«Δημοκρατία ή Δεσποτισμός; Η Αναγέννηση των Σκοτεινών Δυνάμεων » είναι ο τίτλος του M100 Sanssouci Colloquium του 2017.

Το συνέδριο διεξάγεται κατά τη διάρκεια μιας κρίσιμης στιγμής, στην οποία οι ευθύνες των οργανισμών ενημέρωσης, καθώς και των εταιριών που εξειδικεύονται στην τεχνολογία, για την προστασία της δημοκρατίας αναθεωρούνται και προσαρμόζονται στις νέες εξελίξεις. Ενώ οι δημοκρατικές κοινωνίες εξαρτώνται από την ποιότητα της δημοσιογραφίας, η ποιότητα αυτή δεν θεωρείται πλέον δεδομένη. Οι διαδικτυακές πηγές και προσφάτως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θέτουν μεγάλες προκλήσεις στις παλαιότερες πρακτικές και αλλάζουν το τοπίο. Η κατάσταση περιπλέκεται περισσότερο λόγω της αναπτυσσόμενης αυτοματοποίησης της αλληλεπίδρασης και της παραγωγής περιεχομένου στις κοινωνικές πλατφόρμες μέσω προ-προγραμματισμένων αλγόριθμων, τα λεγόμενα κοινωνικά bots.

Στο πλαίσιο αυτό η εκρηκτική αύξηση των ψευδών ειδήσεων και η διάδοσή τους στα κοινωνικά δίκτυα μπορούν να αποτελέσουν σοβαρό κίνδυνο για τις κοινωνίες. Ο κίνδυνος ταλαντεύεται από τη χειραγώγηση της προσοχής των καταναλωτών προς συγκεκριμένα προϊόντα, έως την άσκηση επιρροής στις χρηματιστηριακές αγορές και την προώθηση συγκεκριμένων πεποιθήσεων. Αναλαμβάνει, επίσης, μια πολιτική διάσταση σε μια εποχή κατά την οποία ο λαϊκισμός και οι ψευδαισθήσεις κερδίζουν έδαφος. Μια πρόσφατη μελέτη των Nicole Ernst, Frank Esser και Florin Buechel υποστηρίζει, για παράδειγμα, ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρέχουν στους λαϊκιστές την ελευθερία να διατυπώσουν την ιδεολογία τους και να διαδώσουν τα μηνύματά τους αναλόγως. Οι απαισιόδοξοι προχωρούν ένα βήμα παραπέρα και βλέποντας την αύξηση των κυβερνοεπιθέσεων πιστεύουν ότι οι ψευδείς ειδήσεις μπορούν ακόμη και να ξεκινήσουν αναίμακτους πολέμους.

Εν μέσω της αβεβαιότητας για το μέλλον οι δημοσιογράφοι, οι ερευνητές και οι εμπειρογνώμονες σε θέματα της τεχνολογίας δίνουν έμφαση στην έρευνα του αντίκτυπου των ψευδών ειδήσεων, καθώς επίσης και στα ενδεχόμενα διορθωτικών πρακτικών για τον περιορισμό της διάδοσής τους και την προστασία των δημοκρατικών κοινωνιών. Παρά τη διαδεδομένη χρήση του όρου στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στο δημόσιο λόγο – ειδικά σε σχέση με τις εκλογές του 2016 των ΗΠΑ και τον Ντόναλντ Τραμπ – υπάρχει έλλειψη στοιχείων σχετικά με την κλίμακα, τη διάδοση και τα αποτελέσματά του. Ο διάλογος επί του θέματος βρίσκεται σε άνοδο και τα ερωτήματα είναι ίσως περισσότερα από τις απαντήσεις. Τα δεδομένα και οι απόψεις αποδεικνύονται συχνά αντιφατικά και οι νέες εξελίξεις τείνουν να θέτουν υπό αμφισβήτηση υπάρχουσες παρατηρήσεις.

