Η τρομοκρατία είναι ένα βίαιο αλλά και… μιντιακό φαινόμενο. Ο τρόμος που προκαλείται είναι μια δραματική και συνάμα σημαντική ιστορία την οποία το κοινό πρέπει να γνωρίζει και να καταλαβαίνει. Γι’ αυτό η τρομοκρατία στηρίζεται στην δημοσιότητα: για να προκαλέσει αναταραχή και φόβο και να δείξει την δυναμική του. Για την προβληματική σχέση αυτή έγραφε το 1999 ο Αμερικανός ιστορικός Walter Laquer:

«Λέγεται συχνά ότι οι δημοσιογράφοι είναι οι καλύτεροι φίλοι των τρομοκρατών γιατί είναι ικανοί να δώσουν στον εκάστοτε τρομοκράτη την μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι δημοσιογράφοι είναι φίλοι των τρομοκρατών. Σημαίνει όμως ότι η ειρήνη και η αρμονία δεν αποτελούν ειδήσεις εν αντιθέσει με την τρομοκρατία. Οι τρομοκράτες χρειάζονται τα μίντια και τα μίντια χρειάζονται τους τρομοκράτες.»

Έτσι η τρομοκρατία είχε μια σχέση συμβιωτική και πολλές φορές εξάρτησης, πολύ πριν κάνει την εμφάνισή του το διαδίκτυο. Κι αυτοί που εμπλέκονταν σε τρομοκρατικές ενέργειες πολύ γρήγορα κατάλαβαν την σημασία της δημοσιότητας: το 1956 ο Αλγερινός πολιτικός ακτιβιστής και επαναστάτης Ramdane Abane έθετε το εξής ερώτημα: «είναι καλύτερο να σκοτώσει κάποιος 10 εχθρούς του σε ένα απομονωμένο μέρος ή ένας άνδρας να ανατιναχθεί στο Αλγέρι;»

ΔΟΡΥΦΟΡΟΙ Κ& ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

Η ανακάλυψη και χρήση των δορυφόρων για την δημοσιογραφική καθημερινότητα, προς το τέλος του 1960, έδωσε νέες ευκαιρίες για δημοσιότητα στους τρομοκράτες. Μέχρι τότε τα περιστατικά που συνδέονταν με τρομοκρατικές επιθέσεις δεν είχαν καν εικόνα παρά μόνο φωτογραφίες. Το 1972 οι Ολυμπιακοί αγώνες του Μονάχου ήταν οι πρώτοι που μεταδίδονταν ζωντανά από την τηλεόραση, κι έτσι η τρομοκρατική ομάδα από την Παλαιστίνη, ο Μαύρος Σεπτέμβρης έκανε την επίθεση εναντίον της Ισραηλινής αποστολής, εκμεταλλευόμενη το γεγονός.

Η διάδοση της χρήσης του διαδικτύου συνέπεσε με το μεγαλύτερο τρομοκρατικό χτύπημα της εποχής μας: την 9/11 από την Al-Qaeda. Το Ινστιτούτο Anneberg σε μελέτη του δύο χρόνια μετά την επίθεση υποστήριξε ότι το διαδίκτυο έπαιξε τρομερά σημαντικό ρόλο.

Όταν ιδρύθηκε η Al-Qaeda το 1988, στη μετάδοση των ειδήσεων κυρίαρχα ήταν ακόμα τα κρατικά μέσα ενημέρωσης και οι μεγάλοι δημοσιογραφικοί οργανισμοί. Οι εξτρεμιστές στηρίζονταν σε φυλλάδια, ηχητικές κασέτες και βιντεοκασέτες για να μεταδώσουν το μήνυμα τους, όμως ήταν δύσκολο να πείσουν τους μεγάλους οργανισμούς να παίξουν αυτές τις κασέτες. Οι πρώτες ευκαιρίες ήρθαν στις αρχές του 1990 με το Al-Jazeera και ορισμένους δορυφορικούς σταθμούς που άρχισαν να εκπέμπουν στον Αραβικό κόσμο. Ο Bin Laden, που καταλάβαινε τη σημασία των media, καλούσε δημοσιογράφους στο Αφγανιστάν για να βιντεοσκοπούν και να μεταδίδουν την ζωή των τζιχάντι και τις μάχες τους. Όμως τις περισσότερες φορές οι κασέτες αργούσαν να παιχτούν ή καθυστερούσαν τόσο που δεν είχαν πια νόημα. Η Al-Qaeda βέβαια έκανε και κάτι άλλο, τότε επαναστατικό: έκανε τους τρομοκράτες τόσο αντικείμενα όσο και προϊόντα της δημοσιογραφίας.

