικονομικό θαύμα της δεκαετίας του 1930 ήταν έργο του Χίτλερ”, υποστηρίζει ευθέως ο Χάφνερ πιστώνοντας στον Ναζί ηγέτη “εντυπωσιακές επιτυχίες” κατά τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του.

Αναγνωρίζει επίσης θετικά στοιχεία στον χαρακτήρα του όπως δύναμη θέλησης, τόλμη, ανδρεία, καρτερία, παρουσιάζοντας όμως όλα την σκληρή τους πλευρά, όπως και ικανότητές στην στρατιωτική διοίκηση και τις στρατιωτικές τέχνες τις οποίες απέκτησε αξιοποιώντας την πολεμική πείρα του από τα μέτωπα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτή τον βοηθούσε να αφομοιώνει και να οικειοποιείται ό,τι διάβαζε περί των στρατιωτικών. Κατά τον συγγραφέα, ο νεαρός Χίτλερ πριν ακόμα μπει στην πολιτική, είχε διαμορφώσει και δρούσε με κατασταλαγμένη πολιτική συνείδηση υπέρ του γερμανικού εθνικισμού και μεγαλοϊδεατισμού, με κυρίαρχο στοιχείο βεβαίως, τον αντισημιτισμό του.

Θα μπορούσε κανείς διαβάζοντας όλα αυτά να ισχυριστεί ότι ο Χάφνερ προσπαθεί να γράψει μια “άλλη” Ιστορία; Ίσως η μετριοπάθεια της ανάλυσης του να ξενίζει, όμως πως είναι δυνατόν να κατανοηθούν οι “δράστες” της Ιστορίας, και μάλιστα οι πιο φονικοί απ’ αυτούς, χωρίς να πέσει άπλετο φως πάνω τους;

Από τον ίδιο ιστορικό κύκλο, αναδύεται μια ακόμη αμφίσημη αφήγηση. Περισσότερο από επτά δεκαετίες μετά το τέλος του Β’ ΠΠ, η καταστροφή της Δρέσδης από αμερικανικά και βρετανικά βαριά βομβαρδιστικά την νύχτα της 13ης προς 14η Φεβρουαρίου 1945, την ώρα που το Ράιχ ψυχορραγούσε, εξακολουθεί να διχάζει ιστορικούς και κοινή γνώμη όσον αφορά την αναγκαιότητά της.

Ο απώτερος σκοπός των από αέρος ισοπεδωτικών βομβαρδισμών των γερμανικών πόλεων από τους Αμερικανο-Βρετανούς συμμάχους κατά την τελευταία φάση του πολέμου, ήταν διπλός: τόσο η εδραίωση του στρατηγικού πλεονεκτήματος έναντι του εχθρού μέσω της συστηματικής καταστροφής της υποδομής που κινούσε την πολεμική μηχανή του, όσο και η κλιμακούμενη ψυχολογική πίεση κατά του άμαχου πληθυσμού. Το αν το τελευταίο αποσκοπούσε στο να μετατρέψει τον τρόμο σε πολιτική πίεση προς το ναζιστικό καθεστώς ώστε να συνθηκολογήσει, ή ήταν απλά μια τακτική μαζικών αντιποίνων, ενδεχομένως και τα δύο, παραμένει μία “γκρίζα ζώνη” στον ιστορικό άτλαντα του Β’ ΠΠ. Απόρρητη έκθεση ειδικής επιτροπής της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας το 1953, η οποία αποχαρακτηρίστηκε το 1978, υπερασπίζονταν τους βομβαρδισμούς από πλευράς επιχειρησιακής σκοπιμότητας υποστηρίζοντας ότι στην πόλη λειτουργούσαν 110 μέσης και μεγάλης παραγωγικής δυναμικότητας εργοστάσια με προσωπικό 50.000 εργατών τα οποία στήριζαν την πολεμική προσπάθεια των Ναζί. Ο ισχυρισμός αυτός ανέκαθεν αμφισβητούνταν από ιστορικούς που δεν ανήκαν στο ρεβιζιονιστικό στρατόπεδο. Τα εργοστάσια της Δρέσδης, πολλά από τα οποία δεν επλήγησαν καν από τις εμπρηστικές βόμβες των συμμαχικών βομβαρδιστικών, δεν έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην γερμανική πολεμική μηχανή κατά την τελευταία φάση του πολέμου.