Τι υποδηλώνουν οι Αριθμοί

Ο όρος «ψευδείς ειδήσεις» είναι σχετικά νέος στη βιβλιογραφία της πολιτικής επικοινωνίας. Ωστόσο η ουσία του καθαυτή μπορεί να ανιχνευθεί στο παρελθόν. Η διαστρέβλωση της αλήθειας για πολιτικά οφέλη έχει μακρά ιστορία και μπορούν να εντοπιστούν αρκετά παραδείγματα στο 18ο και στο 19ο αιώνα. Η θεμελιώδης διαφορά, σε σχέση με το παρελθόν, έγκειται στο ότι η πρόσφατη άνοδος των διαδικτυακών μέσων και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης θεωρείται κατά γενική ομολογία ως καταλυτικός παράγοντας διευκόλυνσης της διάδοσης των ψευδών ειδήσεων. Γενικά, ο όρος «ψευδείς ειδήσει»ς αναφέρεται στη δημοσίευση ειδήσεων, οι οποίες παραπλανούν τους αναγνώστες. Δεν είναι πάντοτε σαφές εάν η διαδικασία θα πρέπει να περιγραφεί ως κακόβουλη πληροφόρηση ή παραπληροφόρηση. Λείπει επίσης ένας συνεπής ορισμός. Όπως υποστηρίζει ο Damian Tambini, ο όρος μπορεί ίσως να σχετίζεται «με ένα φάσμα φαινομένων: αφενός από σκοπίμως παραπλανητικές απόπειρες υπονόμευσης των εκλογών ή της εθνικής ασφάλειας και αφετέρου έως οποιαδήποτε άποψη που αμφισβητεί την επικρατούσα ομαδική σκέψη».


Η σκόπιμη διαστρέβλωση των ειδήσεων και η διάδοσή τους μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης βρίσκεται επί του παρόντος στο επίκεντρο της προσοχής. Η δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως πηγή πληροφοριών επεκτείνεται σταδιακά σε πολλές χώρες. Ξεκινώντας από τις ΗΠΑ μια έρευνα του Pew Research Center καταδεικνύει ότι το 62% των Αμερικανών ενημερώνεται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με το 18% να το κάνει αυτό συχνά. Τα ποσοστά των χρηστών που ενημερώνονται από τις κοινωνικές πλατφόρμες είναι 70% για το Reddit, 66% για το Facebook, 59% για το Twitter, 31% για το Tumblr και 23% για το Instagram. Όμως εμφανίζονται σημαντικές διαφορές ως προς το πόσο ενεργή ή παθητική είναι η κάθε ομάδα χρηστών ειδήσεων στις συνήθειες της για τις διαδικτυακές ειδήσεις γενικότερα. Συγκεκριμένα οι χρήστες που αντλούν τις ειδήσεις από το YouTube, το Facebook και το Instagram έχουν περισσότερες πιθανότητες να ενημερωθούν online τυχαία, επειδή βρίσκονται για κάποιον άλλο λόγο. To ποσοστό των χρηστών ειδήσεων του Reddit, του Twitter και του LinkedIn που αναζητούν ειδήσεις ονλάιν είναι σχεδόν παρόμοιο με το ποσοστό που τις βρίσκει τυχαία.

Η έκθεση του Reuters Institute Digital News του 2016 παρέχει επίσης χρήσιμες πληροφορίες. Καλύπτοντας 26 χώρες – οι περισσότερες από τις οποίες είναι ευρωπαϊκές εκτός από την Αυστραλία, τη Βραζιλία, τον Καναδά, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Τουρκία και τις ΗΠΑ – η μελέτη δείχνει ότι το 51% ολόκληρου του δείγματος χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως ειδησεογραφική πηγή σε εβδομαδιαία βάση. Όσον αφορά στην Ευρώπη τα σχετικά ποσοστά των ερωτηθέντων είναι 74% για την Ελλάδα, 66% για την Πορτογαλία, 64% για την Ουγγαρία, 60% για την Ισπανία, 58% για την Πολωνία και 56% για τη Σουηδία και τη Δανία. Το Facebook είναι μακράν το πιο σημαντικό δίκτυο για την εύρεση, ανάγνωση/παρακολούθηση και ανταλλαγή ειδήσεων με ποσοστό 44%. Το YouTube ακολουθεί με 19%, το Twitter με 10%, το WhatsApp με 8% και το Instagram, καθώς και το LinkedIn, με 3%.