Το 2003 στην Ιρακινή πόλη της Φαλούτζα η Al-Qaeda (πρόδρομος του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ) είχε στήσει τηλεοπτικό στούντιο και εκατοντάδες βαν ήταν εξοπλισμένα με βιντεοκάμερες και εξοπλισμό για μοντάζ. Ο πρώτος που κατάλαβε την τεχνολογική επανάσταση ήταν λοιπόν ο «νονός» του Ισλαμικού Κράτους και μέντορας του Abu Al-Al Baghadadi, ο Abu Musab al-Zarqawi. Η πρώτη σημαντική καινοτομία ήταν η εισαγωγή της φτηνής κάμερας και του διαδικτύου που δεν χρειάζονταν ειδικούς για να τραβήξουν, να μοντάρουν να βιντεοσκοπήσουν. Δεν χρειάζονταν επίσης δίκτυα ώστε να μεταφερθεί το υλικό στα Μέσα Ενημέρωσης,αφού θα μετάδιδαν οι ίδιοι το μήνυμά τους μέσω του διαδικτύου.

ΒΙΑ, ΔΙΑΔΩΣΤΕ

Η δεύτερη και ίσως σημαντικότερη αλλαγή σε σχέση με τα χρόνια του Bin Laden ήταν η μετάδοση της βίας. Η πρώτη περίπτωση ήταν αυτή της απαγωγής και δολοφονίας του δημοσιογράφου Daniel Pearl το 2002. Ο Pearl είχε ταξιδέψει για το Πακιστάν για την ιστορία του Βρετανού Richard Reid γνωστού και ως «βομβιστή με το παπούτσι» ο οποίος είχε σχέσεις με τρομοκρατική ομάδα στο Καράτσι. Ο Pearl έπεσε θύμα απαγωγής και εν τέλει εκτελέστηκε όπως αργότερα έγινε γνωστό από τον αρχιτέκτονα της 9/11 Khalid Sheikh Mohammed με βιντεοσκόπηση, η οποία εν τέλεια έφτασε τα χέρια των Αμερικανικών αρχών.

Όμως αυτός που έφερε την επανάσταση ήταν ο Zarqawi. Δεν δεν ήταν μόνο βίαιος ο ίδιος αλλά αναγνώριζε ότι η βία θα προσέλκυε όχι μόνο οπαδούς αλλά και τα δυτικά μέσα ενημέρωσης που θα ήθελαν να μεταδώσουν το υλικό. Είχε δίκιο. Όταν βιντεοσκόπησε την δολοφονία του Αμερικανού υπαλλήλου στο Ιράκ Nicholas Berg to 2004 και ανέβασε το βίντεο σε μια ιστοσελίδα της Al-Qaeda, μέσα σε διάστημα 24 ωρών το είχε δει μισό εκατομμύριο κόσμος .

Λίγο πριν σκοτωθεί ο Zarqawi από αεροπορικό χτύπημα το 2006 και εκτελεστεί ο Saddam Hussein το 2007, ήρθε η δεύτερη μεγάλη επανάσταση: το κινητό τηλέφωνο με κάμερα. Έτσι σε ένα βίντεο τριών λεπτών τραβηγμένο με κινητό τηλέφωνο ο κόσμος είδε ζωντανά τον θάνατο του Ιρακινού δικτάτορα. Ο συνδυασμός του κινητού τηλεφώνου με κάμερα και του διαδικτύου έκανε τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης να τρέχουν πίσω από τις εξελίξεις.

