Οι ψευδείς ειδήσεις δεν είναι κάτι νέο. Μεταξύ των πρωτοπόρων ήταν όσοι δημιούργησαν το κίνημα κατά των εμβολίων – οι γιατροί θεωρούν ότι οι υποστηρικτές του κινήματος γράφοντας τις απόψεις τους σε μπλογκς και άλλα online μέσα κατάφεραν να συσπειρώσουν πολλούς γονείς που είχαν συναφείς (ή αδιαμόρφωτες) απόψεις για το θέμα. Αν παραβλέψουμε το ότι μια φράση του τύπου “τα εμβόλια είναι καλά” ή “τα εμβόλια είναι βλαβερά” είναι μια υπερ-γενίκευση, την οποία μπορούμε να τεκμηριώσουμε  μόνο σε υποπεριπτώσεις της, και εστιάσουμε μόνον στην στοχευμένη χρήση των διαδικτυακών μέσων επικοινωνίας, δεχόμαστε ως γεγονός ότι πράγματι ο χώρος αυτός προσφέρεται για την προώθηση κάθε είδους πληροφοριών, γνώσεων ή απόψεων, τις οποίες οι άνθρωποι πιστεύουν και με βάση τις οποίες ενεργούν.

Τις τελευταίες 2 ημέρες διαβάζουμε για τη δημοσίευση μιας πανεπιστημιακής ερευνητικής ομάδας, που συσχετίζει τις ψευδείς ειδήσεις και τα εμβόλια με αντίστροφο τρόπο, προτείνοντας μια “θεραπεία” για την παραπλάνηση από τα fake news – ένα “εμβόλιο”.

“Misinformation can be sticky, spreading and replicating like a virus,” φέρεται να είπε ο επικεφαλής της έρευνας Dr Sander van der Linden, δηλαδή στα ελληνικά, σύμφωνα με το left.gr “Η παραπληροφόρηση μπορεί να γίνεται κολλητική, να εξαπλώνεται και να αναπαράγεται όπως ένας ιός”.  Εγώ θα μετέφραζα διαφορετικά, δηλαδή “Η παραπληροφόρηση μπορεί να είναι επίμονη, να εξαπλώνεται και να αναπαράγεται σαν ιός”.

1η διαφορά στην απόδοση: “σαν”, που δηλώνει παρομοίωση, αντί “όπως”, που αναφέρεται σε μια λειτουργική εξομοιωτική αναλογία μεταξύ των δύο συγκρινόμενων στοιχείων.

2η διαφορά: sticky στην γνωσιακή ψυχολογία είναι όρος που δεν σημαίνει ότι κάτι κολλάει (όπως κολλάει η γρίπη!) αλλά ότι κάποια σκέψη “επιμένει”, “κολλάει στο μυαλό μας” και δεν μπορούμε εύκολα να την ξεφορτωθούμε. Ας πούμε, επίμονη είναι η αντίληψη, με την έννοια ότι συχνά συνεχίζουμε να αναπαριστούμε (στο νου μας) τα πράγματα με έναν ορισμένο τρόπο, ακόμα και όταν υπάρχει αδιάσειστη απόδειξη ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Ας πούμε, μας φαίνεται ότι μια ευθεία ράβδος “λυγίζει” όταν βυθίζεται στο νερό (λόγω διάθλασης). Δεν μπορούμε να την δούμε ως ευθεία, παρότι το ξέρουμε ότι είναι – η οπτική μας αντίληψη είναι sticky.

Όταν “πατήσει” πάνω στο λεγόμενο “confirmation bias”, δηλαδή στην πλάνη της επιβεβαίωσης (δηλαδή, πολλοί πιστεύουν αυτό που πιστεύω εγώ, άρα αυτό που πιστεύω είναι σωστό), η παραπληροφόρηση μπορεί να “κολλάει” στο μυαλό μας και να “αντιστέκεται” στην διόρθωση.

Επανερχόμενοι στην είδηση για τη μελέτη της ομάδας του van der Linden, διαβάζουμε ότι “Η ιδέα είναι να παρέχεται ένα γνωσιακό ρεπερτόριο (cognitive repertoire) που βοηθά την ανάπτυξη αντίστασης στην παραπληροφόρηση, έτσι ώστε την επόμενη φορά που οι άνθρωποι έρχονται σε επαφή μαζί της, να είναι λιγότερο ευάλλωττοι.”