Η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τους πολίτες ως ειδησεογραφική πηγή συνδυάζεται με μια συνεχόμενη πτώση της εμπιστοσύνης στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης. Μια έρευνα Γκάλοπ  που πραγματοποιήθηκε πριν από τις εκλογές των ΗΠΑ του 2016 αποδεικνύει την πτώση. Το 26% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι είχαν μεγάλη ή αρκετή εμπιστοσύνη στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, συνιστώντας το χαμηλότερο επίπεδο στην ιστορία της δημοσκόπησης Γκάλοπ. Παρόμοια τάση παρατηρείται στην Ευρώπη. Τα ερευνητικά ευρήματα της Ευρωπαϊκής Ραδιοτηλεοπτικής Ένωσης (ΕΒU) περιγράφουν συνοπτικά ότι το 48% των ερωτηθέντων σε όλη την ΕΕ τείνουν να μην εμπιστεύονται τον γραπτό τύπο, το 46% τείνει να μην εμπιστεύεται την τηλεόραση και το 34% τείνει να μην εμπιστεύεται το ραδιόφωνο. Φυσικά τα δεδομένα δεν είναι ομοιογενή. Όσον αφορά στην τηλεόραση, για παράδειγμα, η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι σαφώς εμφανής στην Ελλάδα (54%), στη Γαλλία (33%) και στην Ισπανία (24%). Η Ουγγαρία, η Κύπρος και το Ηνωμένο Βασίλειο ακολουθούν με 20%, 8% και 5% αντιστοίχως.Αντίθετα, οι ερωτηθέντες σε άλλες χώρες, όπως η Ιταλία (7%), η Γερμανία (25%) και οι Κάτω Χώρες (28%) εξακολουθούν να εμπιστεύονται την τηλεόραση, αν και τα ποσοστά δεν είναι εντυπωσιακά.

Η έλλειψη εμπιστοσύνης στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης δεν δημιουργεί αυτόματα εμπιστοσύνη στο περιεχόμενο που παρέχουν οι πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ακόμη και αν μεγάλος αριθμός πολιτών έχουν πρόσβαση σε αυτές. Στις ΗΠΑ μια άλλη μελέτη του Pew Research υποστηρίζει ότι μόνο μια μικρή μειονότητα εμπιστεύεται τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – μόνο 4% των ενήλικων που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη στην πληροφορία που βρίσκουν στα μέσα κοινωνικές δικτύωσης και αυτό το ποσοστό αυξάνεται στο 7% σε αυτούς που ενημερώνονται από αυτά τα sites. Στο ίδιο μήκος κύματος, η προαναφερθείσα μελέτη της EBU δείχνει ότι οι άνθρωποι από τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης τείνουν να εμπιστεύονται τα μέσα κοινωνικές δικτύωσης λιγότερο με τόσο χαμηλούς δείκτες, όσο -66% στη Γαλλία, -64% στη Σουηδία, -55% στη Γερμανία και -50% στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εστιάζοντας στη Γερμανία, για παράδειγμα, ένα βαρόμετρο του ZDF παρουσιάζει ότι το 67% των ερωτηθέντων πίστευαν ότι οι ψευδείς ειδήσεις βρίσκονταν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Συνολικά, όπως διαπιστώνει η έκθεση του Reuters του 2016, μόνο το 24% των ανθρώπων δήλωσε ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έκαναν καλή δουλειά στο διαχωρισμό της αλήθειας από το ψέμα. Η Ελλάδα αποτελεί μια αξιοσημείωτη εξαίρεση, πιθανώς λόγω των μοναδικών χαρακτηριστικών της οικονομικής κρίσης της.

Το ακόλουθο ερώτημα, που ανακύπτει στην εποχή των ψευδών ειδήσεων, είναι πώς μπορεί να προσδιοριστεί από τους χρήστες του διαδικτύου η εμπιστοσύνη στο περιεχόμενο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Σύμφωνα με μια νέα πειραματική μελέτη του Media Insight Project, μια συνεργασία μεταξύ του Αμερικανικού Ινστιτούτου Τύπου και του NORC Center for Public Affairs Research του The Associated Press, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι το ποιος «μοιράζεται» τις ειδήσεις. Τα αρχικά αποτελέσματα δείχνουν ότι οι άνθρωποι που βλέπουν ένα άρθρο από αξιόπιστο διαμοιραστή – αλλά άρθρο που είναι γραμμένο από άγνωστη ειδησεογραφική πηγή – έχουν πολλή περισσότερη εμπιστοσύνη στην πληροφορία από ό,τι άνθρωποι που βλέπουν το ίδιο άρθρο, το οποίο φαίνεται ότι προέρχεται από μια αξιόπιστη ειδησεογραφική πηγή, την οποία μοιράζεται ένα άτομο που δεν εμπιστεύονται. Εν γένει, παρά την προβληματική ποσοτική μέτρηση του βαθμού, στον οποίο οι ειδήσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης διαμορφώνουν τις δημόσιες συμπεριφορές, το χάος του Διαδικτύου σίγουρα επιτρέπει τη δημοσίευση και τη διάδοση ψευδών ειδήσεων, οι οποίες μπορούν να ενημερώσουν τους ανθρώπους. Η πλειοψηφία των ενηλίκων των ΗΠΑ (64%) πιστεύει ότι οι κατασκευασμένες ειδήσεις προκαλούν μεγάλη σύγχυση ως προς τα βασικά στοιχεία των τρεχόντων θεμάτων και γεγονότων.