Ωστόσο, νεότερα στοιχεία που έφεραν στο φως οι ερευνητές, υποδηλώνουν ότι ο βομβαρδισμός της Δρέσδης ενδεχομένως να ήταν και μια “πρώιμη” επίδειξη δύναμης των δυτικών Συμμάχων κατά της προελαύνουσας εξ’ ανατολών Σοβιετικής Ένωσης.

Υπόμνημα της RAF προς τα πληρώματα των βομβαρδιστικών τη νύχτα του βομβαρδισμού, έγραφε: “Η Δρέσδη είναι η μεγαλύτερη μη βομβαρδισμένη αστική περιοχή που έχει απομείνει στον εχθρό (…) Σκοπός της επίθεσης είναι να χτυπηθεί ο εχθρός εκεί που πονάει περισσότερο (…) Να δείξουμε στους Ρώσους, όταν θα φτάσουν, τι μπορεί να κάνει η Διοίκηση Βομβαρδιστικών”.

Ιστορικές έριδες

Ακόμα και σήμερα, η αντικειμενικότητα της ιστορικής έρευνα προσκρούει όχι σε ανεπούλωτα πια τραύματα, αλλά σε έντονα πολωμένα ιδεολογικά στρατόπεδα. Και μάλιστα, παρά το γεγονός ότι η επιτροπή ιστορικών που συστήθηκε το 2004 για να προσδιορίσει τον ακριβή αριθμό των θυμάτων του βομβαρδισμού και να δώσει οριστικό τέλος στην ιστορική και πολιτική διαμάχη για το ζήτημα, αποφάνθηκε -ύστερα από έρευνες έξι χρόνων!- ότι βάσει ληξιαρχικών στοιχείων, αρχείων του δημοτικού νεκροταφείου και των δικαστικών υπηρεσιών, οι νεκροί δεν ξεπερνούν συνολικά τους 25.000.

Ο αριθμός αυτός είναι κατά πολύ μικρότερος από το μισό ή ένα εκατομμύριο νεκρούς που υποστηρίζουν ως απολογισμό της καταστροφής οι νεοναζί και οι ρεβιζιονιστικοί κύκλοι στη Γερμανία. Ουσιαστικά, οι ερευνητές επιβεβαίωσαν τα στοιχεία που είχαν ανακοινωθεί από τις γερμανικές αρχές μερικές εβδομάδες μετά τον βομβαρδισμό, στις 22 Μαρτίου 1945, αλλά και μετά το τέλος του πολέμου, το 1946.

Στον αριθμό των 25.000 περιλαμβάνονται και οι 1.858 σοροί που ανακαλύφθηκαν στο διάστημα από τη λήξη του πολέμου έως και το 1966 κατά τις διάφορες φάσεις ανοικοδόμησης της πόλης. Οι Γερμανοί ιστορικοί αναγνωρίζοντας τον ρόλο που έπαιξε η συστηματική προσπάθεια των αναθεωρητικών κύκλων να “ελαφρύνουν” το άχθος του ναζισμού χρησιμοποιώντας τον βομβαρδισμό της Δρέσδης ως απαλλακτικό γεγονός, υπογραμμίζουν στο πόρισμά τους: “Ο συμμαχικός βομβαρδισμός έχει σημασία για την κατανόηση του τρόπου θεώρησης της Ιστορίας από κοινωνικοπολιτικής πλευράς και για το πώς διαμορφώνονται οι ιστορικές ταυτότητες (…) Ο αριθμός των ανθρώπων που σκοτώθηκαν παρέμενε για καιρό στο επίκεντρο διαμάχης, γεγονός ζωτικής σημασίας στη διαδικασία διαμόρφωσης συγκεκριμένων (ιστορικών) απόψεων για την καταστροφή”.