Ο όρος cognitive repertoire πάλι δεν είναι μια απλή επιλογή λέξεων, αλλά σημαίνει, πολύ συγκεκριμένα, ένα φάσμα δεξιοτήτων και στρατηγικών, που είναι στη διάθεση των ατόμων που αντιμετωπίζουν νέες πληροφορίες και νέες εμπειρίες και προσπαθούν να τις κατανοήσουν. Με απλά λόγια, το γνωσιακό ρεπερτόριο είναι μια συλλογή από εσωτερικευμένα μοντέλα του κόσμου και από στρατηγικές λειτουργικής διαχείρισής τους. Γενικώς, από την άποψη αυτή, θεωρείται ότι άτομα με διαφορετικές εμπειρίες έχουν διαφορετικά εσωτερικευμένα μοντέλα για το πώς λειτουργεί ο κόσμος, δηλαδή, έχουν διαφορετικές ερμηνείες για τον κόσμο και διαφορετικές πεποιθήσεις γι αυτόν.

Για να καταλάβουμε πώς λειτουργεί ένα τέτοιο μοντέλο, ας σκεφτούμε την γενική περίπτωση, όπου εκφράζεται ως μια “αυτόματη συμπεριφορά”: για παράδειγμα, θα μπορούσε να είναι μια αυτοματοποιημένη απόκριση σε μια ορισμένη κατάσταση, κάτι που είναι χρήσιμο στον άνθρωπο στα πρώτα στάδια του πολιτισμού, ώστε να μπορεί να αντιδρά γρήγορα σε ερεθίσματα του περιβάλλοντος, με βάση “έτοιμα” μοντέλα συμπεριφοράς, χωρίς να χάνει χρόνο κάθε φορά για να σκεφτεί τι πρέπει να κάνει (πχ, όταν βλέπω κάτι μεγάλο, καφέ και τριχωτό, δηλαδή κάτι που η εμπειρία του κόσμου μου έχει μάθει ότι είναι επικίνδυνο, δεν καθυστερώ για να σκεφτώ, αλλά αμέσως κρύβομαι, όπως έχω συνηθίσει να κάνω.) Ωστόσο, όταν πρέπει να λάβουμε μια απόφαση στον σύνθετο σύγχρονο κόσμο για ζητήματα που δεν γνωρίζουμε, ίσως αυτή η “αυτοματοποιημένη” προδιάθεση να είναι πρόβλημα, διότι “δεν μας αφήνει” να ξεφορτωθούμε τις από μακρόν εδραιωμένες συνήθειες και δεν μπορούμε να κρίνουμε “με καθαρό μυαλό”.

Για παράδειγμα, οι μετρ του σκακιού υποτίθεται ότι έχουν στη μνήμη τους διαθέσιμο για άμεση ανάκληση ένα μεγάλο ρεπερτόριο από “εικόνες” με συγκεκριμένες διατάξεις της σκακιέρας και κινήσεις των πιονιών, τις οποίες έχουν μάθει στα χρόνια της εμπειρίας τους, μαζί και σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες καταστάσεις και τις συνέπειες αυτών των κινήσεων. Όταν έχουμε να κάνουμε απλώς με αποθηκευμένες πληροφορίες που ανακαλούνται από τη μνήμη, τα πράγματα είναι σχετικά απλά – γι αυτό άλλωστε υπάρχουν ικανότατοι ευφυείς υπολογιστές που μπορούν να ανταγωνίζονται τους ανθρώπους στο σκάκι, ακριβώς επειδή μπορούν να αποθηκεύσουν πολλή σχετική πληροφορία (και είναι και πολύ γρήγοροι). Όμως, όσον αφορά μοντέλα συμπεριφοράς που επεκτείνονται στις λεγόμενες ανώτερες γνωσιακές λειτουργίες (πχ λήψη αποφάσεων, αναγνώριση προσώπων, γλώσσα, συνδυαστική σκέψη, κ.α.) ή σε γνώσεις που δεν απαιτούν μόνο την απλή αποθήκευση πληροφοριών (όπως είναι για παράδειγμα οι διαδικαστικές γνώσεις, πχ πώς καρφώνουμε ένα καρφί στον τοίχο) ένα υπολογιστικό σύστημα που μαθαίνει (πχ μια μηχανή με τεχνητή νοημοσύνη) δεν μπορεί εύκολα να τις αναπαραγάγει, διότι του λείπει η λεγόμενη “γνώση του κόσμου”. Πτυχές αυτής της γνώσης του κόσμου “πακετάρουν” τα εσωτερικευμένα μοντέλα – και, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, ένας κλάδος της γνωσιακής ψυχολογίας, υποστηρίζει ότι αν αλλάξουμε πακέτο μοντέλων, μπορούμε να αλλάξουμε συμπεριφορά.