Case Studies

Το δημοψήφισμα του Ηνωμένου Βασιλείου της 23ης Ιουνίου 2016 και οι εκλογές των ΗΠΑ της 8ης Νοεμβρίου 2016 οδήγησαν πολλούς αναλυτές να επικεντρωθούν στο κατά πόσο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι ψευδείς ειδήσεις υποτίθεται ότι επηρέασαν το αποτέλεσμα. Ξεκινώντας από το Μπρέξιτ, μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση τείνει να συσχετίζει τη ψήφο του «όχι» με αυτό το ρόλο, αν και δεν επιβεβαιώνεται κάποια αιτιώδης σύνδεση. Ο Andrew Grice έγραψε στην εφημερίδα The Independent ότι «οι ψευδείς ειδήσεις έδωσαν στους οπαδούς του Μπρέξιτ το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος». Επιπλέον, ο Peter Praet, μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, απόδωσε εν μέρει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην «επί δεκαετίες ανάπτυξη και διάδοση των δημοφιλών αρνητικών αφηγήσεων σχετικά με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» λαμβάνοντας υπόψη «πόσο εύκολα μπορούν να ευδοκιμήσουν οι ψευδείς ειδήσεις στις μέρες μας».

Το Computational Propaganda Project χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, καθώς παρέχει κάποια εμπειρικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο Philip Howard και ο Bence Kollanyi έχουν ανακαλύψει λογαριασμούς bot που μοιράζουν και προωθούν μηνύματα που υποστηρίζουν τόσο την παράταξη Remain, όσο και την παράταξη Leave. Συγκεκριμένα, από το δείγμα 1.5 εκατομμυρίων tweets με hashtags σχετιζόμενων με το δημοψήφισμα, που συγκεντρώθηκε μεταξύ 5 Ιουνίου και 12 Ιουνίου, ανακάλυψαν ότι το 54% ήταν υπέρ του Leave και το 20% υπέρ του Remain, αλλά το ένα τρίτο – περίπου μισό εκατομμύριο tweets – παράχθηκαν μόνο από το 1% του δείγματος των 300.000 λογαριασμών. Με αυτά τα στοιχεία, βρήκαν ότι τα πολιτικά bot έχουν μικρό, αλλά στρατηγικό ρόλο στις συζητήσεις για το δημοψήφισμα. Αντιθέτως ο Robert Colvile σκιαγραφεί μια διαφορετική διάσταση στην ανάλυσή του για το Columbia Journalism Review. Συνδέει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος με τη μεγάλη ηλικία των ψηφοφόρων και ισχυρίζεται ότι αν και «ο έντυπος τύπος μπορεί να πεθαίνει […] στη στήριξή τους για το Μπρέξιτ κέρδισαν μια τελευταία νίκη επί των νεαρών χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που τον έχουν εγκαταλείψει».

Όσον αφορά στις εκλογές των ΗΠΑ, υπάρχει γενική συμφωνία ότι οι πιο συζητημένες ψευδείς ειδήσεις ευνοούσαν τον Ντόναλντ Τραμπ εις βάρος της Χίλαρυ Κλίντον. Στα παραδείγματα συμπεριλαμβάνονται οι κατασκευασμένες ειδήσεις ότι ένας πράκτορας του FBI σκοτώθηκε αφού διέρρευσε τα email της Κλίντον ή ότι ο Πάπας Φραγκίσκος ενέκρινε τον Τραμπ. Σύμφωνα με τον Craig Silverman, οι ψευδείς ειδήσεις περί των εκλογών με την καλύτερη απόδοση στο Facebook παρήγαγαν περισσότερη ενασχόληση από ότι οι κορυφαίες ειδήσεις των μεγαλύτερων μέσων ενημέρωσης τους τελευταίους τρεις μήνες της προεκλογικής εκστρατείας των ΗΠΑ. Παράλληλα μια δημοσκόπηση της Ipsos διαπίστωσε ότι το 75% των ενήλικων Αμερικανών, που γνώριζαν ότι ένα πρωτοσέλιδο αποτελούσε ψευδή είδηση, θεωρούσαν το δημοσίευμα ως αληθές. Εντός αυτού του πλαισίου αρκετοί σχολιαστές δεν διστάζουν να εκφραστούν επί του θέματος. Ο Max Read έγραψε στο New York Magazine ότι «κέρδισε λόγω του Facebook» και η Hannah Jane Parkinson υποστήριξε στην εφημερίδα The Guardian ότι οι ψευδείς ειδήσεις τον βοήθησαν να «κερδίσει πραγματικές εκλογές».