Έτσι λοιπόν η δημοσιογραφία άρχισε να μεταλλάσσεται όπως και η τρομοκρατία. Πριν μερικά χρόνια η Al-Qaeda έλεγχε μέσω των παραγωγών της την πληροφορία. Η δομή της ήταν και παραμένει (βέβαια) ιεραρχική και εξαιρετικά συγκεντρωτική όπως και αυτή των μεγάλων τηλεοπτικών δικτύων, που επίσης είχαν εξαιρετικά συγκεντρωτικές δομές ελέγχοντας απόλυτα πως και πότε θα μεταδώσουν τις πληροφορίες τους. Η τρομοκρατία, από «θέατρο» μεγάλων παραγωγών άρχισε να στηρίζεται σε μικρότερες παραγωγές-μανιτάρια.

Λίγα χρόνια αργότερα η διάδοση του λεγόμενου διαδικτύου 2.0, των smartphone και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έφερε μια άλλη επανάσταση. Στην νέα ψηφιακή εποχή οι άνθρωποι αναζητούν την κάλυψη των γεγονότων σε πραγματικό χρόνο, κάτι που κάνει τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης να αποφεύγουν τον «αγώνα» δρόμου για την μετάδοση των ειδήσεων, σε σημείο που κατηγορούνται ότι δίνουν στους τρομοκράτες το οξυγόνο της δημοσιότητας. Όμως σε αυτό που δεν έχει δοθεί η προσήκουσα σημασία είναι ότι η νέα τεχνολογική επανάσταση μεταμορφώνει παράλληλα τόσο την τρομοκρατία όσο και τα μέσα ενημέρωσης. Οι δημοσιογράφοι δεν είναι πια οι θυροφύλακες της πληροφορίας. Παρότι η τηλεόραση παρέμεινε η βασική πηγή ενημέρωσης της μεγαλύτερης μερίδας του κοινού, στηρίζεται όλο και περισσότερο στα social media. Για παράδειγμα λίγο μετά την επίθεση στο Μουμπάι το 2008, οι δημοσιογράφοι των διεθνών μέσων ενημέρωσης που βρέθηκαν για να καλύψουν το γεγονός πήραν πολλές πληροφορίες από το twitter και to flikr.

Το Iσλαμικό Κράτος χρησιμοποιεί την σύγχρονη τεχνολογία και έχει την δυνατότητα μεγάλων παραγωγών βασιζόμενο στην εμπειρία του Ιράκ και του Αbu Musab Al-Zarqawi, όμως στηρίζεται πολλές φορές και στους ίδιους τους παριστάμενους στα γεγονότα. Σε ένα από τα βίντεο χρησιμοποιούσε τον όμηρο  Βρετανό δημοσιογράφο John Cantle ως παρουσιαστή των εκπομπών του.Το 2013 στην επίθεση εναντίον του Βρετανού στρατιώτη Lee Rigby το κοινό έγινε «καταναλωτής» του τρομοκράτη ως προϊόν και αντικείμενο της δημοσιογραφίας, στα χνάρια που είχε χαράξει η Al-Qaeda αρκετά χρόνια νωρίτερα. Η διαφορά τώρα ήταν ότι οι πρωταγωνιστές της επίθεσης σε λίγη μόνο ώρα ήταν σε βίντεο στο Youtube, δηλαδή ο χρόνος μετάδοσης ουσιαστικά είχε πια εκμηδενιστεί. Το βίντεο έδειχνε έναν από τους δράστες σε έξαλλη κατάσταση να φωνάζει και να ζητά από τους περαστικούς να τραβήξουν την σκηνή ούτως ώστε «Ο κόσμος να μάθει από πρώτο χέρι». Το περιστατικό του Woolwich όμως προκάλεσε προβλήματα στην συνέχεια στα λεγόμενα mainstream media, η εφημερίδα Sun και το τηλεοπτικό δίκτυο Sky επέλεξαν να παίξουν το βίντεο της επίθεσης ενώ άλλα ειδησεογραφικά πρακτορεία και οργανισμοί επέλεξαν να μην το αναπαράγουν.