Αν και η μακρόχρονη διένεξη για τον αριθμό των θυμάτων δείχνει να οδεύει προς το τέλος της, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την συζήτηση για την αναγκαιότητα του βομβαρδισμού και το κατά πόσον αυτός υπήρξε ένα έγκλημα πολέμου από την πλευρά των Συμμάχων. Το εντυπωσιακό όμως, είναι ότι ο χρόνος δεν έχει διαβρώσει την φόρτιση του συναισθήματος. Η ιστορική μνήμη επιμένει και από τις δύο πλευρές. Ο Donald Bloxham, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου θεωρεί ότι ο βομβαρδισμός της Δρέσδης θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως έγκλημα πολέμου, αν και όχι της ίδιας κλίμακας μ’ εκείνο του Άουσβιτς. Ο Bloxham μιλά για “μια μελανή κηλίδα στη βρετανική εθνική συνείδηση” που ως εκ τούτου λειτουργεί ως “χρήσιμο διορθωτικό του κεντρικού ρόλου που διαδραματίζει στην εθνική ταυτότητα της Βρετανίας η μάλλον μυθοποιημένη πολεμική προσπάθειά της κατά τον Β’ ΠΠ”.

Όμως, για τον γηραιό Αμερικανό ιστορικό συγγραφέα και βιογράφο Marshall De Bruhl, η οπτική είναι εντελώς διαφορετική. Η Δρέσδη, όπως υποστηρίζει, ήταν μια πιστή στο Ράιχ πόλη με υποστηρικτικό ρόλο προς το ναζιστικό καθεστώς,. Ήταν επίσης βιομηχανικό και τηλεπικοινωνιακό κέντρο και επομένως νόμιμος στρατιωτικός στόχος. Παράλληλα, τον Απρίλιο του 1945, ο πόλεμος στην Ευρώπη δεν έδειχνε να τελειώνει σύντομα. Εκτός αυτών, ο αριθμός των νεκρών του βομβαρδισμού, παρότι σημαντικός, υπερπροβλήθηκε από τους απολογητές των Ναζί.

Οδηγώντας τον ιστορικό προβληματισμό στα αδόκιμα μονοπάτια της μεταφυσικής και της εσχατολογίας, παρουσιάζοντας την πολεμική φρίκη ως διαδικασία εξαγνισμού, γράφει στον επίλογο του βιβλίου του, τού 2006, Allied Airpower and the Destruction of Dresden (Η Συμμαχική Αεροπορική Ισχύς και η Καταστροφή της Δρέσδης): “Οι φωτιές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν αναγκαίες προκειμένου να καταστραφεί μια διαβολική κοινωνία και να προσφερθεί μια νέα αρχή στην Γερμανία”.

Παρόμοιες απόψεις είναι ίσως αυτές που “επιτρέπουν” στον Βρετανό αρνητή του Ολοκαυτώματος Ντέιβιντ Ίρβινγκ να γράφει με την εξισωτική λογική του στο επίμετρο του βιβλίου του “Η Δίκη της Νυρεμβέργης, η τελευταία μάχη”, ότι “υπάρχουν ελάχιστα αδικήματα από αυτά που αναφέρονται στο κατηγορητήριο της Νυρεμβέργης για τα οποία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ένοχη μία η περισσότερες από τις κατηγορούσες συμμαχικές δυνάμεις. Προκειμένου να συντρίψουν τον Χίτλερ, άμαχος πληθυσμός πυρπολήθηκε, κακοποιήθηκε, τρομοκρατήθηκε, εκτοπίστηκε και υποδουλώθηκε”.