Μολαταύτα είναι πρόωρη η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων. Η ικανότητα των ψευδών ειδήσεων να επηρεάζουν την εκλογική συμπεριφορά παραμένει ακόμη αμφισβητήσιμη. Παραδείγματος χάριν, μια έρευνα, που διεξήγαγαν οι Hunt Allcott και Matthew Gentzkow, μάλλον αμφισβητεί την άποψη ότι οι ψευδείς ειδήσεις ήταν ζωτικής σημασίας για τη νίκη του Τραμπ. Επεξηγώντας τη θέση τους υποστήριξαν ότι μόνο μια μικρή ομάδα Αμερικανών είδαν τις ψευδείς ειδήσεις. Συγκεκριμένα συλλέγουν απαντήσεις από ερωτηθέντες για «το ποια από τις ακόλουθες ήταν η πιο σημαντική πηγή ειδήσεων και πληροφοριών για τις εκλογές του 2016», το οποίο υποδηλώνει ότι οι τέσσερις πιο συνήθεις απαντήσεις ήταν η καλωδιακή τηλεόραση, τα τηλεοπτικά δίκτυα, οι ιστότοποι και η τοπική τηλεόραση. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν η πέμπτη πιο συνήθης απάντηση με το 14% των ενηλίκων των ΗΠΑ να τα χαρακτηρίζει ως την πιο «σημαντική» πηγή ειδήσεων για αυτούς. Ο Jacob L. Nelsonη συμφωνεί με αυτήν την επιχειρηματολογία, και διαπιστώνει ότι το ακροατήριο των ψευδών ειδήσεων είναι πολύ μικρό συγκριτικά με το ακροατήριο των πραγματικών ειδήσεων – περίπου 10 φορές μικρότερο κατά μέσο όρο.

Λαμβάνοντας Αντίμετρα

Ενώ η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη, είναι έντονη η συζήτηση για το τι πρέπει να γίνει με τις ψευδείς ειδήσεις. Σε γενικές γραμμές η επιρροή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των εταιριών τεχνολογίας είναι μεγάλη στη δημοσιογραφία. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως εταιρίες όπως η Google, το Facebook και το Twitter έχουν εξελιχθεί πέρα από το ρόλο τους ως κανάλια διανομής και έχουν γίνει επιμελητές σε θέση να ελέγχουν τι βλέπουν τα ακροατήρια. Όπως προτείνουν οι Emily Bell και Taylor Owen, οι πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης βασίζονται σε αλγόριθμους για την ταξινόμηση και στόχευση περιεχομένου και δεν ήθελαν να επενδύσουν στην ανθρώπινη επεξεργασία κυρίως για να αποφύγουν το κόστος. Η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει τεράστιο αντίκτυπο στην αγορά εργασίας και οι προαναφερθείσες εταιρείες αποτελούν μόνο παράδειγμα για το πώς ορισμένα ζητήματα εργασίας ρυθμίζονται από μηχανές αντί από εργαζόμενους.