ΓΛΩΣΣΑ, ΤΟ ΑΛΛΟ ΟΠΛΟ

Επίσης σημαντικό και κεντρικό ρόλο άρχισε να παίζει η (σωστή) χρήση της γλώσσας και οι ψεύτικες ειδήσεις. Στο παρελθόν η λέξη «τρομοκράτης» αποδιδόταν στους δράστες επιθέσεων του IRA, της ΕΤΑ ή άλλων οργανώσεων. Στο σκηνικό μετά την 9/11 η λέξη τρομοκράτης συνδέεται αποκλειστικά πια με την τζιχαντ αποκλείοντας άλλες κατηγορίες τρομοκρατών, όπως γίνεται για παράδειγμα με το κουρδικό PKK που παρουσιάζεται σαν απελευθερωτικό μέτωπο εν αντιθέσει με το Ισλαμικό Κράτος. Μετά την επίθεση στο Λονδίνο το 2005 ο υπεύθυνος για την υπόθεση εισαγγελέας Sir Ken McDonald είπε μεταξύ άλλων: «πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι, το Λονδίνο δεν είναι πεδίο μάχης και οι αθώοι που σκοτώθηκαν δεν ήταν θύματα πολέμου». Ενώ οι ρεπόρτερ άρχισαν να χρησιμοποιούν φράσεις όπως: «πληροφορίες από τα social media λένε..», πράγμα που άρχισε να μπερδεύει ακόμα περισσότερο το κοινό. Για παράδειγμα το καλοκαίρι του 2016, ο δράστης της επίθεσης στο Μόναχο Ali Sonboly παρουσιάστηκε από τα μέσα ενημέρωσης ως τρομοκράτης που είχε εμπνευστεί από τον Νορβηγό Αnders Breivik και λάμβανε ψυχιατρική θεραπεία. Τα μέσα ενημέρωσης δηλαδή βιάστηκαν να χαρακτηρίσουν την επίθεση ως τρομοκρατία. Το ίδιο περίπου συνέβη και στην επίθεση του τρένου στο Βουρζμπουργκ όπου τα μέσα «παρέλειψαν» να αναφέρουν ότι ο δράστης δεν ήταν μέλος του Ισλαμικού Κράτους, αφήνοντας αόριστες φήμες να κυκλοφορούν στα social media, έως ότου το Ισλαμικό Κράτος «υιοθέτησε» την επίθεση βαφτίζοντάς τον «μοναχικό λύκο».  Κι αυτό είναι ένα άλλο συνηθισμένο λάθος που κυκλοφορεί στα social media αλλά και στα δημοσιογραφικά γραφεία: γιατί όπως έχει αποδειχθεί οι μοναχικοί λύκοι είναι στην πραγματικότητα ελάχιστοι –είναι πρακτικά μύθος.

Οι ψεύτικες ειδήσεις ή απλώς η παραπληροφόρηση σε συνδυασμό με την λαθεμένη χρήση της γλώσσας οδηγεί σε λάθη, με πιο πρόσφατη την περίπτωση του Λονδίνου. Λίγες ώρες μετά την επίθεση στο Westminster, άρχισαν οι φήμες για την ταυτότητα του δράστη. Η φωτογραφία που κυκλοφόρησε έκανε τους χρήστες των social media αλλά και το κανάλι Channel 4 να αναγνωρίσουν τον δράστη της επίθεσης ως τον Abu Izzadeen, έναν Βρετανό ακραίο Μουσουλμάνο που ήταν όμως φυλακισμένος. Ο δικηγόρος του Izzadeem , Tanveer Qureshi έκανε δήλωση για τον πελάτη του ότι βρίσκεται στην φυλακή κι επομένως δεν θα μπορούσε να είναι ο δράστης. Την ίδια ώρα μια Ρώσικη ιστοσελίδα ανέβασε μια ψεύτικη φωτογραφία, το ίδιο το twitter ανέβαζε λανθασμένες ιστορίες και ο Donald Trump έκανε post για την επίθεση και τον Abu Izzadeen. Μόνο την επόμενη μέρα της επίθεσης ο δράστης αναγνωρίστηκε ως ο Khalid Masood. Όμως η δημόσια «αναγνώριση» του Izzadeen δείχνει πόσο δύσκολο είναι να ξεχωρίσει κανείς το σωστό από το λάθος στον κόσμο της σύγχρονης τεχνολογίας, τρομοκρατίας και μέσων ενημέρωσης. Χαρακτηριστικό είναι δε άλλωστε ότι ένα μεγάλο ποσοστό του κοινού στα social media δεν μπορεί να ξεχωρίσει ανάμεσα σε επαγγελματική και ερασιτεχνική δημοσιογραφία ενώ αρκετοί χρήστες των social media εμπιστεύονται γνωστούς και φίλους που ποστάρουν ειδήσεις. Στην περίπτωση της επίθεσης του Westminster το λάθος έγινε και από ένα «παραδοσιακό μέσο» όπως το Channel 4 και από τα social media. Η πρώτη φορά που συνέβη κάτι ανάλογο χρόνια ήταν κατά την επίθεση στην Βοστώνη το 2013 όπου αρκετοί άνθρωποι κατηγορήθηκαν λανθασμένα ως ύποπτοι ώσπου οι δημοσιογράφοι να επανορθώσουν λίγες ώρες αργότερα. Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Κένυα το 2013 στην επίθεση του Westgate, όταν τα μέσα ενημέρωσης και ειδικά μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της χώρας, η Daily Nation, δημοσίευσε φωτογραφίες μιας γυναίκας με αίμα στα χέρια της. Σύντομα η συντακτική ομάδα της εφημερίδας αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη από το αναγνωστικό κοινό γιατί χρησιμοποίησε φωτογραφία από παλαιότερη επίθεση.