Ο φόβος της αμνησίας

 Αλλά τι σημαίνουν όλες αυτές οι διαφορετικές “βερσιόν” της Ιστορίας; Γιατί αναδύονται στο προσκήνιο τελευταία, αλληλοκαλύπτοντας συχνά η μια την άλλη, και μερικές φορές τον ίδιο τον βασικό κορμό της Ιστορίας; Είναι οι “αιρέσεις” της ιστορικής “ορθοδοξίας”, υποβολιμαίες αναθεωρήσεις από ύπουλους παραχαράκτες, ή αναπόφευκτη διεργασία του χρόνου; Γιατί το “ξαναγράψιμο” της Ιστορίας χωρίς να έχουν προκύψει νέα στοιχεία, έχει γίνει τόσο δημοφιλές σήμερα;

“Η Ιστορία ξαναγράφεται διαρκώς (…) Η εκάστοτε πολιτική συγκυρία επηρεάζει τόσο την αντίληψη της ιστορικής εμπειρίας όσο και την παραγωγή της ιστορικής αφήγησης”, σημειώνει η Μάγδα Φυτίλη, υποψήφια διδάκτορας στη Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών (Νέα Σελίδα, 23.7.2107)

Για πολλούς ιστορικούς, η έλευση της παγκοσμιοποίησης και οι δραματικές ανακατατάξεις του 1989 που σηματοδότησαν το τέλος των μεταπολεμικών διαιρέσεων στην Ευρώπη, είναι τα δύο κομβικά γεγονότα που πυροδότησαν σε πολλές χώρες, όχι μόνον στην γηραιά ήπειρο, πολιτικο-ιδεολογικές διαμάχες με επίκεντρο την Ιστορία. Τα αίτια τους δεν βρίσκονται στα γεγονότα αυτά καθ’ αυτά, στις διαφορετικές ερμηνείες για τα κίνητρα των πρωταγωνιστών τους, σε νέα στοιχεία που έφερε στο φως η ιστορική έρευνα ή στις έριδες για τις μετέπειτα συνέπειες τους, αλλά στην διαρκώς μεταβαλλόμενη σύγχρονη πραγματικότητα των ρευστών ταυτοτήτων. Φαίνεται πως είναι κυρίως μια ιδεολογική άμυνα ενάντια στον φόβο της ιστορικής “αμνησίας” και την απεμπόληση των ιστορικών ρόλων, ή υπέρ της δικαιωματικής χρήσης διαφορετικών εκδοχών και ερμηνειών της Ιστορίας.

Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, αυτό που κάνει τους ανθρώπους να στρέφονται στο παρελθόν είναι η έλλειψη μελλοντικότητας, ή η αδυναμία να συλλάβουν ένα ιδανικό μέλλον διαφορετικό από το πραγματικό”, γράφει ο Αντώνης Λιάκος, καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας και Ιστοριογραφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. “Συνεπώς, η νοσταλγία μοιάζει με υπεράσπιση του παλιού και γνώριμου πλαισίου έναντι της απειλής από τις υπερκείμενες δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης οι οποίες είναι πέραν κάθε δημόσιου ελέγχου. Από αυτήν τη σκοπιά, η παγκοσμιοποίηση θεωρείται ότι είναι το βασίλειο της αμνησίας και η εν λόγω ανησυχία δεν είναι αδικαιολόγητη. Στις φουτουριστικές αναπαραστάσεις του υπερμοντερνισμού, ενυπάρχει και ένα στοιχείο περιφρόνησης της Ιστορίας”, σημειώνει ο καθηγητής. “Με την Ιστορία δεν παίζουμε. Μιλούν εύγλωττα και αποστομωτικά οι συνέπειες σε όλες τις δραματικές φάσεις της. Οι αμνήμονες πολίτες είναι είτε πιο ευάλωτοι, είτε πιο επικίνδυνοι”, τονίζει και ο Παντελής Βούλγαρης (Νέα Σελίδα, 23.7.2107)

“Αναδιαπραγμάτευση”

Γύρω από αυτούς τους ιδιόμορφους “πολέμους της μνήμης” που έχουν εξαπλωθεί το τελευταίο διάστημα παντού στον κόσμο, ιδιαίτερα σε περιοχές του που γνώρισαν την φρίκη του Β’ ΠΠ, περιστράφηκε η συζήτηση μας με την διδάκτορα του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Τζένη Λιαλιούτη. Μας προσέφερε μια σειρά από καίριες και διαφωτιστικές επισημάνσεις, ανάμεσά τους και για την πιο επίκαιρη διαμάχη των ημερών, υπογραμμίζοντας πως οι διάδοχοι κρατικοί σχηματισμοί που προέκυψαν από την διάλυση της ΕΣΣΔ επιδόθηκαν σε μια διαδικασία αναδιαπράγματευσης της εθνικής ταυτότητας τους και του ιστορικού παρελθόντος τους και τα ζητήματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αποτέλεσαν κεντρικό τμήμα αυτής της διαδικασίας.