Η έλλειψη ανθρώπινης επεξεργασίας μπορεί θεωρητικά να αποτρέψει προσωπικές προκαταλήψεις κατά την επεξεργασία. Παρόλα αυτά, την ίδια στιγμή επιτρέπει μόνο στους αλγόριθμους να παίζουν τον κρίσιμο ρόλο στην παροχή πληροφοριών. Οι αλγόριθμοι μπορούν να οριστούν ως βήματα για την επίτευξη καθορισμένου αποτελέσματος που χαρακτηρίζεται συχνά από τη δυνατότητά τους να επηρεάζουν μεγάλο αριθμό ανθρώπων μέσω κλίμακας. Στοχεύοντας στην αύξηση των εσόδων οι εταιρίες τεχνολογίας βλέπουν στους αλγόριθμους ένα χρήσιμο εργαλείο για να αυξήσουν τον αντίκτυπό τους στις κοινωνίες, ακόμα και αν το περιεχόμενο που παράγεται και διανέμεται είναι κακής ποιότητας. Αλλά ένα άρθρο, που δημοσιεύτηκε στο MIT Technology Review τον Αύγουστο του 2016, ισχυρίζεται ότι «τα κοινωνικά bot παίζουν μείζονα ρόλο στη διάδοση των ψευδών ειδήσεων», λέγοντας ότι ο περιορισμός των κοινωνικών bot μπορεί να είναι μια αποτελεσματική στρατηγική για την άμβλυνση της διάδοσης της online παραπληροφόρησης. Κατά τη διάρκεια ενός πρόσφατου συνεδρίου, που διοργανώθηκε από τα πανεπιστήμια Harvard και Northeastern, οι συμμετέχοντες πρότειναν πρωτότυπες ιδέες και επικεντρώθηκαν, μεταξύ άλλων, στην ανάγκη παροχής ιδεολογικά συμβατών πηγών που να επιβεβαιώνουν ότι συγκεκριμένες ειδήσεις είναι ψευδείς, καθώς και να κάνουν την αλήθεια «πιο ισχυρή». Παρομοίως η έρευνα του Adam Berinski επικεντρώνεται στον εποικοδομητικό ρόλο που θα μπορούσε να παίξει «μια απίθανη πηγή» για να αντικρούσει μια φήμη.

Ως απάντηση στην άνοδο των ψευδών ειδήσεων οι εταιρίες τεχνολογίας έχουν ήδη λάβει μέτρα προκειμένου να αποτρέψουν και να εμποδίσουν τη δημοσίευση διαστρεβλωμένων ειδήσεων. Αν και ο αριθμός των πηγών που παράγουν παραπληροφόρηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μεταβάλλεται συνεχώς, υπάρχουν πολλές υποσχέσεις για κοινωνικό-τεχνικές παρεμβάσεις, επειδή αυτός ο αριθμός είναι σχετικά μικρός. Το Facebook, για παράδειγμα, έχει αρχίσει να βασίζεται σε νέες αναλυτικές τεχνικές για να στοχεύει τους ψεύτικους λογαριασμούς. Σε αυτές τις τεχνικές περιλαμβάνονται η διακοπή των οικονομικών κινήτρων μέσω της νοημοσύνης των μηχανών, την επέκταση της επαλήθευσης των πηγών μέσω της συνεργασίας με άλλους οργανισμούς που επικεντρώνονται στον έλεγχο των στοιχείων και τη διευκόλυνση της αναφοράς των ψευδών ειδήσεων από τους απλούς χρήστες του Facebook. Έτσι, αφού ασκήθηκε κριτική στην εταιρία επειδή επέτρεψε ψευδείς ειδήσεις να γίνουν viral πριν από τη νίκη του Τραμπ, στόχευσε σε 30.000 ψεύτικους λογαριασμούς στο ξεκίνημα των γαλλικών προεδρικών εκλογών του 2017. Το Facebook έχει επίσης εφαρμόσει τμήματα αυτής της στρατηγικής στις ΗΠΑ, στη Γερμανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Επιπλέον, η Google αποφάσισε να αποκλείσει ορισμένους ιστότοπους ψευδών ειδήσεων από το διαφημιστικό της δίκτυο (AdSense). Αυτό σημαίνει ότι οι συγκεκριμένοι ιστότοποι δεν θα μπορούν να κερδίσουν χρήματα με την τοποθέτηση μιας διαφήμισης από την εταιρία στον ιστότοπό τους. Ο διαδικτυακός κολοσσός αναζήτησης εισήγαγε εργαλεία ελέγχου των στοιχείων σε συνεργασία με σχετικούς οργανισμούς, όπως είχε ήδη κάνει το Facebook. Όσον αφορά στο Twitter, η εταιρία λαμβάνει επίσης κάποια μέτρα. Παραδείγματος χάριν, επεκτείνει τη σίγαση (mute), αναπτύσσει μια απαγόρευση πολιτικής συμπεριφοράς που εκφράζει μίσος, η οποία αποκλείει συγκεκριμένη ρητορική που στοχεύει ανθρώπους με βάση τη φυλή, την εθνικότητα, την εθνική προέλευση, τον σεξουαλικό προσανατολισμό κλπ. και προνοεί για ειδικές συνεδρίες σχετικά με την τοποθέτηση της συμπεριφοράς που εκφράζει μίσος σε πολιτιστικό και ιστορικό εννοιολογικό πλαίσιο .