Οι (παραδοσιακοί) ειδησεογραφικοί οργανισμοί και κυρίως οι δυνάμεις ασφαλείας όμως απασχολούνται για το κατά πόσον η κάλυψη μιας τρομοκρατικής επίθεσης βοηθά πρακτικά τους δράστες και ειδικά τους δυνάμει. Οι εξονυχιστικές λεπτομέρειες του ρεπορτάζ της επίθεσης στο Παρίσι το 2015 έδωσε την πληροφορία ότι η αστυνομία μπόρεσε να εντοπίσει κάποιος από τους δράστες από τα παρκόμετρα, ενώ στο Σαν Μπερναντίνο το κοινό έμαθε ότι το FBI ανακάλυψε και στην συνέχεια ζήτησε πληροφορίες για τους δράστες από τα κατεστραμμένα κινητά τους τηλέφωνα.

ΤΟ «ΕΙΔΟΣ» ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Μέσα σε όλο αυτό το καθόλου ξεκάθαρο τοπίο στην ενημέρωση των πολιτών, υπάρχουν και περιπτώσεις όπως της δημοσιογράφου του CNN Christianne Amanpour η οποία χρησιμοποίησε σε αρκετές περιπτώσεις την εφαρμογή Facebook Live. Σίγουρα μπορεί να υπάρξουν λάθη στην ενημέρωση, όμως την απάντηση την δίνει ο ανταποκριτής του BBC Μatthew Price που ισχυρίζεται ότι η διαδραστικότητα του δημοσιογράφου με τον πολίτη/χρήστη βοηθά και τις δυο πλευρές: τον πολίτη να αντιλαμβάνεται καλύτερα την χρήση των social media και τον δημοσιογράφο να προσέχει περισσότερο την διατύπωσή του. Ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος του ρεπορτάζ της δημοσιογράφου των New York Times Rukmini Callimachi, η οποία αμέσως μετά από μια επίθεση αναφέρει τα ιστορικά δεδομένα και προηγούμενα περιστατικά σχετικά με τον τόπο της επίθεσης, στην συνέχεια μετά από μια ή δυο μέρες ταξιδεύει στην περιοχή και μετά από ένα εύλογο αλλά σύντομο χρονικό διάστημα γράφει ένα μεγάλο κομμάτι στην εφημερίδα προσφέροντας πολύτιμες πληροφορίες οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα στους αναγνώστες της να κατανοήσουν σε βάθος την ιστορία και τα κίνητρα των δραστών. Ο τρόπος αυτός και το στυλ της Callimachi έρχεται σε αντίθεση με την βουλιμική τάση των οργανισμών ενημέρωσης για γρήγορες ειδήσεις, και αυτό έχει τη σημασία του: γιατί είναι το είδος δημοσιογραφίας τύπου “slow journalism”, που οι τρομοκράτες μισούν.

πηγή φωτό