– Στο Βέλγιο ο υπουργός Εσωτερικών Γιαν Γιαμπόν δικαιολόγησε τους συμπατριώτες του που συνεργάστηκαν με τους Ναζί στο Β’ ΠΠ λέγοντας πως το έκαναν διότι “είχαν τους λόγους τους”. Στην Ιαπωνία, η ανερχόμενη εθνικιστική ακροδεξιά υποστηρίζει ότι τα εγκλήματα πολέμου του αυτοκρατορικού στρατού κατά την ίδια ιστορική περίοδο “κατασκευάστηκαν” από τους Αμερικανούς ώστε να καλύψουν τις δικές τους “θηριωδίες”. Ισχυρισμοί αυτού του είδους αποτελούν όντως απόπειρες ιστορικού αναθεωρητισμού, ή είναι απλά, πρόσκαιρα πολιτικά πυροτεχνήματα;

Πράγματι, τα τελευταία χρόνια, σε διάφορες χώρες έχουμε εκδηλώσεις ιστορικού αναθεωρητισμού. Οι εκφράσεις αυτές εντάσσονται συχνά στο πλαίσιο της ενίσχυσης των ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων ενώ αποκτούν ιδιαίτερη δημοσιότητα μέσω της διαχύσής τους από τα παραδοσιακά και τα νέα ΜΜΕ, και κυρίως τα social media.

– Γιατί έχουν πυκνώσει τελευταία, ειδικά στην Ευρώπη, αλλά και σε άλλες περιοχές του κόσμου που έχουν υποστεί τα δεινά του Β’ΠΠ (π.χ. Κίνα-Ιαπωνία) οι ρεβιζιονιστικές απόψεις; Υπάρχει κάποια σχέση με την ευρύτερη οικονομική-καπιταλιστική κρίση;

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, το πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου επέβαλε ένα καθεστώς «αμνησίας» και λήθης ως προς το Β΄ ΠΠ, κατά τη διαπίστωση του Τόνι Τζαντ (Βρετανός ιστορικός, 1948-2010, δοκιμιογράφος και καθηγητής πανεπιστημίου, ειδικός στην ευρωπαϊκή ιστορία). Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έφερε, μεταξύ άλλων, μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την ερμηνεία των εμπειριών της παγκόσμιας σύγκρουσης και τροφοδότησε μια σειρά «πολέμων της μνήμης» γύρω από το ζήτημα αυτό. Σίγουρα η οικονομική κρίση, η απώλεια των βεβαιοτήτων, η διάψευση των προσδοκιών δημιουργούν ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την αναζωπύρωση των εθνικισμών και την ανάπτυξη αναθεωρητικών τάσεων. Εκτός όμως από την παρούσα οικονομική κρίση, τη σημαντικότερη της μεταπολεμικής περιόδου, ένα σημαντικό ορόσημο αποτέλεσαν οι ανακατατάξεις που σημειώθηκαν την περίοδο 1989-1990 με την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού. Οι διάδοχοι κρατικοί σχηματισμοί που προέκυψαν επιδόθηκαν σε μια διαδικασία αναδιαπράγματευσης της εθνικής τους ταυτότητας και του ιστορικού παρελθόντος τους. Τα ζητήματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αποτέλεσαν ένα κεντρικό κομμάτι αυτής της διαδικασίας. Γενικότερα, θα λέγαμε ότι, αφενός, η χρονική απόσταση από τα ίδια τα γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αφετέρου, η ρευστότητα των ταυτοτήτων, ιδίως σε περιόδους γεωπολιτικών ανακατατάξεων ή οικονομικών κρίσεων ευνοεί τις αναθεωρητικές τάσεις.