Εκτός από τις εταιρίες τεχνολογίας, οι παραδοσιακοί οργανισμοί ενημέρωσης προσπαθούν επίσης να ανταποκριθούν, καθώς και οι ίδιοι βρίσκονται αντιμέτωποι με μια απειλή της ύπαρξής τους. Η εγγύηση της ποιότητας για την αντίκρουση των ψευδών ειδήσεων, καθώς και η έμφαση στον επαγγελματισμό είναι σημαντικές ιδιότητες. Ο θεωρητικός στόχος είναι η αποκατάσταση της σχέσης εμπιστοσύνης με τους ακροατές, θεατές και αναγνώστες τους. Το BBC, για παράδειγμα, εγκαινιάζει μια νέα πρωτοβουλία, τα Slow News, η οποία προσφέρει στο κοινό, μεταξύ άλλων, αυξημένη εμπειρογνωμοσύνη, δημοσιογραφία στοιχείων και έλεγχο των στοιχείων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Επιπλέον, όπως το θέτει ο Ben Smith, «το περισσότερο ρεπορτάζ – και τα οικονομικά που επιτρέπουν το ρεπορτάζ σε, επί και για το κοινό στις μεγάλες πλατφόρμες – αποτελεί μέρος της λύσης». Ωστόσο η οικονομική βιωσιμότητα των παραδοσιακών οργανισμών ενημέρωσης δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη. Είναι υπό συζήτηση εάν οι πολίτες θα είναι – μακροπρόθεσμα – διατεθειμένοι να πληρώσουν συνδρομές παρά την αυξημένη επιτήρηση μετά τις εκλογές των ΗΠΑ για εφημερίδες όπως οι The New York Times. Το ενδιαφέρον, που δείχνουν ορισμένοι στο σοβαρό τύπο τους τελευταίους μήνες, μπορεί να είναι μόνο ένα προσωρινό φαινόμενο και μια συναισθηματική απάντηση στην άνοδο των ψευδών ειδήσεων.

Τέλος, η δημόσια αντίληψη για το πως να αποτρέψουμε τη διάδοση ψευδών ειδήσεων προσφέρει κάποιες χρήσιμες γνώσεις. Μια έρευνα του Pew επιδεικνύει ότι το 45% δήλωσε ότι η κυβέρνηση, οι πολιτικοί και οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης , σχεδόν ίσο ποσοστό με το αντίστοιχο που δήλωσε ότι μεγάλη ευθύνη φέρουν το κοινό (43%) και οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης και οι μηχανές αναζήτησης (42%). Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ το 77% των ανθρώπων πιστεύει ότι αποτελεί ψευδή είδηση το ότι οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί παράγουν σκοπίμως αναληθές περιεχόμενο και το 79% λένε ότι αυτό είναι πρόβλημα, λιγότεροι από τους μισούς (48%) πιστεύουν ότι οι εταιρίες κοινωνικής δικτύωσης πρέπει να αποκλείσουν αυτού του είδους το περιεχόμενο από τις πλατφόρμες τους. Και στη Γερμανία η πλειονότητα των ερωτηθέντων (61%) θεωρεί ότι οι ψευδείς ειδήσεις αποτελούν κίνδυνο για τη δημοκρατία. Το 86% προχωράει ακόμη περισσότερο και υποστηρίζει μια κατάλληλη νομοθεσία για την αποτροπή της δημοσίευσης ψευδών ειδήσεων στα κοινωνικά δίκτυα.