Η πρόταση που διατυπώνεται στην συγκεκριμένη μελέτη, ως “εμβόλιο” στις ψευδείς ειδήσεις, ως μια προληπτική θεραπεία δηλαδή, έχει νόημα μόνο στο πλαίσιο του ψυχολογικού συμπεριφορισμού και της “γνωσιακής – συμπεριφοριστικής ψυχοθεραπείας”, η οποία συνίσταται σε μια σειρά πειραματικών μεθόδων με τη βοήθεια των οποίων μπορούν να μειωθούν ή να εξαλειφθούν αποκλίσεις της συμπεριφοράς (στην συγκεκριμένη περίπτωση, η μη ορθή ερμηνεία του περιεχομένου που διαβάζουν οι αναγνώστες, για παράδειγμα, με σκοπό την λήψη μιας απόφασης – πχ τι να ψηφίσουν στις εκλογές). Τόσο η ερμηνεία της δημιουργίας και διατήρησης της προβληματικής συμπεριφοράς όσο και οι μέθοδοι παρέμβασης βασίζονται κυρίως στην ψυχολογία της μάθησης, ταυτόχρονα όμως λαμβάνοντας υπόψη νέα δεδομένα από την έρευνα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, από μια διεπιστημονική οπτική, με πυρήνα τρεις βασικές αρχές (δηλαδή, υποθέσεις εργασίας): (1) η γνωσιακή λειτουργία επηρεάζει τη συμπεριφορά,(2) η γνωσιακή λειτουργία μπορεί να ελεγχθεί και να μεταβληθεί και (3) οι επιθυμητές αλλαγές στη συμπεριφορά μπορούν να επηρεαστούν από γνωσιακές αλλαγές.

Εν ολίγοις, για να αξιολογήσουμε τι μας λέει η συγκεκριμένη μελέτη περί εμβολίων κτλ πρέπει να δεχτούμε ότι μιλάμε στο πλαίσιο της γενικής θεωρίας του ψυχολογικού συμπεριφορισμού και αποδεχόμαστε τις προτάσεις της γνωσιακής – συμπεριφοριστικής ψυχοθεραπείας. Εκτός αυτού του στενού πλαισίου θα μπορούσαμε να πούμε ότι η επιλογή αυτής της λέξης θα μπορούσε να θεωρηθεί έως και παραπλανητική, γιατί μπορεί να ωθήσει τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι υπάρχει μια εύκολη λύση για να “θωρακιστούν” απέναντι στα ψέμματα – σε κάθε περίπτωση, πάντως, η επιλογή της λέξης είναι εδιαφέρουσα, ακριβώς διότι παραπέμπει στο πρωταρχικό ρεύμα των fake news, που αφορούσε το αν οι άνθρωποι πρέπει να εμβολιάζουν τα παιδιά τους ή όχι.

Η διαμόρφωση γνώμης και η λήψη αποφάσεων είναι ανώτερες σύνθετες γνωσιακές λειτουργίες που προϋποθέτουν αλλά δεν βασίζονται μόνον στην πρότερη γνώση του κόσμου και στην ανάσυρση εσωτερικευμένων μοντέλων ή μαθημένων συμπεριφορών. Δεν μπορούμε να εμβολιαστούμε και να μην “κολλάμε” ψευδείς ειδήσεις. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθούμε, να σκεφτόμαστε, να μάθουμε να κρίνουμε και να εκπαιδευόμαστε συνεχώς, τόσο στα μέσα όσο και στην ερμηνεία του περιεχομένου που αυτά μεταφέρουν.  ΔΕΝ υπάρχει εμβόλιο που να μας προφυλάσσει – η προπαγάνδα, για παράδειγμα, δεν είναι ιός, είναι εμπρόθετη απόπειρα παραπλάνησης με σκοπό συγκεκριμένα συμφέροντα.

Προφύλαξη από την παραπλάνηση είναι δυνατή μόνον με διασταύρωση και διερεύνηση: ένας απλός “κανόνας” είναι να μην ξεχνάμε ποτέ τα βασικά ερωτήματα για τα μηνύματα που καταναλώνουμε σε κάθε “περιεχόμενο” (content) των κάθε είδους media:

  • Ποιος είναι ο αποστολέας του μηνύματος;
  • Ποιο είναι το κίνητρο ή πρόθεσή του;
  • Ποιος ωφελείται από το μήνυμα;
  • Ποιες τεχνικές χρησιμοποιεί για να περάσει το μήνυμά του;
  • Ποιο είναι το επιδιωκόμενο κοινό του;
  • Τι δεν λέει;
  • Πώς θα μπορούσαν άλλοι να ερμηνεύσουν το μήνυμα με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι εμείς;

Πηγές

Cambridge scientists consider fake news ‘vaccine’

Sticky judgement and the role of rhetoric

Left.gr

Πηγή Κεντρικής Φωτό