– Ο ιστορικός ρεβιζιονισμός είναι αποτέλεσμα της ακαδημαϊκής ανάγκης επαναδιερεύνησης της Ιστορίας ή απόρροια πολιτικών ιδεολογημάτων και πολιτικών συγκυριών;

Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που ο ιστορικός ρεβιζιονισμός συνδέεται και με την ακαδημαϊκή ιστορία. Πολύ συχνά, οι προσπάθειες κατασκευής μιας νέας εθνικής ταυτότητας, υπηρετούνται και από τον ακαδημαϊκό λόγο ή από μια μερίδα των εκπροσώπων του. Η «επιστημονική νομιμοποίηση» των αναθεωρητικών αφηγήσεων μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο παράγοντα για τη διάδοση και την ισχύ τους. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ιδεολογική φόρτιση, η προώθηση πολιτικών σκοπιμοτήτων αποτελούν χαρακτηριστικά του ιστορικού αναθεωρητισμού.

– Ποια η διαφορά ανάμεσα στον ιστορικό ρεβιζιονισμό και σ΄ αυτό που σερβίρεται τελευταία ως “εναλλακτική Ιστορία”;

Μία «παγίδα» που ενυπάρχει σε ορισμένες εκδοχές του μεταμοντερνισμού στη σύγχρονη ακαδημαϊκή παραγωγή είναι αυτή του ακραίου σχετικισμού, ο οποίος μπορεί να λειτουργήσει υπονομευτικά για την επιστημονική γνώση. Η εναλλακτική ιστορία, η διατύπωση υποθετικών σεναρίων για το πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί διαφορετικά η έκβαση ιστορικών γεγονότων μπορεί να είναι και ένας γόνιμος τρόπος σκέψης, εφόσον επιτρέπει την κατανόηση των κρίσιμων εκείνων παραγόντων που διαμόρφωσαν εν τέλει τα ιστορικά γεγονότα. Εφόσον χρησιμοποιηθεί σωστά, μπορεί να διευκολύνει την κατανόηση της σχέσης αιτίου και αποτελέσματος, να ενεργοποιήσει την ιστορική φαντασία και να εμπλουτίσει τη σχετική συζήτηση. Είναι διαφορετική, όμως, αυτή, η με σεβασμό στα γεγονότα και στους κανόνες της λογικής, διαδικασία συλλογισμού από τις απόπειρες να ξαναγραφτεί η ιστορία.

Δεδομένου ότι η επανεξέταση των ιστορικών γεγονότων και των δεδομένων που σχετίζονται μ’ αυτά, συχνά αποτελεί μέρος της διαδικασίας της ιστοριογραφίας, πως μπορούμε να διαχωρίσουμε την ανάγκη αυτή από το “ξαναγράψιμο” της Ιστορίας για ιδεολογικούς λόγους;

Είναι γεγονός ότι η εκ νέου διερεύνηση και επανερμηνεία των ιστορικών γεγονότων αποτελεί κομμάτι της δουλειάς των ιστορικών. Η έκρηξη των λεγόμενων σπουδών μνήμης έδωσε νέα ώθηση στην ιστοριογραφία. Η εικόνα μας για το παρελθόν, οι γνώσεις μας και η αντίληψή μας γι’ αυτό, δεν είναι κάτι στατικό, αμετάβλητο στο χρόνο. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία υπακούει σε κανόνες, εφαρμόζει μια ορισμένη μεθοδολογία και έχει ως γνώμονα την αναζήτηση της αλήθειας, όχι κατ’ ανάγκην την αναζήτηση της μίας και απόλυτης αλήθειας, αλλά την προσπάθεια να έρθουν στο φως οι επιμέρους αλήθειες που μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε μια ιστορική περίοδο. Μία καθοριστική λοιπόν διαφορά είναι ότι η ιστοριογραφία, στην πρώτη περίπτωση, δεν προσπαθεί να «επιβάλει» τη δική της προδιαμορφωμένη αντίληψη για το παρελθόν προκειμένου να υπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες.