Βλέποντας το Ποτήρι Μισογεμάτο

Η έλευση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως πολιτικού μέσου έχει προκαλέσει μια έντονη συζήτηση. Αρχικά δημιούργησε γενικευμένη ευφορία στους μελετητές και στους δημοσιογράφους. Την θεώρησαν ως μια κινητήρια δύναμη για τον εκδημοκρατισμό και την αλήθεια σε πλατφόρμες ανοικτής πρόσβασης που διευκολύνουν τη μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική διαδικασία. Η ευφορία αργότερα αντικαταστάθηκε από σκεπτικισμό και η έκρηξη των ψευδών ειδήσεων, την οποία είτε την εκμεταλλεύονται είτε δεν την εκμεταλλεύονται «Σκοτεινές Δυνάμεις», μεγιστοποιεί τις ανησυχίες. Παρόλα αυτά δεν θα πρέπει να κατηγορείται μόνο η διάδοση των κατασκευασμένων ειδήσεων μέσω των κοινωνικών δικτύων για τα δομικά ελαττώματα του περιβάλλοντος της ψηφιακής πληροφορίας. Όπως το θέτει ο ιδρυτής της Snopes, David Mikkelson, «οι ψευδείς ειδήσεις δεν αποτελούν ασθένεια από μόνες τους, αλλά είναι το σύμπτωμα μιας ασθένειας». Το ενδεχόμενο οι πολίτες να σχηματίσουν «θαλάμους αντήχησης- eco chamber» ή «φίλτρα προστατευμένου περιβάλλοντος- filter bubble», όπου μπορούν να απομονωθούν από αντίθετες απόψεις, δεν είναι νέο συμβάν στη βιβλιογραφία της πολιτικής επικοινωνίας. Αντιθέτως, έχει αναλυθεί εδώ και χρόνια.

Από μια άλλη οπτική γωνία, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι εταιρίες τεχνολογίας – που λειτουργούν επί του παρόντος ως διανομείς των ειδήσεων – αναλαμβάνουν ένα ρόλο, τον οποίο ίσως δεν είχαν προβλέψει όταν ιδρύθηκαν. Και το σημαντικότερο είναι ότι ο πρωταρχικός λόγος δημιουργίας τους δεν ήταν η υπηρέτηση των δημοκρατικών αξιών. Σε τελική ανάλυση όλες αυτές οι εταιρίες δεν λειτουργούν ανεξάρτητα από τις καθημερινές πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις. Για όσο υπονομεύονται οι δημοκρατικές αξίες στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, δεν είναι δίκαιος ο στιγματισμός μόνο του τεχνολογικού παράγοντα, επειδή ίσως μπορεί να δώσει στις ψευδείς ειδήσεις ένα ρυθμό. Επίσης οι πολίτες, που έχουν την τάση να ενστερνίζονται τις ψευδείς ειδήσεις και να επικροτούν την επιχειρηματολογία των λαϊκιστών πολιτικών σερφάροντας στο διαδίκτυο, είναι προδιατεθημένοι να πράξουν με αυτόν τον τρόπο για προσωπικούς λόγους και ίσως λόγω προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Οι τάσεις εναντίον του κατεστημένου θα μπορούσαν να βρίσκονται σε άνοδο χωρίς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις ψευδείς ειδήσεις.

Συνοψίζοντας, οι πρόσφατες αλλαγές στο τοπίο των μέσων ενημέρωσης και στον τομέα της τεχνολογίας δημιούργησαν ανησυχίες σχετικά με την ευπάθεια των δημοκρατικών κοινωνιών απέναντι στα ψεύτικα νέα. Οι κίνδυνοι είναι προφανείς και ενδέχεται να είναι μεγαλύτεροι εάν οι «Σκοτεινές Δυνάμεις», είτε εντός είτε εκτός, κερδίσουν έδαφος, όπως διερευνά φέτος το M100 Sanssouci Colloquium. Εναλλακτικά μπορούμε να δούμε το ποτήρι ως μισογεμάτο. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία δεν είναι η έξαρση ενός προβλήματος, αλλά η βούληση και η επιμονή για να υπερνικηθεί. Τα αντίμετρα που έχουν ήδη ληφθεί από σχετικές εταιρίες, τα σχέδια για τη βελτίωση της παραδοσιακής δημοσιογραφίας – ανεξαρτήτως από το αν τα αποτελέσματα φαίνονται offline ή online– και η συνεχής συνειδητοποίηση των ανθρώπων ότι η Δημοκρατία πρέπει να υπερφαλαγγίσει το Δεσποτισμό είναι θετικά σημάδια. Σε τελική ανάλυση η νίκη του Εμμανουέλ Μακρόν στις γαλλικές προεδρικές εκλογές είχε έναν προφανή ηττημένο: τις ψευδείς ειδήσεις.

Εδώ μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο στα αγγλικά

Dr George N. Tzogopoulos

πηγή κεντρικής φωτό