Λίγα χρόνια πριν, οι δημοσιογράφοι και οι θεωρητικοί του τομέα των μέσων ενημέρωσης και επικοινωνίας αρκούσαν για να αναλύσουν σχετικά ζητήματα. Με την πρόοδο της τεχνολογίας, όμως, και την ευρεία χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τα δεδομένα είναι διαφορετικά. Εταιρείες, όπως το facebook και το twitter, διαδραματίζουν πλέον ενεργό ρόλο όχι απλώς στην διάδοση των ειδήσεων αλλά και στην επιλογή τους.
Στο πρόσφατο συνέδριο «M100» το οποίο πραγματοποιήθηκε στο Πότσνταμ, για παράδειγμα, μία από τις βασικές εισηγήτριες ήταν η υπεύθυνη διεθνών συνεργασιών του facebook, Aine Kerr.
Πολλοί ίσως έχουμε αναρωτηθεί γιατί ορισμένα θέματα εμφανίζονται στον «τοίχο» του facebook πιο συχνά από άλλα, ακόμα και αν δεν πρόκειται για διαφημίσεις. Αυτό καθορίζεται από συγκεκριμένους αλγορίθμους – και με τον τρόπο αυτό δίνεται η δυνατότητα στο facebook άμεσα ή έμμεσα να ελέγχει τη ροή της πληροφόρησης. Σύμφωνα με την Aine Kerr, πάντως, δεν υπάρχει κάτι το μεμπτό στην όλη διαδικασία. Η συχνότητα εμφάνισης θεμάτων, όπως εξήγησε στο Πότσνταμ, δε σχετίζεται με πιθανές προτεραιότητες του facebook αλλά με τα προσωπικά ενδιαφέροντα κάθε χρήστη.
Όσο πιο συχνά, δηλαδή, κάνουμε «like» σε κάποιον ή επικοινωνούμε μαζί του στο «messenger» τόσο πιο πολύ μαθαίνουμε τα νέα που αυτός επιλέγει να δημοσιεύσει.
Τους τελευταίους μήνες το facebook προσπαθεί να περιορίσει τη δημοσίευση ή διάδοση ειδήσεων ρατσιστικού περιεχόμενου ή που παράγουν και αναπαράγουν ρητορική μίσους. Τα πρώτα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά αλλά ο δρόμος είναι μακρύς και δύσκολος. Πόσο άραγε μπορούν να ελέγχονται πραγματικά τα μηνύματα που δημοσιεύονται από εκατομμύρια χρήστες με τεράστια ταχύτητα ως προς το περιεχόμενό τους; Και πώς μπορεί εξαρχής να προκαθορίζεται η φύση του περιεχομένου; Στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες λ.χ. βρίσκεται σε εξέλιξη ενδιαφέρουσα δημόσια συζήτηση για το ποιος είναι ο αντίκτυπος των ειδήσεων και φωτογραφιών που δημοσιεύονται μετά από τρομοκρατικά χτυπήματα. Ένας χρήστης μπορεί να «ποστάρει» απλώς για να βοηθήσει τους συμπολίτες του τη στιγμή εκείνη. Αλλά άθελα του, προκαλεί, ταυτόχρονα, φόβο, παίζοντας το παιχνίδι των τρομοκρατών που διψούν για την τρομοκράτηση της κοινωνίας. Επίσης, ένα ευαίσθητο «ποστάρισμα» μπορεί να επηρεάσει ψυχολογικά τις οικογένειες των θυμάτων και τους επιζώντες.
Είναι γνωστό ότι η ευκολία με την οποία διαδίδονται πλέον οι ειδήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πλήττει το επάγγελμα του δημοσιογράφου. Ένας απλός πολίτης μπορεί να εξελιχθεί σε- εν δυνάμει – δημοσιογράφο. Αυτό γίνεται αντιληπτό στην καθημερινότητα και όχι μόνο σε ακραίες καταστάσεις όπως τα τρομοκρατικά χτυπήματα. Το πρόσφατο παράδειγμα της πετρελαιοκηλίδας στο Σαρωνικό είναι χαρακτηριστικό. Απλοί πολίτες μπορούν με μια φωτογραφία τους να αποτυπώσουν το πρόβλημα ίσως και πιο παραστατικά από επαγγελματίες δημοσιογράφους που σπεύδουν σε διάφορες παραλίες για να ετοιμάσουν ρεπορτάζ, μιλώντας στους λουόμενους.
Το facebook δε μένει αμέτοχο. Έχει ήδη δημιουργήσει ειδική σελίδα για δημοσιογράφους και προσπαθεί να τους δώσει συμβουλές για το πώς πρέπει να ανταποκρίνονται στα νέα τεχνολογικά δεδομένα των κοινωνικών δικτύων. Όπως προαναφέρθηκε, οι απαντήσεις του δε πείθουν ολοκληρωτικά, και πράγματι φέρει μερίδιο της ευθύνης για τη σημερινή ασυδοσία στη σφαίρα του διαδικτύου.
Και οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσουν σε αυτοκριτική. Για τη διαρκώς μειούμενη αξιοπιστία τους, που οδηγεί χρήστες του διαδικτύου σε εναλλακτικούς τρόπους ενημέρωσης και κάποιες φορές σε άκριτη συμμετοχική δημοσιογραφία, δε φταίει μόνο το facebook. Φταίνε, κατά μείζονα λόγο, οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι που προτιμούν τις εύκολες λύσεις αντί μιας κοπιώδους έρευνας.