– Ποιο είναι το πολιτικό μήνυμα που στέλνει ο ιστορικός αναθεωρητισμός- αν υπάρχει βέβαια κάτι τέτοιο;

Ίσως το βασικότερο μήνυμα που προκύπτει μέσα από τα φαινόμενα του ιστορικού αναθεωρητισμού είναι ότι ο ορθός λόγος, ο σεβασμός στην επιστημονική γνώση δεν είναι κάτι που πρέπει να θεωρείται ως αδιαμφισβήτητο κεκτημένο, ως δεδομένο που δεν απαιτεί την εγρήγορση και την ενεργό εμπλοκή μας. Αντίθετα, η πραγματικότητα μας οδηγεί στο ότι πρόκειται για μια συνεχή μάχη με τον ανορθολογισμό, με τις προσπάθειες χειραγώγησης μέσα από τη συνειδητή διαστρέβλωση της αλήθειας.

Ποια είναι τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ιστορικού αναθεωρητισμού σε σχέση με τα γεγονότα του Β’ΠΠ ;

Ίσως τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα ιστορικού αναθεωρητισμού σε σχέση με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο απαντώνται στην ανατολική Ευρώπη και στα κράτη που προέκυψαν από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Οι ιδρυτικοί μύθοι των νέων αυτών κρατών, η αναπόφευκτη διαδικασία αναδιαπραγμάτευσης του ιστορικού τους παρελθόντος οδήγησαν στην αντίληψη περί απόλυτης ταύτισης ναζισμού και σταλινισμού όσον αφορά την υπαιτιότητα για το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη σχέση θύματος-θύτη. Η θέση αυτή προπαγανδίζεται με ιδιαίτερη ένταση και γίνεται συστηματική προσπάθεια ώστε να αναγνωριστεί συμβολικά και θεσμικά στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στην περίπτωση της χώρας μας, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ιστορικού αναθεωρητισμού αποτελεί η θεωρία, που εμφανίζεται σε διάφορες παραλλαγές, ότι οι φορείς της αντίστασης ευθύνονται συνολικά για την απώλεια περισσότερων ανθρώπινων ζωών απ’ ότι η γερμανική κατοχή.

Η ανείπωτη Ιστορία: Αμερικανοί πεζικάριοι εκτελούν Γερμανούς στρατιώτες, φύλακες στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, την ημέρα της κατάληψής του από τις συμμαχικές δυνάμεις, στις 29 Απριλίου 1945. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι η πρώτη συστηματική προσπάθεια να προσδιοριστεί η έννοια των εγκλημάτων πολέμου έγινε από Αμερικανούς πολύ πριν τον Β’ ΠΠ και τις δίκες της Νυρεμβέργης. Οι “Οδηγίες για τη Διοίκηση των δυνάμεων των ΗΠΑ στο πεδίο της μάχης”, γνωστές ως “κώδικας Λίμπερ” (από το όνομα του συντάκτη τους Francis Lieber) εκδόθηκαν από τον πρόεδρο Αβραάμ Λίνκολν και διανεμήθηκαν στους άνδρες του αμερικανικού στρατού το 1863. Ο “κώδικας Λίμπερ” απαγόρευε ρητά “την τυφλή βία στη χώρα που έγινε στρατιωτική εισβολή” συμπεριλαμβανομένων του βιασμού, του ακρωτηριασμού και της δολοφονίας. Όλα τα παραπάνω εγκλήματα επέσυραν την ποινή του θανάτου. Σήμερα, οι υποθέσεις εγκλημάτων πολέμου με κατηγορούμενους μέλη των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων δικάζονται μόνον από αμερικανικά στρατοδικεία βάσει του νόμου του 1996 (War Crimes Act) με τον οποίο η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν αναγνωρίζει τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης.

πηγή κεντρικής φωτό